«Μπορεί να μην ήταν καλή η καρδιά του. Ήταν όμως βασιλική» - Γ. Ροτ, «Οι εκατό μέρες»
του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο Πρωθυπουργός έστειλε μια επιστολή προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λέγοντας του να μην αργήσει, να μην περιμένει το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και να ανατεθεί η ανάκριση στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Την προηγούμενη μέρα, είχε γράψει στο Facebook μια ΣΥΓΓΝΩΜΗ, με κεφαλαία γράμματα. Το ερώτημα είναι, γενικώς, έχουν κάποιο θεσμικό νόημα οι κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ή έχουμε όλοι συνηθίσει ότι ο πρωθυπουργός νιώθει πρωταγωνιστής σε ταινία;
Δεν νομίζω ότι έχει πια σημασία να αποδομήσει κάνεις σημείο προς σημείο την ανάρτηση του πρωθυπουργού στο Facebook. Το βασικό πρόβλημα με την περίπτωσή του είναι ότι μένουμε πάντοτε με την εντύπωση ότι τον απασχολεί μόνο τι θα πει και ποτέ τι θα κάνει.
Ακόμη και η συγγνώμη, από αυτήν την άποψη, φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο σε μία προσωπική σχέση εμπιστοσύνης που έχει πληγεί και πρέπει να αποκατασταθεί. Όμως εγώ δεν νιώθω καθόλου προδομένος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και δεν ενδιαφέρομαι καθόλου να βελτιωθεί η σχέση μας. Πιστεύω ότι ο μόνος λογαριασμός που έχει μπροστά του αυτή τη στιγμή ο πρωθυπουργός είναι η σχέση του με τους νεκρούς και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Όταν στρέφει το βλέμμα του σε τρίτους για να ζητήσει συγγνώμη, καταλαβαίνω ότι και πάλι δεν ενδιαφέρεται για το τι έχει συμβεί αλλά για το πώς να διαχειριστεί την εικόνα του.
Ίσως το πιο ταιριαστό και αποκαλυπτικό γλωσσικό ολίσθημα του πρωθυπουργού ήταν όταν είχε πει πως τον ενδιαφέρει η επικοινωνία και όχι η ουσία. Έχουμε συνηθίσει πια να αποδίδουμε όλες τις εμφανίσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στις επιλογές των επικοινωνιολόγων του. Θεωρείτε πιθανό, γονείς που κλαίνε τα παιδιά τους την επόμενη ενός φρικτού δυστυχήματος, να προσέγγισαν τον πρωθυπουργό για να του πουν «never again»; Ότι τους απασχολούσε τόσο απρόσωπα η μελλοντική ασφάλεια των σιδηροδρόμων; Εγώ όχι. Όμως όλα σταθμίζονται υπό το πρίσμα της διαμόρφωσης ενός θετικού δημοσίου προφίλ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το πρόβλημα με την επικοινωνιακή διαχείριση είναι ότι λειτουργεί κάπως σαν την θεατρική ψευδαίσθηση. Δηλαδή, για να λειτουργεί, πρέπει να μην τη σκεφτόμαστε. Να παρακολουθούμε τις κινήσεις του και, ενώ μπορεί να είναι επικοινωνιακά μελετημένες ως την τελευταία λεπτομέρεια, εμείς θα πρέπει να νομίζουμε ότι παρακολουθούμε μία ανθρώπινη στιγμή η μία ειλικρινή προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος. Γι’ αυτό και η ανάρτησή του ξεκινά με το:
«Χωρίς ξύλινα λόγια, χωρίς να επαναλαμβάνω τα τετριμμένα. Να κάνω μια προσπάθεια να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου και σε λόγια τα συναισθήματά μου».
Μάλιστα, σκέψεις και συναισθήματα. Καμία προσποίηση, καμία προμελέτη. Η αρχαία ρητορική συσχετιζόταν με το ψέμα, γι’ αυτό και ήταν σταθερή η προσποίηση αυθορμητισμού και ρητορικής αδεξιότητας από τους ρήτορες, διότι όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η προμελέτη ταιριάζει στο ψεύδος και όχι στην αλήθεια.
Γι’ αυτό είναι αδύνατο να μας διαφύγει η αγωνία του Κυριάκου Μητσοτάκη να ξαναστήσει όρθιο το στραπατσαρισμένο δημόσιο προφίλ του. Ο λόγος είναι πολύ απλός: αν σε ενδιαφέρει να επιλύσεις ένα πρόβλημα, δηλαδή να αναρωτηθείς στα σοβαρά τι έφταιξε και να προσπαθήσεις αυτό να μην ξαναγίνει, θα στραφείς στις πηγές που όλοι μας γνωρίζουμε πια και θα προσπαθήσεις ένα προς ένα να λύσεις αυτά τα προβλήματα. Είτε πρόκειται για την τηλεδιοίκηση, είτε για την στελέχωση των αντίστοιχων υπηρεσιών με προσωπικό, είτε για οτιδήποτε άλλο έχει φανεί αυτές τις μέρες ότι θα έπρεπε να λειτουργεί ως ανάχωμα στο ενδεχόμενο της σύγκρουσης, αφού συμβεί το ανθρώπινο σφάλμα.
Αν η σκέψη σου εστιάζει στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων, όπως είναι το γιατί έφτασαν να συγκρουστούν δύο τρένα, δεν αλλάζεις εξήγηση μέσα σε μία εβδομάδα, από το τραγικό ανθρώπινο σφάλμα στα διαχρονικά προβλήματα. Αλλάζεις μόνο όταν αυτό που σε κινεί είναι ποιο αφήγημα συμφέρει καλύτερα εκλογικά την παράταξή σου και εσένα τον ίδιο. Το λανσάρεις και παρακολουθείς την πορεία του, μέχρι που φαίνεται ότι δεν φτουράει, γιατί ο κόσμος δεν είναι τελικά τόσο ηλίθιος όσο υπολόγιζες, και το αλλάζεις.
Αντιλαμβάνομαι ότι για κάθε πολιτικό υπάρχει ένα αίτημα αυτοπροστασίας, δηλαδή πολιτικής επιβίωσης, πριν από κάθε σχέδιο. Δεν λες ότι φταίνε οι υποδομές αν μπορεί να σου γυρίσει μπούμερανγκ, γιατί φταις που δεν φρόντισες. Δεν μπορώ να διανοηθώ όμως πως γίνεται όταν έχουν χαθεί δεκάδες ζωές, να μην μπορείς έστω για λίγο να προσποιηθείς αποτελεσματικά ότι σε απασχολεί το πρακτικό πρόβλημα τι πρέπει να γίνει.
Εδώ δεν υπάρχει καμία ατζέντα. Έχουμε δημοσκόπους και image makers, για να θέτουν το ερώτημα που ενδιαφέρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη: τι λες αν σκοτωθούν δεκάδες άνθρωποι με ευθύνη που φτάνει σε σένα; Όχι τι κάνεις, αλλά τι λες.
Εκφωνεί ένα διάγγελμα, που είναι βεβαίως μια διαδικασία θεατρική και όχι θεσμική. Θυμίζω ότι η διαβόητη επιτροπή, αυτή που είχε την πρώτη παραίτηση πριν να περάσει 24ωρο, δεν είχε θεσμική συγκρότηση, δεν είχε συγκεκριμένη νομική υπόσταση, ήταν κάτι που είπε ο πρωθυπουργός. Είναι αυτό που έγραφε ο Διονύσης Σκλήρης, «μεταμοναρχία». Δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει ένας άρχων που συσκέπτεται και ανακοινώνει. Εμείς θυμώνουμε, μας καλοπιάνει, τον συγχωρούμε, σαν παιδιά. Πότε θυμωμένα, πότε υπάκουα, αλλά πάντως χωρίς καμία διαδικασία που να προβλέπει τι είναι υποχρεωμένος ο καθένας να κάνει.
Όλα αυτά που συζητάμε αυτές τις μέρες, από την υποτιθέμενη Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που οδήγησε σε εξευτελιστική αναδίπλωση με την παραίτηση ενός μέλους που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει προταθεί για αυτόν το ρόλο, μέχρι τη δεύτερη και πολύ σημαντικότερη αναδίπλωση του πρωθυπουργού, από το «φταίει ο σταθμάρχης» στη ΣΥΓΓΝΩΜΗ, με κεφαλαία, όλα επιτελούν στόχους επικοινωνιακούς.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η χειρονομία του διαγγέλματος (όπως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τις παρουσίες του πρωθυπουργού με ελαφρά αξυρισιά μπροστά στο ώτοκιου) είναι μία κατεξοχήν επικοινωνιακή χειρονομία, αφού δεν παράγει θεσμικά αποτελέσματα, αλλά απλώς καλλιεργεί την εικόνα ενός ηγέτη ο οποίος νοιάζεται και παρεμβαίνει αυτοπροσώπως.
Όμως δεν ξέρω πώς να το πω αυτό και να γίνει αντιληπτό. Εκτός από το να είμαστε ή να μην είμαστε ψηφοφόροι, είμαστε και άνθρωποι που ταξιδεύουν με το τρένο. Ή που ταξιδεύουν δικοί μας άνθρωποι. Αυτό είναι το πρώτο και ίσως το μοναδικό πράγμα που θα ήθελα να μείνει από αυτή τη συζήτηση.
Αυτή τη στιγμή θα ήθελα πάρα πολύ να σκέφτομαι ότι αυτή η κυβέρνηση διαθέτει μεν κάποιους επικοινωνιολόγους, που δουλειά τους είναι να λένε στον Μητσοτάκη να εμφανιστεί χωρίς κουστούμι και αξύριστος, αλλά διάβολε να υπάρχει και κάποιος πού να αναρωτηθεί ποιο είναι το σύστημα ασφαλείας που δεν λειτούργησε.
Το μόνο που συμβαίνει τώρα είναι ότι η επικοινωνιακή ομάδα του πρωθυπουργού είδε ότι το αφήγημα του σταθμάρχη δεν περπάτησε όσο λυσσαλέα κι αν το υπερασπίστηκαν όλοι αυτοί οι ηθικά πορωμένοι άνθρωποι που λέγονται οι δημοσιογράφοι, όλες αυτές οι νοικιασμένες συνειδήσεις που αναλαμβάνουν πάντα τη βρώμικη δουλειά. Είπε λοιπόν κάτι σαν συγγνώμη.
Προχωράμε στο επόμενο βήμα. Γράμμα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα, σαν να είναι λογικό ο πρωθυπουργός να αποφασίζει για τους ρυθμούς της δικαιοσύνης με ατομική παρέμβαση για την ιεράρχηση των υποθέσεων.
Η ξύλινη γλώσσα της πολιτικής συμβολίζεται απαράμιλλα από την εικόνα των Monty Pythons που λένε ότι «φτάνουν τα λόγια, τώρα σημασία έχουν τα έργα», και συνεχίζουν να το λένε και να το ξαναλένε, χωρίς κανείς να κάνει τίποτε. Όλη η πολιτικάντικη φλυαρία που παριστάνει τον δημόσιο διάλογο βασίζεται στο σενάριο ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά στο πλήθος και υπόσχεται έργα ενώ επιδίδεται σε λόγια. Αυτό σε λούπα, μέχρι ναυτίας.
Η ξύλινη γλώσσα είναι μια ήπϊα περιγραφή για κάτι που συνιστά κατά βάθος προσποίηση επικοινωνίας, ομιλία που δεν μεταφέρει τίποτα, εδραιώνει την παρουσία του άρχοντα και μας διαβεβαιώνει ότι ασχολείται με τα προβλήματά μας.
Οι απολυταρχικές κυβερνήσεις βασίζονταν στην υποτιθέμενη ρητορική δύναμη του ηγέτη, που μάγευε τεράστια πλήθη, κινούμενος μεταξύ φόβου και ελπίδας. Οι σύγχρονες δημοκρατίες αντικατέστησαν αυτή την επικοινωνία με τη δουλειά διαφημιστών, που θα προωθούν την πραμάτεια τους στην κεντρική πολιτική, αντί για τα σούπερ μάρκετ. Όλα αυτά είναι εξελίξεις που αντίκεινται στον πυρήνα των συμφερόντων των εργαζομένων, που δεν αγωνιούν για το ποιος μορφονιός θα κυβερνήσει, αλλά για το πώς θα λυθούν πολύ σοβαρά προβλήματά τους.
Ο Κ. Κράουτς περιγράφει στο βιβλίο του για τη μεταδημοκρατία πώς οι Ιταλοί αντιπαρήλθαν την απέχθειά τους στην προσωπολατρεία, που ταύτιζαν με τον Μουσολίνι και κατάπιαν σταδιακά την προσωποκεντρική καμπάνια του Μπερλουσκόνι, με τη φάτσα του σε αφίσες παντού.
Καθώς οι μάζες αποχωρούν ηττημένες από το πεδίο της πολιτικής, υπομένουμε τους επικοινωνιακούς πειραματισμούς των ανθρώπων που ντύνουν και χτενίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους ομοίους του, την ώρα που ο κόσμος της εργασίας έχει επείγοντα προβλήματα να λύσει. Από τα μακαρόνια και το νερό, μέχρι την ασφάλεια στις μετακινήσεις.
Λέμε συχνά ότι «ο λαός θα σώσει τον λαό». Ας σκεφτούμε τις προεκτάσεις αυτής της φράσης. Κανένα πένθος δεν είναι εθνικό. Κάποιοι κλαίνε και κάποιοι ρωτάνε τον διαφημιστή τους τι να φορέσουν για να βγουν στα κανάλια. Τα συμφέροντά μας συγκρούονται.