του Γιάννη Νικολόπουλου

(αναδημοσίευση από το «Κοσμοδρόμιο» με την άδεια του μέσου)

Αν ψάχνετε μια συμβατική και συγκαταβατική νεκρολογία για τον 88χρονο Ρεπουμπλικάνο και πρώην υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ που άφησε χθες τον μάταιο κόσμο μας αφού τον είχε κάνει κατά πολύ χειρότερο τη διάρκεια της μακρόχρονης και πολυτάραχης πολιτικής και επιχειρηματικής του καριέρας, ας τη διαβάσετε κάπου αλλού. Εδώ δεν πρόκειται να τη δείτε.

Ο Ράμσφελντ πέθανε μόλις λίγους μήνες προτού συμπληρωθούν τα πρώτα είκοσι χρόνια από την ημερομηνία που άλλαξε τον κόσμο. Για την ακρίβεια, από την ημερομηνία που έβαλε και αυτός το χεράκι του, προκειμένου να ανατραπούν ισορροπίες ετών στη Μέση Ανατολή, να ξεσπάσει μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια μεταναστευτική κρίση και να ποδηγετηθούν ηγεσίες και καθεστώτα με γνώμονα την επικράτηση των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών, επιχειρηματικών και νεοφιλελεύθερων συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Με ψέματα, διώξεις, επιδρομές, βομβαρδισμούς, χιλιάδες νεκρών και άγρια βασανιστήρια.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2002, έναν ολόκληρο χρόνο αφότου είχε ξεσπάσει ο παγκόσμιος πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας με αφορμή την 11η Σεπτεμβρίου, ο ίδιος ο Ράμσφελντ ενέκρινε με την υπ’ αριθμόν 04030-02 απόφαση του, τη μαζική χρήση βασανιστηρίων σε έως 20 ώρες καθημερινών ανακρίσεων για να αποσπαστούν ομολογίες από τους κρατούμενους και τους φυλακισμένους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Το Αμπού Γκράιμπ ή το Γκουαντάναμο έχουν την υπογραφή του Ράμσφελντ. Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός ή εκτός αμερικανικού εδάφους έχουν τις πλέον πρόσφατες και εκτεταμένες ρίζες τους στο Πεντάγωνο του Ράμσφελντ. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να πούμε ότι ο σημερινός αμερικανικός νεοφασισμός, όπως ξεδιπλώνεται πια στην αχαλίνωτη ακροδεξιά παρακρατική βία στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών έχει γεννηθεί σε μεγάλο βαθμό στο μυαλό, τα χαρτιά και τις επιδιώξεις του Ράμσφελντ. Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ειδικά για το Αμπού Γκράιμπ ήταν και το σημείο καμπής που τον οδήγησε στην ατιμωτική παραίτηση του από το Πεντάγωνο και την εκπαραθύρωση του από τη δεύτερη κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους τζούνιορ, το 2006. Αλλά, ο Ράμφελντ μπορεί να είχε φύγει τότε, όμως η αιματηρή κληρονομιά του συνέχισε να ρίχνει βαριά τη σκιά της, είτε στις μυστικές περιοχές ανακρίσεων του αμερικανικού στρατού είτε στην ακραία βία στα πεδία των μαχών και των επιδρομών.

400243 01: U.S. Secretary of Defense Donald H. Rumsfeld (C) is greeted by BGen. Michael R. Lehnert, Joint Task Force-160 Commander (L) and MGen. Gary D. Speer, Assistant Commander in Chief, U.S. Southern Command (R) on a visit to Camp X-Ray January 27, 2002 at U.S. Naval Base Guantanamo Bay, Cuba. Rumsfeld said that the Taliban and al Qaeda prisoners being held at the base would not be given prisoner-of-war status. (Photo by Joshua S. Higgins/USMC/Getty Images)
O Ντόναλντ Ράσμσφελντ επισκέπτεται το Γκουαντάναμο το 2002

Βέβαια, δεν είναι το μόνο κακό που κληροδότησε αυτός ο άρχων του σκότους στην ανθρωπότητα. Ως υπουργός Άμυνας στην προεδρία του Τζέραλντ Φορντ, ο Ράμσφελντ, φανατικός εχθρός οποιασδήποτε συνεννόησης πρώτα με τη Σοβιετική Ένωση και μετά με τη Ρωσία, υπήρξε ο ουσιαστικός υπονομευτής των διαπραγματεύσεων και των συμφωνιών για τον περιορισμό των στρατηγικών βαλλιστικών όπλων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου, όπως αυτές θα επικυρώνονταν στη συμφωνία SALT II. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έδωσε το πρόσχημα στην αμερικανική Γερουσία να μην εγκρίνει τη συμφωνία που ο ίδιος ο υπουργός Άμυνας, δύο χρόνια νωρίτερα, είχε χαρακτηρίσει “απαράδεκτη υποχώρηση της Αμερικής”, αρνούμενος να την υποστηρίξει δημόσια ως υπουργός της κυβέρνησης που κατά τα άλλα την είχε διαπραγματευτεί με τη Μόσχα.

Η ανοιχτά εχθρική αντιρωσική του στάση επαναλήφθηκε και το 1998, από τη θέση του προέδρου της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής της Γερουσίας για την επικαιροποίηση των “ξεχασμένων” τότε προγραμμάτων με την επονομασία “Πόλεμος των Άστρων”, μια ρεϊγκανική στρατιωτική κληρονομιά που είχε ξανά πρωταρχικό στυλοβάτη και εμπνευστή τον Ράμσφελντ. Τότε, ο Ράμσφελντ είχε συμπεριλάβει τη Ρωσία στα “κράτη-παρίες” από τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδύνευαν να υποστούν ξαφνική και καταστρεπτική πυραυλική επίθεση και είχε εισηγηθεί την “ενίσχυση” της αντιπυραυλικής ασπίδας της Ουάσιγκτον. Λίγο νωρίτερα, τη δεκαετία του 1980, και με πρόεδρο τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Ράμσφελντ από τη θέση του “ουδέτερου” επιχειρηματία ήταν παράλληλα ο άμεσος δίαυλος επικοινωνίας με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, την εποχή που η Ουάσιγκτον εξόπλιζε τον ιρακινό δικτάτορα με χημικά όπλα πρώτα στον πόλεμο εναντίον της Τεχεράνης και μετά στις επιδρομές εναντίον των Κούρδων. Τότε, ο Σαντάμ ήταν ο καλός και πιστός σύμμαχος, μετά έγινε η προσωποποίηση του υπέρτατου και διαβολικού κακού.

Στο ενδιάμεσο αυτής της πολυπράγμονος δημόσιας παρουσίας, ο Ράμσφελντ είχε παίξει με μεγάλη επιτυχία το πολιτικό και επιχειρηματικό παιχνίδι με τις περιστρεφόμενες πόρτες. Καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τριακονταετίας από το 1971 έως το 2001, μπαινόβγαινε πότε στα υπουργικά συμβούλια και πότε σε διάφορες γραφειοκρατικές θέσεις των Ρεπουμπλικάνων, αποσπώντας στα μεσοδιαστήματα θέσεις προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και μέλους διοικητικού συμβουλίου στον αφρό των αμερικανικών εταιρειών, όπως ήταν εκείνες της Kellogg’s, της Motorola, της Gilead Sciences, της General Instrument και της Tribune Company που διέθετε στο χαρτοφυλάκιο της τις εκδόσεις των εφημερίδων Los Angeles Times και Chicago Tribune. Και ως επιχειρηματίας έδειξε τις ικανότητες του στην εξαπάτηση, τη χειραγώγηση και την πλαστογράφηση των στοιχείων, προκειμένου να προωθήσει τα εταιρικά συμφέροντα, ειδικά στον κλάδο του φαρμάκου και της μαζικής κατανάλωσης.

Ως διευθύνων σύμβουλος στη φαρμακευτική εταιρεία GD Searle που παρήγαγε το προσθετικό σε τρόφιμα και ποτά, συνθετικό και γλυκαντικό στοιχείο της ασπαρτάμης, κατάφερε να διοριστεί από την κυβέρνηση Ρέιγκαν ως πρόεδρος του Εθνικού Φορέα Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA),ο Άρθουρ Χάιες. Ο Χάιες, προσωπικός φίλος του Ράμσφελντ και μετά τη θητεία του στον FDA, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων για τη Searle, νόθευσε και πλαστογράφησε, σε μια ψηφοφορία-παρωδία και με μία μόλις ψήφο διαφορά (τη δική του) την έγκριση της ασπαρτάμης για ευρείας κλίμακας χρήση σε αναψυκτικά και τρόφιμα, αν και υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι η ουσία προκαλεί καρκίνους και άλλες βλαβερές συνέπειες στους μακροχρόνιους καταναλωτές. Έπειτα από έρευνες ετών και αντικρουόμενες αποφάσεις ανάμεσα στις καταναλωτικές ενώσεις, το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα περιβαλλοντικών ερευνών και ογκολογίας, Ραμαζίνι της Ιταλίας και εκ νέου τον FDA έχει πλέον αποσαφηνιστεί ότι στην ασπαρτάμη και τη διαρκή και μακρά κατανάλωση της οφείλονται μια αύξηση της τάξης του 42% στην εμφάνιση λευχαιμίας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, ένας κατά 102% υψηλότερος κίνδυνος εμφάνισης μυελώματος στους άνδρες και ένας 31% υψηλότερος κίνδυνος λεμφώματος τύπου μη-Hodgkin ξανά στους άνδρες καταναλωτές. Παρόλα αυτά η ουσία δεν έχει αποσυρθεί από την αγορά και πάνω από 6.000 τρόφιμα και ποτά, κυρίως τα μαζικής κατανάλωσης αναψυκτικά διαίτης, συνεχίζουν να την περιέχουν. Το σκάνδαλο όμως της έγκρισης της ασπαρτάμης έχει και αυτό τη σφραγίδα των παρασκηνιακών πιέσεων και μεθοδεύσεων που εκπορεύονταν από τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.

Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ πέθανε. Οι συνέπειες όμως από την πολιτική και επιχειρηματική του διαδρομή συνεχίζουν να επηρεάζουν, να δηλητηριάζουν και να αποσταθεροποιούν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, από τις ισοπεδωμένες περιοχές και τα ξεχειλισμένα νεκροταφεία του Ιράκ έως τα κύματα προσφύγων της Συρίας και από τους Αμερικανούς στρατιώτες με μετατραυματικό στρες έως τους παχύσαρκους καρκινοπαθείς καταναλωτές της ασπαρτάμης. Ο Ράμσφελντ ήταν ένας από τους τρεις πραγματικούς αρχιτέκτονες ενός δυτικού “άξονα του κακού” μαζί με τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι και τον αναπληρωτή υπουργό Άμυνας, Πολ Γούλφοβιτς που εξαπέλυσε την πλέον μακροχρόνια, αποτυχημένη και τόσο αιματηρή εκστρατεία επιβολής της Αμερικής στη σύγχρονη ιστορία της. Ένας πραγματικός Ρεπουμπλικάνος του κακού μάς άφησε χρόνους. Δε θα λείψει σε κανέναν, πλην των φανατικών ακροδεξιών στο κράτος και τις εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτειών και θα χρειαστεί άγνωστος χρόνος για να επουλωθούν όλες εκείνες οι ανοιχτές και αιμάσσουσες πληγές τις οποίες άνοιξε με τις αποφάσεις του ο εκλιπών πλέον Αμερικανός πολιτικός και επιχειρηματίας.