της Μαρίας Απατζίδη, βουλεύτριας με το ΜέΡΑ 25

Το ποσοστό εμβολιασμένων στην Ελλάδα ακόμη υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 14%. Και για αυτό ευθύνεται κατ’ εξοχήν η στρατηγική της κυβέρνησης που επέλεξε να δακτυλοδείξει με πατερναλιστικές νουθεσίες τους ανεμβολίαστους ως αποδιοπομπαίους τράγους για όλα τα κοινωνικά δεινά, να τους κολλήσει σε πρωθυπουργικό διάγγελμα την ταμπέλα του «ψεκασμένου» και να τους επιβάλει μια τιμωρητική λογική αποκλεισμού. Με αποτέλεσμα κατά μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία οι ανεμβολίαστοι να περιχαρακωθούν περισσότερο και να αποκτήσουν την αίγλη της αντιστασιακής ομάδας. Ενώ το μόνο που χρειαζόταν ήταν η προβολή των επιστημονικών στοιχείων, η δημοκρατική πειθώ και η παροχή δυνατότητας προεμβολιακών ελέγχων, ώστε οι ανεμβολίαστοι να μπορούν να διαπιστώσουν με επιστημονικό τρόπο την επίδραση ή όχι των εμβολίων στην υγεία τους. Κοινωνίες με μεγαλύτερη δημοκρατική διαβούλευση πέτυχαν εκεί που η Ελλάδα του διχαστικού αυταρχισμού έχει οικτρές επιδόσεις.

Ωστόσο, η κυβέρνηση, ενώ απέτυχε στον προσχηματικό σκοπό της, πέτυχε τον βαθύτερο και υποκείμενο: Που ήταν να μετατρέψει τα συστημικά μίντια της λίστας Πέτσα σε αυλοκόλακες της ηγεμονίας της. Να αλλοτριώσει δημοσιογράφους, οι οποίοι εργάζονται σε δυσμενέστατες συνθήκες λόγω του νέου ψηφιακού τοπίου που έχει αλλάξει τα δεδομένα και της εργασιακής επισφάλειας του κλάδου. Και να αναγκάσει βάναυσα μία μεγάλη μερίδα εξ αυτών, οι οποίοι εργάζονται για τα συστημικά μίντια, να πρέπει εξαρχής να προδώσουν το λειτούργημά τους, αν θέλουν να το εξασκήσουν. Υπάρχουν, βεβαίως, και οι λαμπρές εξαιρέσεις δημοσιογράφων που αντιστέκονται, επιλέγοντας με αυταπάρνηση τα ελάχιστα μη συστημικά μίντια, ώστε να υπηρετήσουν ευσυνείδητα το δημοσιογραφικό τους καθήκον. Αλλά, δυστυχώς, αυτοί είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει την κανονικότητα. Και η κανονικότητα επί Μητσοτάκης Α.Ε. είναι θάνατος (στο Αιγαίο όπου επαναπροωθούνται οι πρόσφυγες και μετανάστες), φόνος (από ένοπλα αστυνομικά σώματα με «λυμένα» τα χέρια), βία (στις διαδηλώσεις όσων διαμαρτύρονται), δολοφονίες χαρακτήρων (όσων δημοσίων προσώπων τολμούν να αντισταθούν).

Τις τελευταίες ημέρες είχαμε δυστυχώς την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την αλληλοσύνδεση όλων αυτών των μορφών θανάτου στις οποίες μας έχει εθίσει η κυβέρνηση. Η Ολλανδή δημοσιογράφος IngeborgBeugel έθιξε στη συνέντευξη τύπου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ολλανδό ομόλογό του MarkRutteένα θέμα που όλη η Ευρώπη το έχει τούμπανο και οι Έλληνες ακροδεξιοί κρυφό καμάρι: Τις παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο. Πρόκειται για ένα ζήτημα πουδεν είναι εμμονή Ελλήνων αριστεριστών, αλλά έχει αναδειχθεί επανειλημμένως από το ρεπορτάζ διεθνών Μ.Μ.Ε., όπως ακόμη και το γερμανικό περιοδικό DerSpiegel, ενώ τη διερεύνηση των καταγγελιών έχει ζητήσει θεσμικώς και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση με διακύβευμα το ίδιο το γεγονός αν και πώς θα συνεχιστούν να ρέουν τα σχετικά κονδύλια στη χώρα μας. Βεβαίως για τα συστημικά ελληνικά μίντια τα διεθνή μέσα είναι «το σπίτι μας η Ευρώπη» ως προς το νεοφιλελεύθερο φαντασιακό και ταυτοχρόνως «ανθέλληνες που μας επιβουλεύονται», αν ασκούν κριτική στην ελληνική κυβέρνηση.

Αρχηγέτης αυτής της πανικόβλητης αντίφασης υπήρξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος σε μία παραδρομή της γλώσσας αποκάλυψε την αλήθεια. Είπε ότι «καταλαβαίνει ότι στην Ολλανδία υπάρχει μία κουλτούρα να θέτουν οι δημοσιογράφοι ευθείες ερωτήσεις», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί μία ομολογία ότι το αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα: Η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει μία κουλτούρα να φιμώνονται οι ευθείες ερωτήσεις και οι δημοσιογράφοι να παρέχουν μία προστατευτική φούσκα μέσα στην οποία οι κυβερνητικοί πολιτικοί θα αυτοδοξάζονται με αυταρέσκεια. Η Ολλανδή δημοσιογράφος προκάλεσε μία σπάνια στιγμή ανάδυσης της αλήθειας, έστω και εμμέσως διατυπωμένης, από αυτές που πολύ σπάνια βλέπουμε στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό.

Βεβαίως, ο πρωθυπουργός έκανε ένα σόου εθνικιστικής πυγμής από αυτά με τα οποία ελπίζει ότι συσπειρώνει το ακροατήριό του μεταξύ άκρας δεξιάς και ακραίου κέντρου. Ωστόσο, υποφέροντας ταυτόχρονα από μία ανεξέλεγκτη ναρκισσιστική κατάρρευση, υπέπεσε σε μία σειρά σοβαρών θεσμικών ατοπημάτων. Αναφέρθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου με την έκφραση «δεν θα έρχεστε σε αυτό το κτήριο να με προσβάλλετε», σαν να είναι ατομική ή πατρογονική του ιδιοκτησία το κτήριο όπου θεσμικώς διαμένει ο εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός. Έχοντας εθίσει τους συστημικούς δημοσιογράφους να συμπεριφέρονται ως αυλοκόλακες, είναι αναμενόμενο ο πρωθυπουργός να έχει παρεξηγήσει και τον δικό του ρόλο και να χρησιμοποιεί ένα πολιτικό λεξιλόγιο που προσιδιάζει περισσότερο στην κληρονομική μοναρχία και όχι στη δημοκρατία. Και βεβαίως χρειάζεται η υπόμνηση ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι δημοσιογράφοι ελέγχουν τους πολιτικούς και οι πολιτικοί απαντούν. Στα αυταρχικά πολιτεύματα είναι που οι πολιτικοί ελέγχουν τους δημοσιογράφους και οι δημοσιογράφοι αναγκάζονται να απολογηθούν. Και δυστυχώς η Ελλάδα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη συγκαταλέγεται στα δεύτερα, συγκρινόμενη στην έλλειψη ελευθεροτυπίας μόνο με την Ουγγαρία του ViktorOrbán.

Η κριτική, η οποία είναι όχι μόνο δικαίωμα αλλά μάλλον υποχρέωση του δημοσιογράφου, θεωρείται ως «προσβολή». Και μάλιστα όχι μόνο προσβολή στο άτομο του «οικοδεσπότη» πρωθυπουργού, αλλά σε σύνολο τον ελληνικό λαό. Πρόκειται για μία σύγχυση ηγέτη και λαού, που θα μας θύμιζε ανάλογες ρήσεις του Λουδοβίκου ΙΔ΄ του πάλαι ποτέ γαλλικού απολυταρχισμού, τις βλέπουμε όμως να επαναβιώνουν με κωμικοτραγικό τρόπο στη σύγχρονη Ελλάδα της Μητσοτάκης Α.Ε. Η τραγική διάσταση, βεβαίως, έγκειται στην πραγματική προσβολή προς τον ελληνικό λαό, που δεν είναι το να ασκείται κριτική σε μία εγκληματική κυβερνητική απόφαση, αλλά η ίδια η κυβερνητική απόφαση, δηλαδή το να οδηγούνται σε κίνδυνο θανάτου πραγματικοί άνθρωποι στο Αιγαίο στο όνομα της ασφάλειας του ελληνικού έθνους. Γιατί αυτό είναι εντέλει που πραγματικά μας προσβάλλει ως Έλληνες. Και όχι ο αγγελιοφόρος του γεγονότος.

Δυστυχώς, όμως, η λίστα Πέτσα έχει οδηγήσει σε αλλαγή παραδείγματος την ελληνική δημοσιογραφία. Αν το μοντέλο στο οποίο είχαμε μάθει ήταν τα Μ.Μ.Ε. να πληρώνονται από τους παραλήπτες τους για να ελέγχουν την εξουσία,με αφορμή την πανδημία μεταβαίνουμε σε ένα άλλο μοντέλο όπου τα Μ.Μ.Ε. πληρώνονται από την εξουσία για να κάνουν δολοφονία χαρακτήρων σε όσους την ενοχλούν. Το σουπεράκι «και λίγα της είπε» σε συστημικό κανάλι, αναφερόμενο στην απάντηση πρωθυπουργού σε δημοσιογράφο παραπέμπει στα παραπάνω που «παρέλειψε» να πει ο ηγεμόνας, τα είπαν όμως οι αυλικοί δημοσιογράφοι τις επόμενες ημέρες. Δεν πρέπει βεβαίως να αναπαραγάγουμε τη δολοφονία χαρακτήρα που υπέστηη IngeborgBeugel, γιατί έτσι θα λειτουργούσαμε υπέρ του συστήματος. Οφείλουμε, όμως, να βγάλουμε ένα δίδαγμα για τα συγκοινωνούντα δοχεία του ρατσισμού. Όπως ήταν αναμενόμενο, σύμφωνα με την κοινοτοπία του κακού,η δολοφονία χαρακτήρα εμπεριείχε κάθε μορφή ρατσισμού: Σεξιστικό προς το γυναικείο φύλο της, καθαυτό ρατσιστικό προς τους πρόσφυγες και μετανάστες που προσπαθούσε να βοηθήσει, ακόμη και απροκάλυπτα ηλικιστικό ως προς την ηλικία της και σπισιστικό σε σχέση με τη φιλοζωία της. Δείχνοντας ότι δύσκολα ένα είδος ρατσισμού θα μείνει μόνο του χωρίς να συνεπιφέρει και όλα τα υπόλοιπα.

Και, δυστυχώς, η συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι καθόλου μεμονωμένη, καθώς η δολοφονία χαρακτήρων είναι το πάγιο νέο «καθήκον» του συστημικού δημοσιογράφου, όπως η επίθεση με γκλομπ, ασπίδα, δακρυγόνα, χημικά (ενίοτε ακόμη και με περίστροφα) είναι το αποτρόπαιο «καθήκον» που αποδίδεται στην κατασταλτική αστυνομία. Στο ΜέΡΑ25, ένα αντισυστημικό κόμμα της ελάσσονος πλην πραγματικής αντιπολίτευσης, έχουμε συνηθίσει όχι μόνο να υποεκπροσωπούμαστε στα Μ.Μ.Ε., αλλά και να δεχόμαστε τη διπλή βία του συστήματος: Χτυπήματα από αστυνομικούς σε στελέχη και βουλευτέςμας και ταυτόχρονα δολοφονίες χαρακτήρων από τους δημοσιογράφους, που επιχειρούν να παγιδεύσουν πολιτικούς μας και να τους παραδώσουν στην ενορχηστρωμένη διαπόμπευση. Την ίδια ώρα που απαξιούν να αναφέρουν ή και να αναγνώσουν ακόμη και τις πιο άρτιες νομοτεχνικά αντιπροτάσεις και τροπολογίες μας.

Ωστόσο, αυτή η στρατηγική της κυβέρνησης δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιείται κρατικό χρήμα, χρήμα του Έλληνα φορολογουμένου, ώστε να διαφθαρούν συνειδήσεις δημοσιογράφων, οι οποίοι ενίοτε υπό την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης, ωθούνται να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητες και το ταλέντο τους στην κατεύθυνση της υποβάθμισης της δημοκρατίας. Αναλογίζεται κανείς με πικρία όλοι αυτοί οι νυν συστημικοί δημοσιογράφοι πόσα θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει στη δημοκρατία, αν η κυβέρνηση δεν είχε επιλέξει να τους διαφθείρει και αλλοτριώσει υπό το πρόσχημα της πανδημίας. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Ήδη η ναρκισιστική κατάρρευση του πρωθυπουργού ενώπιον της Ολλανδής δημοσιογράφου ήταν μία στιγμή που φάνηκε ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» και αρκεί μια ελάχιστη όχληση για να αποκαλυφθεί ως κακομαθημένος γόνος. Πολύ περισσότερο όταν συνεπείᾳ των πολιτικών της κυβέρνησης φτάσουμε στο σημείο όπου μία κρίσιμη μάζα ανθρώπων δεν θα μπορούν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ρεύματος λόγω της ακρίβειας ή να αγοράσουν τα προς το ζην από το σούπερ μάρκετ τότε η «Μπλε Τιβί» δεν θα μπορεί άλλο να σκεπάζει τη «μαύρη ζωή», κατά την έκφραση του συνθήματος. Και οι δημοσιογράφοι που έχουν ωθηθεί στην αλλοτρίωση για να επιβιώσουν θα εγκαταλείψουν το καράβι που θα βουλιάζει. Εν όψει αυτής της στιγμής της κατάρρευσης, που δεν θα είναι μόνο επικοινωνιακή, όπως τώρα, χρειάζεται όσοι δημοσιογράφοι ακόμη αντιστέκονται να μιλούν με τη φωνή της αλήθειας και του ελέγχου της εξουσίας, ώστε αυτό το δημοσιογραφικό δικαίωμα μαζί και καθήκον να μην εκλείψει.