της Μαριάνας Τσίχλη

Γραμματέα της Λαϊκής Εντότητας – Ανυπότακτη Αριστερά

«Η Ελλάδα σε εκείνη την περίοδο χρειαζόταν πολιτικούς που ήταν σκληροί πάνω σε ένα σχέδιο και μία τακτική και όχι απλώς να είναι σκληροί χωρίς σχέδιο. Η διαφορά μετά τον κ. Βαρουφάκη, είναι ότι εγώ, μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα και όλη τη διαπραγματευτική ομάδα φτιάξαμε μια στρατηγική. [..] Αυτό νομίζω που εκτίμησε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι πως όταν συμφωνούσαμε κάτι, αυτό γινόταν».

Ακριβώς αυτή η αντίληψη που εξέφρασε ο Ευκλ. Τσακαλώτος σε πρόσφατη συνέντευξή του, η επίμονη δηλαδή υποστήριξη της μνημονιακής πολιτικής, παρά τα δεδομένα πλέον κοινωνικά της αποτελέσματα, αλλά και τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό που διαμόρφωσε, αποτυπώνει και την διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Νέας Αριστεράς και της ενωτικής πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά.

Η «στρατηγική» για την οποία μιλάει ο κος Τσακαλώτος, είναι η υπογραφή όλων των μέτρων που απαίτησαν οι δανειστές, με την μορφή του τρίτου μνημονίου. Μέτρων που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων:

  • τις δεσμεύσεις για τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060, που οδήγησαν στην εφαρμογή ακόμα σκληρότερων μέτρων λιτότητας, για να αποπληρώνεται ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, που εκτοξεύθηκε για να διασωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες
  • την ίδρυση του Υπερταμείου υπό τον έλεγχο των δανειστών, τη μεταφορά σε αυτό της δημόσιας περιουσίας, χωρίς καν εκτίμηση της αξίας της και την εκτόξευση των ιδιωτικοποιήσεων από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015 – 2019
  • την ίδρυση της ΑΑΔΕ, μέσω της οποίας ο φορολογικός μηχανισμός τέθηκε ουσιαστικά υπό την διαχείριση των δανειστών
  • την εκ νέου ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με κόστος δισεκατομμυρίων, τα οποία προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος, την διαχείριση των κόκκινων δανείων μέσω της μεταβίβασής τους στα αρπακτικά των funds, το χρηματιστήριο ενέργειας, το σπάσιμο και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ

«Και εγώ μπορεί να είμαι σκληρός, και εγώ μπορεί να φτιάξω το αριστερό μου προφίλ, αλλά είχα μία ευθύνη στον ελληνικό λαό να βρεθεί ένας συμβιβασμός και να μην καταρρεύσει η χώρα. Γιατί αν μας έδιωχναν από το ευρώ και υπήρχε υποτίμηση, θα μειωνόταν το εισόδημα του ελληνικού λαού 24% επιπλέον από το 24% που είχε ήδη μειωθεί» συνεχίζει ο πρώην υπουργός, ανασύροντας τα ίδια επιχειρήματα που αναπαράγονταν από τους «Μένουμε Ευρώπη» πριν το δημοψήφισμα.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι εξωπραγματικός. Όπως είχε αναδειχθεί σε μελέτες όλης εκείνης της περιόδου, η μείωση της αγοραστικής δύναμης, ως αποτέλεσμα μιας υποτίμησης, θα ήταν αναλογικά πολύ μικρότερη, αν λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα, δεν θα ήταν άμεση και θα εκτεινόταν σε ένα βάθος χρόνου με τάση να αμβλύνεται.

Π.χ. μία υποτίμηση της τάξης του 30% ενδεχόμενα θα είχε σαν αποτέλεσμα 8% εισαγόμενο πληθωρισμό την πρώτη χρονιά, 6% την δεύτερη και λιγότερο από 4% την τρίτη. Η υποτίμηση θα είχε μικρότερες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στην αγοραστική δύναμη, αφού για πολλές κατηγορίες προϊόντων τα οποία παράγονται στην Ελλάδα, όπως τρόφιμα, τρέχοντα καταναλωτικά αγαθά κ.λπ., θα υπήρχε υποκατάσταση των εισαγωγών από τις εξαγωγές. Τελικά, τα αποτελέσματα μιας υποτίμησης θα επιβάρυναν κατά κύριο λόγο τα ανώτατα και ανώτερα στρώματα, που είχαν ταυτιστεί με το μοντέλο κατανάλωσης των εύπορων στρωμάτων της Δ. Ευρώπης, το οποίο ήταν απλησίαστο για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας στην Ελλάδα των μνημονίων (και παραμένει απλησίαστο μέχρι και σήμερα).

Ακόμα, ο ισχυρισμός αυτός αποκρύπτει κάτι που αποτελεί κοινή παραδοχή μεταξύ όλων όσων συμμετείχαν στη συζήτηση για την Ελλάδα σε όλη την μνημονιακή περίοδο, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο ιδεολογικός τους προσανατολισμός και πώς τοποθετούνταν στη μεγάλη σύγκρουση που κορυφώθηκε το 2015. Το γεγονός ότι, η, με κάθε κόστος, παραμονή στην ευρωζώνη, ήταν μια επιλογή που οδηγούσε στην εσωτερική υποτίμηση ως μοναδικό μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και εκ των πραγμάτων μετατόπιζε το σύνολο του βάρους της κρίσης στα πιο αδύναμα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης συνέβαλαν στον τεραπλασιασμό της ανεργίας με τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, στη μείωση κατά 1/5 της απασχόλησης και στη φτωχοποίηση της κοινωνίας. Η ωμή πραγματικότητα για την κοινωνική καταστροφή των μνημονίων, είναι ότι πριν την εφαρμογή τους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είχε φτάσει στο 72% της Γερμανίας. Το 2022, μετά από 14 χρόνια μνημονιακής πολιτικής, είχε υποχωρήσει στο 40 %.

Όλα αυτά δεν είναι μια «παλιά ιστορία». Ακόμα και σήμερα, 14 χρόνια μετά την έναρξη της μνημονιακής πολιτικής, το πραγματικό εργατικό κόστος είναι κατά 28,5% χαμηλότερο από το 2008 και η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση κατά 18,5%, ενώ, για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, είναι ακόμα μεγαλύτερες οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης και της μείωσης των μισθών. Το πραγματικό ΑΕΠ παραμένει μειωμένο κατά 20% σε σχέση με το 2008, η απασχόληση κατά 11% και οι πραγματικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 50%. Έτσι, οι επιπτώσεις που επικαλείται ως φόβητρο ο κ. Τσακαλώτος, έχουν ήδη επέλθει από τις μνημονιακές πολιτικές. Η Ελλάδα, μετά το επίσημο τέλος των μνημονίων, έχει μια ακόμα πιο ασταθή οικονομία, με μεγάλη υποχώρηση της παραγωγικής της βάσης, με μονοκαλλιέργεια σχεδόν στον τουρισμό και στις υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Με ξένες επενδύσεις που κατευθύνονται συντριπτικά στο real estate και σε μια νέα φούσκα χωρίς καμία πραγματική βάση, που δημιουργεί συνολικότερους κινδύνους, αλλά και άμεσα, τεράστια προβλήματα όπως το απαγορευτικό κόστος στέγασης. Έχει παγιωμένα αντεργατικά και αντικοινωνικά μέτρα, ιδιωτικοποιημένες κρίσιμες υποδομές που οδηγούν σε τεράστια κόστη για την πλειοψηφία της κοινωνίας – όπως η ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ – ή ακόμα και σε τραγωδίες – όπως το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Το κόστος που είχε στον πολιτικό συσχετισμό η μνημονιακή προσαρμογή του τότε ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των προσώπων που κατέλαβαν κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση έδωσε ελπίδα στην πλειοψηφία ενός λαού που, τελικά, τον Ιούλιο του 2015, επέλεξε την αξιοπρέπεια, παρά την τρομοκρατία των κυρίαρχων μηχανισμών. Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην απογοήτευση, στην επικράτηση της άποψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική και έστρωσε το δρόμο για τον χειρότερο πολιτικό συσχετισμό της μεταπολίτευσης, που εκφράστηκε στην πρώτη τετραετία Μητσοτάκη και σφραγίστηκε στις εκλογικές μάχες του 2023. Το μπλοκ της δεξιάς κατέστη κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή, ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αποδιαρθρώθηκε, η αριστερά συνολικά υποχώρησε. Η ακροδεξιά και ο ανορθολογισμός ενισχύθηκαν με πρωτοφανή τρόπο.

Η σημερινή πραγματικότητα της τρομακτικής διεύρυνσης της ανισότητας, αλλά και του εντεινόμενου αυταρχισμού και της θωράκισης του πολιτικού συστήματος, χτίστηκε πάνω στα θεμέλια της κυβέρνησης του 2015 – 2019. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό από τους μηχανισμούς, αλλά και τα πρόσωπα που εξέφρασαν τις στρατηγικές της ολιγαρχίας την περίοδο της πολιτικής σύγκρουσης που κορυφώθηκε το 2015 στην Ελλάδα. Για αυτό και ο Σόιμπλε επαινεί τους πρωταγωνιστές του τρίτου μνημονίου και της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ισχύει φυσικά και το αντίστροφο. Έτσι, από την άλλη, επιτίθεται στον Γιάνη Βαρουφάκη. Όχι για το ύφος και την αισθητική του. Αλλά γιατί, εκείνο τον Ιούλιο, μαζί με δεκάδες άλλους και άλλες, που εγκατέλειψαν υπουργικές και βουλευτικές θέσεις, αρνήθηκε να συμπράξει στη συνέχεια της μνημονιακής λεηλασίας της χώρας και στην πλήρη παλινόρθωση της στρατηγικής των κυρίαρχων.

Είναι εντυπωσιακό το πώς, όσοι πρωταγωνίστησαν στην στροφή του 2015 δεν νιώθουν καμία ανάγκη αυτοκριτικής. Όχι για να αποδείξουν ότι είναι «σκληροί αριστεροί». Αλλά για να αναλογιστούν τι πήγε λάθος και η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άφησε καμένη γη για τους πολλούς, δεξιά στροφή του πολιτικού σκηνικού, αλλά και οδήγησε σε τεράστια ανάκαμψη της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων. Για αυτά τα αποτελέσματα, τα θεμέλια μπήκαν από την «στρατηγική» που επικαλείται σήμερα ο κ. Τσακαλώτος. Έτσι, η συζήτηση για την περίοδο εκείνη, δεν αφορά στο παρελθόν, αλλά στο παρόν και το μέλλον. Γιατί χωρίς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει καμία απάντηση για τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, ούτε να διεκδικηθεί η απαλλαγή από την πολιτική που σήμερα εφαρμόζεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.