Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό  Fortune, ο Γ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η Ελλάδα «χρειάζεται απεγνωσμένα την προσέλκυση ξένων επενδύσεων», ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, κάνοντας έμμεση αναφορά στις ιδιωτικοποιήσεις που «έχουν μείνει πίσω» και πρέπει να ολοκληρωθούν.

Υποστήριξε ότι το υψηλό χρέος, το «επενδυτικό κενό» και το brain drain, αποτελούν προβλήματα που θα επιμείνουν για αρκετά χρόνια ως κληρονομιά της κρίσης, παρότι έχει υπάρξει πρόοδος στα δημοσιονομικά, το τραπεζικό σύστημα, αλλά και την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, η Ελλάδα δεν έχει αφήσει πίσω της τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, και για τον λόγο αυτό «οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να ακολουθήσουμε τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους μας».

Αναφερόμενος στους  λόγους που η Ελλάδα οδηγήθηκε σε μακρά περίοδο επιβολής μνημονίων, ο κεντρικός τραπεζίτης επανέλαβε με έμμεσο τρόπο ότι ξοδεύαμε περισσότερα από όσα μας επιτρέπονταν, ενώ επισήμανε πως δεν πρέπει να γυρίσουμε σε εκείνες τις εποχές. «Πρέπει να είμαστε πλέον ιδιαίτερα προσεκτικοί. Το πρόβλημα μας ήταν πως τα έξοδα μας ξεπερνούσαν τα έσοδα μας. Κάποια στιγμή, κατά το παρελθόν, είχαμε έλλειμμα του ετήσιου προϋπολογισμού που έφτανε στο 50% του ΑΕΠ. Καταλαβαίνετε, ότι πρόκειται για ιδιαίτερα υψηλό νούμερο. Αυτό σημαίνει πως κανείς δεν έδινε σημασία στη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που δεν πρέπει ποτέ από εδώ και πέρα να επιστρέψουμε σε μια τέτοια κατάσταση».

Ερωτηθείς για τα όσα βίωσαν οι Έλληνες κατά την περίοδο των μνημονίων, ο Γ. Στουρνάρας συσχέτισε τα τελευταία χρόνια με τις δεκαετίες του 1920 και 1930, επισημαίνοντας πως όσοι έμειναν στη χώρα είδαν το εισόδημα τους να συρρικνώνεται κατά 25%. «Εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Αυτοί που έμειναν είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται περισσότερο από 25%. Αυτό είναι πολύ, πολύ σοβαρό και θυμίζει την Μεγάλη Υφεση των ΗΠΑ τις δεκαετίες 1920 και 1930, ενώ διήρκησε περισσότερο στην Ελλάδα. Γι αυτό και αποτελεί ένα μάθημα που ποτέ δεν θα ξεχάσουμε».