του Κωνσταντίνου Πουλή
Σκίτσο του Δημήτρη Δημαρέλου
Η εκπρόσωπος των κυβερνητικών εταίρων Μαρίνα Χρυσοβελώνη είπε ότι «Οι πολίτες μέσα από τις πορείες και τις διαδηλώσεις στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα στους δανειστές που επιχειρούν να μας επιβάλλουν μέτρα λιτότητας». Συγνώμη που την αντιμετωπίζω ως συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν φταίω εγώ. Το ίδιο εξάλλου συμβαίνει με το Τμήμα Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Χαιρετίζει την απεργιακή κινητοποίηση προσποιούμενο ότι είναι με το μέρος των αγωνιζόμενων εργαζομένων. Σε αυτή την περίπτωση όμως υπάρχει ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: τι ακριβώς κάνεις στην καρέκλα που κατέλαβες; Πώς αντιλαμβάνεσαι δηλαδή την ευθύνη ενός δημόσιου αξιώματος, αν πιστεύεις ότι η ευθύνη που σου αναλογεί είναι τόσο λίγη, ώστε να θεωρείς ότι οι διαμαρτυρίες στρέφονται εναντίον του αφεντικού σου; Είναι σαν τον περίεργο που παραπονείται ότι δεν του αρέσει η μουσική της αναμονής στην τηλεφωνική του εταιρεία και ο υπάλληλος απαντά τυποποιημένα «Έχετε δίκιο, αλλά δεν το αποφασίζω εγώ αυτό, κύριε». Και αυτό συμβαδίζει με την πραγματική θέση του υπαλλήλου στην ιεραρχία της εταιρείας. Όταν όμως αναλαμβάνεις τη διακυβέρνηση μιας χώρας, αυτό το επιχείρημα δεν εφαρμόζεται. Γιατί; Διότι στη συνείδηση του κόσμου ενσαρκώνεις (αφελώς κατά την άποψή μου, αλλά τις ενσαρκώνεις) τις ελπίδες για μια αλλαγή πλεύσης. Όταν μετά ο κόσμος αυτός που σε πίστεψε ρωτά τι συνέβη, είναι τρομερά υποτιμητικό για σένα και για την Αριστερά που ασεβώς επικαλείσαι να παίρνεις τη θέση του υπαλλήλου που λέει «Δεν επιλέγω εγώ τη μουσική, κύριε». Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι εύλογο να θέσει κανείς το ερώτημα τι θα έπρεπε να κάνει αυτή η κυβέρνηση. Ιδού λοιπόν η ιστορία του δεκαοκτάχρονου μουσικού.
Μετά από πραξικόπημα, ένας πρώην πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Βενεζουέλας έγινε πρωθυπουργός. Ο Τσάβες συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε μια στρατιωτική βάση. Την ώρα που ετοιμαζόταν η παρουσίαση του νέου προέδρου ως νίκη της δημοκρατίας στη Βενεζουέλα, ένας στρατηγός μίλησε στην μπάντα του στρατού και ενημέρωσε τους μουσικούς ότι πρέπει να παίξουν τον εθνικό ύμνο, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν αρνήθηκαν, ο στρατηγός στράφηκε σε έναν δεκαοκτάχρονο σαλπιγκτή και τον διέταξε να παίξει. Αυτός απάντησε ότι ξέρει μόνο έναν πρόεδρο, και αυτός είναι ο Ούγκο Τσάβες. Ο στρατηγός εξοργίζεται και επιμένει, και τότε ο σαλπιγκτής τού λέει: «Φαίνεται ότι ξέρετε καλά να παίζετε τη σάλπιγγα. Ορίστε! Παίξτε!»
Την πρώτη φορά που διάβασα αυτή την ιστορία θυμήθηκα τον διάλογο του Άμλετ με τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντερστερν:
Πάρε το φλάουτο, παίξε.
Κύριε μου, δεν μπορώ.
Σε παρακαλώ.
Δεν μπορώ.
Είναι πιο απλό κι απ’ το να λες ψέματα.
Δεν ξέρω να το κρατάω, δεν ξέρω πώς προφέρεται ένας φθόγγος αρμονίας. Είμαι αδέξιος.
Και νόμιζες πως μ’ εμένα θα έπαιζες ευκολότερα από αυτό το φλάουτο;
Εξηγούμαι χωρίς αλληγορίες: οι αγορές δεν χορεύουν. Παίζεις τον ζουρνά και γελάνε μαζί σου. Έκανες και το λάθος να πεις την ανόητη ατάκα που κάθε εχέφρων άνθρωπος καταλάβαινε ότι θα την πλήρωνες πολύ ακριβά, όπως κάθε τζάμπα μαγκιά. Τουλάχιστον μπορείς μετά να μη γίνεις ο διασκεδαστής τους. Λες αυτό τον σκοπό ξέρω, πάρε τη σάλπιγγα και παίξε μόνος σου. Εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει φορέσει και τα γιορτινά του, έβαλε καθαρή ποδίτσα και παίζει τον Ζορμπά για να τους διασκεδάσει, όπως όταν ο Ρωχάμης έβαλε (λέει ο θρύλος) την ορχήστρα να παίξει το «ασ’ τον τρελό στην τρέλα του» εικοσιπέντε φορές.
Είναι μια επικοινωνιακή στρατηγική εύλογη, με βάση όσα έχουν προηγηθεί. Θέλεις να είσαι στην εξουσία. Δεν είχες τη δύναμη ούτε το σθένος να ασκήσεις την πολιτική σου και θέλησες να παραμείνεις στην εξουσία, γιατί είναι ωραία. Μετά ο μοναδικός μονόδρομος είναι αυτός της υποκρισίας. Επιστρατεύονται όλα τα πιθανά και απίθανα επιχειρήματα προκειμένου να πεις ότι έχει νόημα να ασκείς εσύ αυτή την πολιτική και ότι ο πραγματικός εχθρός είναι κάποιος άλλος. Δεν είναι άλλος. Είναι κάθε άνθρωπος, πολιτικός, πολίτης, γείτονας και ψηφοφόρος, που επέτρεψε με τη στάση του να προχωρήσει αυτή η πολιτική. Όποιος μάλιστα ωφελήθηκε από αυτήν, λαμβάνοντας αξιώματα και χρήματα, είναι απολύτως συνένοχος. Οι άνθρωποι που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να το ξεχνούν αυτό, αλλά καλό είναι να μην το ξεχνούμε εμείς: όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις επικαλούνταν την ίδια απροθυμία και οδύνη κατά την επιβολή των μέτρων. Όλοι οι πολιτικοί που χειρίστηκαν την κρίση, το έκαναν με πόνο ψυχής. Για να είμαι ειλικρινής, δεν αμφιβάλλω, ως ένα βαθμό. Φαντάζομαι πως το γεγονός ότι από κει που ο κόσμος σου έσφιγγε το χέρι ξαφνικά σε γιαουρτώνει δεν είναι ευχάριστο. Αλλά δεν με νοιάζει. Αυτό που χρειάζεται να γίνει κατανοητό ως απάντηση στην κυβερνητική προπαγάνδα που μας μιλάει για τα αγαθά αισθήματα των πολιτικών που αναγκάζονται να εφαρμόσουν μέτρα που δεν τους αρέσουν είναι πολύ απλά ότι δεν μας νοιάζει! Ισχύει ό,τι ισχύει γενικά για τις ανθρώπινες σχέσεις. Κρινόμαστε γι’ αυτά που κάνουμε, όχι γι’ αυτά που νιώθουμε καθώς τα κάνουμε.
Αν θέλει κανείς να σέβεται τον εαυτό του, κάνει αυτό που έκανε ο δεκαοκτάχρονος μουσικός. Λέει, πάρε τη σάλπιγγα και παίξε. Δεν μπορείς να τον υποχρεώσεις να υποδεχτεί τον πραξικοπηματία με τιμές προέδρου. Και επειδή δεν μπορείς να κυβερνάς χωρίς τους πολίτες, αυτή η στάση είναι η ελπίδα σου για να μην εφαρμοστεί αυτό που απεχθάνεσαι. Διαφορετικά, ούτε βγάζεις ανακοινώσεις ούτε κοροϊδεύεις τους ανθρώπους που είναι στον δρόμο. Παίρνεις θαρραλέα το μέρος των δανειστών όπως οι ήρωές σου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Άδωνις Γεωργιάδης. Λες ότι δεν θέλεις να σου κλέψει τη δόξα ο Τόμσεν και για πρώτη φορά γεύεσαι την αληθινή αντιστοιχία λόγων-έργων. Γιατί αλλιώς, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Εμείς, που μάθαμε τόσο πειθήνια να χορεύουμε όπως μας βαρούν, ας διδαχτούμε από τον δεκαοχτάχρονο που αρνήθηκε να παίξει τη σάλπιγγα και την έδωσε στον στρατηγό. Πάει να πει, με τα λόγια του Σολζενίτσιν, ας θριαμβεύει το κακό και το ψέμα, αλλά όχι με τη δική μου βοήθεια.