«Κάθε πρωϊ ξυπνάω στη λάθος πλευρά του Καπιταλισμού…»
Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, τρομαγμένος, λουσμένος από έναν αναθεματισμένο κρύο ιδρώτα, που δεν λέει να με στεγνώσει. Δίπλα, ξαπλωμένη μια πλούσια γκάμα με παυσίπονα και ηρεμιστικά βότανα. Η μόνη πλούσια που βρέθηκε ποτέ στο κρεββάτι μου. Η γκάμα των αντικαταθλιπτικών! Η χαρά της βαλεριάνας, θα αστειευτώ…Ποια είναι αυτή; Είναι ωραία; Και γιατί χαίρεται άραγε; Πώς μπορεί εκείνη να χαίρεται; Όμως παραιτούμαι από τη σκέψη μιας γκόμενας που θα μπορούσαν να την έλεγαν Βαλεριάνα, όσο κι αν, στιγμιαία, τη φαντάζομαι με μεγάλα βυζιά.
Οι θόρυβοι απ’ έξω με αναστατώνουν. Η καρδιά μου χτυπάει ξέφρενα, εξαγριωμένα, με επιμονή. Ίσως είναι η μόνη από αυτό που θα ονόμαζα «εμένα», που έχει τόση επιμονή. Κοιμάμαι για λίγο. Είκοσι λεπτά. Δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά. Είκοσι λεπτά. Η μέρα χωρίζεται σε σπασμένα δεκάλεπτα. Η νύχτα σπάει σε εικοσάλεπτα κέρματα. Μια σειρήνα της αστυνομίας με ξυπνάει. Έξαφνα! Δείγμα πως οι σύντροφοι μου ξέχασαν να μου φράξουν τ’ αυτιά. Ύστερα, θυμάμαι πως δεν με λένε Οδυσσέα. Γι’ αυτό, ίσως, δεν έχω συντρόφους. Το κορμί μου εμποτίζεται στο φυτικό εκχύλισμα του φόβου μου. Τον ιδρώτα που στεγνώνει το μέσα μου σ’ ένα μακό μπλουζάκι. Τον κρύο ιδρώτα μου! Το φυτικό εκχύλισμα του φόβου μου, που διατίθεται αποκλειστικά από το τηλεμάρκετινγκ της ζωής μου. Οι θόρυβοι απ’ έξω με αναστατώνουν. Κι’ ύστερα πάλι τα ίδια. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται! Σαν ένας χρυσαυγίτικος μαίανδρος που κάνει γύρω-γύρω και μου σφίγγει τη ψυχή.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην αναπνοή μου, αλλά το στομάχι μου είναι στριμμένο σαν μια παράξενη μοχθηρή γριά που σκίζει την μπάλα των πιτσιρικάδων. Μια μπάλα από ναυτία που παίζει κλοτσοσκούφι στο στομάχι μου.
Τώρα πια, ειδικά τέτοιες ώρες, όλα έχουν εξαρθρωθεί. Οι σπείρες, οι «τρομοκράτες», το μυαλό μου. Η κοινωνία. Τα πήρε η μπάλα! Τα αντικείμενα λυγίζουν σουρεαλιστικά σαν ρολόγια του Νταλί. Το «είναι» μου λυγίζει στο βάρος του!
Κλαίω ήσυχα, προσπαθώντας να μην ξυπνήσω κανέναν. Ώσπου κλαίω ανεξέλεγκτα, μέσα μου, εκτός μου, δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί. Γιατί;
Ίσως να είναι η ενοχή που βαραίνει απ’ το νόημα της ζωής μου που χάθηκε.
Σε σένα δεν ντρέπομαι να το πω: για μένα, η «ψυχική υγεία» κακώς λέγεται έτσι. Μερικές φορές μου ακούγεται σαν γειτονιά. Κάπου ανάμεσα στο Ψυχικό και στο Υγεία. Μένω μακριά. Το ξέρω πως μένω μακριά και τέτοια ώρα δεν υπάρχει συγκοινωνία που να σε πηγαίνει εκεί.
Μια ψυχική ασθένεια, μπορεί να είναι μια από τις πιο φυσικές εμπειρίες που μπορεί να συμβούν σ’ έναν άνθρωπο. Με μια παράδοξη πρωτοτυπία: αν και οι αιτίες είναι πάντα συναισθηματικές, διανοητικές, οι επιπτώσεις αφορούν όλο το σώμα. Είναι στιγμές που σκέφτομαι πως το μυαλό μου κατοικεί στο στομάχι. Ή μήπως στο στήθος;
Κάπως έτσι, δεν τα κατάφερα να αποφύγω την κατάθλιψη. Δεν μπόρεσα να την παραχώσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ίσως αρχικά και μην ήθελα να την καταπολεμήσω. Ποιός θα μπορούσε, άλλωστε, να κερδίσει μια μάχη ενάντια στο μυαλό του;
Ψυχική κατάρρευση. Πιθανόν δεν είναι ένας όρος ιατρικά ορθός. Αλλά είναι ο μόνος επαρκής όρος που μπορεί να περιγράψει πως ένοιωσα στα χρόνια του Μνημονίου. Αρκετές φορές είχα τάσεις αυτοκτονίας και άλλες τόσες αποφάσισα να αυτοκτονήσω ως το τέλος του μήνα.
Ξέρεις, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, πάνω από 450 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, έχουν κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας. Στην πατρίδα μας, ένας στους τρεις πάσχει από μια –τουλάχιστον- ψυχική διαταραχή. Αυτό είναι το 1/3 του πληθυσμού. Κι΄όμως, η ψυχική υγεία είναι κάτι που οι περισσότεροι από μας δεν καταλαβαίνουν. Δεν μιλάμε γι’ αυτό. Απλά, ελπίζουμε ότι το ψυχικό «κακό» δεν θα συμβεί σε μας. Ή το κάνουμε κουτσομπολιό στις στήλες λαϊκής ψυχολογίας του ίντερνετ και των free press περιοδικών.
Όταν αγνοούμε το γεγονός ότι η ψυχική υγεία μας αφορά όλους, η ετικέτα «φοριέται» μόνο σε όσους αγωνίζονται γι’ αυτήν. Η καλή ψυχική υγεία γίνεται ένα πράγμα κάπως αόρατο: τα αίτια της- που θα μπορούσαν να συναρτώνται με συναισθηματικά, κοινωνικά ή υλικά πλεονεκτήματα και προνόμια- μένουν αδιερεύνητα.
Το 1901, ο Seebohm Rowntree, απέδειξε ότι η φτώχεια δεν ήταν σφάλμα των φτωχών, αλλά από τότε μέχρι σήμερα οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν κατορθώσει να εξαλείψουν, σχεδόν, αυτή την ιδέα.
Καθώς η ανισότητα αυξάνεται, κάτω από την καπιταλιστική κυριαρχία, οι άνθρωποι οδηγούνται στη φτώχεια, σε σχέσεις εξάρτησης ή κατάχρησης ουσιών και σε συνθήκες ανημπόριας, ενώ οι ελεύθερη αγορά μας απαντά σαρκαστικά: το αξίζατε! Καλά να πάθετε! «Όλοι μαζί τα φάγαμε!». Κανείς, μας λένε, που προσπαθεί αρκετά σκληρά δεν χρειάζεται την κρατική-κοινωνική υποστήριξη. Αυτή, είναι μόνο για τους κάθε είδους ανάπηρους και αν!
Κάπως έτσι, η ανεργία που δεν τελειώνει ποτέ, σε σπρώχνει πίσω στους γονείς, σε οδηγεί να εγκαταλείψεις μία σύντροφο, να παλεύεις για την ταυτότητα του φύλου σου, να λείπεις από την παρέα των φίλων σου. Σε βαφτίζει απελπισμένο. Είναι μια νέα ταυτότητα αυτή: απελπισμένος τάδε, του τάδε και της δείνα. Επάγγελμα: άνεργος. Αριθμός μητρώου ανεργίας: διάλεξε μόνος σου έναν από το ένα έως το ενάμιση εκατομμύριο.
Φοβάμαι πως ανάλογες είναι οι εμπειρίες που έχουν βιώσει πολλοί άνθρωποι και αρκετοί άλλοι έχουν υποστεί πολύ χειρότερα. Σήμερα, ξέρω πια ότι αυτά τα γεγονότα μπορεί να είναι οι καταλύτες για την αποκάλυψη πολύ βαθύτερων ζητημάτων, πέρα από την ενοχοποίηση του εαυτού μας. Αλλά, όποιες κι αν ήταν οι αιτίες, όποιες κι αν ήταν οι προσωπικές ανακαλύψεις που μου χαρίστηκαν μέσα απ’ αυτή τη διαδρομή, δεν μπορώ παρά να νοιώθω σήμερα ότι έχω συντριβεί.
Σιγά-σιγά, έπαψα να είμαι σε θέση να λειτουργώ κανονικά. Τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσα ούτε να ακούσω. Ήμουν τόσο παγιδευμένος στη δική μου δυστυχία, που οι φωνές των άλλων έφταναν σε μένα από μιαν απόσταση και ήταν μονάχα αόριστα κατανοητές. Πόσο πολύ είχαν ξεμακρύνει οι άλλοι!
Σταμάτησα να τρώω. Έκανα συνεχώς εμετό, χωρίς να έχω τι να «βγάλω» από μέσα μου. Ο ύπνος μου προκαλούσε έντονο φόβο. Κυρίως γιατί θα έπρεπε πάλι να ξυπνήσω. Λες και δεν άξιζε τον κόπο να κοιμηθείς για μια ώρα και μετά να υποστείς τη δυστυχία του να ξυπνήσεις. Δεν μπορούσα να διαβάσω ή ν’ ακούσω μουσική, ενώ οι λέξεις έμοιαζαν να επιπλέουν σε ένα ανούσιο πέλαγος. Οι ήχοι μου προκαλούσαν έντονο συναισθηματικό πόνο. Ακόμη και το να γράψω μου ήταν αδύνατο. Αντί να κάνω οτιδήποτε άλλο, σκεφτόμουν μανιωδώς, συνεχώς! Σκεφτόμουν! Σκεφτόμουν! Κατοικούσα σε έναν απομονωμένο, φανταστικό κόσμο, λες και είχα γίνει πάλι 15 χρονών. Τα προηγούμενα 10 χρόνια της ζωής μου, μια περίοδος μεγάλης προσωπικής ανάπτυξης, δημιουργικότητας, σχέσεων, ανακάλυψης της ταυτότητας μου, ξαφνικά διαγράφτηκαν απ’ το μυαλό μου.
Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, διερευνώντας τα θέματα της κοινωνικής και προσωπικής αλλαγής, έπεσαν στην αντίληψη μου κάποια άρθρα που αναζητούσαν τη σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και πολιτικής. Η ψυχική υγεία δεν είναι ένα μυστήριο, ούτε είναι κάτι που αφορά σε άλλους ανθρώπους. Η ψυχική υγεία είναι μια υπόθεση τόσο ατομική όσο και –κυρίως- πολιτική/δομική.
Η καταδίκη στη σιωπή –η χειρότερη μορφή καταστολής- και ο κοινωνικός στιγματισμός γύρω από την ψυχική υγεία, είναι σίγουρα σκόπιμος. Είναι θεσμική η άρνηση να μιλήσουμε για τον συναισθηματικό αντίκτυπο των κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών. Είναι μια αστική σύμβαση που υπογράφουμε, ένας μικροαστικός όρκος σιωπής! Είναι ένα συστημικό προαπαιτούμενο για να σε παίξουν στο παιχνίδι. Πιστεύουμε ότι κάποιοι άνθρωποι παθαίνουν κατάθλιψη ή νοσούν από κάποια ψύχωση, λόγω κάποιας χημικής ανισορροπίας ή εξ’ αιτίας προσωπικών και μεμονωμένων τραυματικών εμπειριών. Είναι απλά αδύναμοι χαρακτήρες ή ίσως και να υποκρίνονται.
Δεν μιλάμε για τη λιτότητα, τη φτώχεια, τη δαιμονοποίηση των ανέργων, την αποξένωση και την αλλοτρίωση, τις πολιτικές δηλαδή που κινούνται με γνώμονα τον στιγματισμό των λιγότερο ευνοημένων ανθρώπων, αλλά απορούμε απλά γιατί είμαστε δυστυχισμένοι.
Και βέβαια, φυσικά και αισθάνεται κανείς σκατά, όταν η μόνη εργασία που –ίσως- μπορεί να βρει είναι μερικά τετράωρα την εβδομάδα και μάλιστα με το ένα τρίτο του μισθού, ενώ είναι υποχρεωμένος να ζει σε ένα κουτί-δωμάτιο.
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αρνηθούν αυτά τα μειονεκτήματα του συστήματος, οι μεγάλες εταιρείες, τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικές ελίτ, συνωμοτούν για να προβάλλουν μιαν αντεστραμμένη πραγματικότητα. Τα προνόμια τους, λένε, είναι δικαιολογημένα και εύλογα: οι ψυχικά ασθενείς είναι κάτι σαν ξεφούσκωτα πετσιά, που τραβούν τις ψυχικές κουρτίνες τους και τεμπελιάζουν στο κρεββάτι όλη μέρα, ενώ οι περισσότεροι ασθενείς χρησιμοποιούν την ασθένεια τους σαν ένα πρόσχημα για να περνάνε καλά. Με λίγα λόγια: η κατάθλιψη, όπως και η φτώχεια, είναι προσωπική επιλογή!
Είναι ντροπή μας -σαν κοινωνία- ότι «τσιμπήσαμε» στον προτεστάντικο μύθο για «τις σκληρά εργαζόμενες οικογένειες» που πιστεύουν ότι η ατυχία πηγάζει από την έλλειψη σκληρής δουλειάς, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν τις κλωτσιές που ρίχνουν αδιάντροπα τους λιγότερο εύπορους.
Σήμερα, μπορώ να δω ότι η ψυχική μου κατάρρευση ήταν ένας εκτοπισμός. Μια εξορία. Μια αβάσταχτη δυσφορία. Ωστόσο οι επισκέψεις στα γραφεία εύρεσης εργασίας ή στην Πρόνοια θα μείνουν χαραγμένες στο μυαλό μου. Όλο αυτό είναι η επιτομή του κοινωνικού λάθους! Ουρές εξαθλιωμένων, στερημένων, ανθρώπων με σκισμένα παπούτσια. Γυναίκες που αγωνίζονταν διπλά. Ταλαιπωρία, απογοητευμένοι εργαζόμενοι με μια βαριεστημένη συγκατάβαση στο βλέμμα, αποθαρρυμένοι έφηβοι. Και η τραγική γραφειοκρατία να πρέπει να πείσεις ένα πρόσωπο που κάθεται πίσω από έναν γκισέ πως…αξίζει να φας και αυτόν τον μήνα! Πως αξίζει να υπάρχεις ακόμη για μερικές μέρες!
Πρόκειται για μια πολιτική στην οποία η δυνατότητα για εργασία, ίσως και μόνον η εργασία, είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να «αξίζει τον κόπο». Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού και των Μνημονίων ήταν να ανακηρύξουν την «εργασία» – κοπιαστική ή όχι ή ακόμη και αναξιοπρεπή- ως αδιαμφισβήτητο δημόσιο αγαθό στη θέση της κοινότητας, της συμπόνιας ή της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Συναντάς τον άλλο και η πρώτη σου κουβέντα δεν είναι να τον ρωτήσεις «τι γίνεται», αν είναι καλά, αλλά αν παίζει καμιά δουλειά!
Κάτω απ’ αυτό το καθεστώς, η ψυχική υγεία είναι απλά μια οικονομική λειτουργία. Τα στοιχεία στην πατρίδα μας, δείχνουν ότι μόνο ένα 13% των καταθλιπτικών ασθενών έχει λάβει κάποιας μορφής θεραπεία, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι, δυστυχώς, η κατάθλιψη υποθεραπεύεται, όπως προφανώς και οι υπόλοιπες ψυχικές παθήσεις. Είναι τέτοια η ενοχή που μας έχουν επιβάλλει να νοιώθουμε, ώστε όχι μόνο δεν θεωρούμε την κατάθλιψη ως πολιτικό πρόβλημα, αλλά ως ατομική μας μαλακία που είναι άξια τιμωρίας!
Εδώ όμως πρέπει να θέσουμε ακόμη ένα ζήτημα. Ενώ από την μια πλευρά, οι θεραπευτικές συνεδρίες, ομαδικές ή ατομικές, είναι -τις πιο πολλές φορές- πραγματικά βοηθητικές, από την άλλη μπορεί να λειτουργούν ως διαδικασίες απο-πολιτικοποίησης της ψυχικής οδύνης, του πόνου, αλλά και της ίδιας της ψυχικής ασθένειας. «Δεν φταίει ο κόσμος, φταίει η λαθεμένη οπτική σου γι’ αυτόν», θα σου πουν. Η πολιτική, ακόμη και με την ευρύτερη έννοια του όρου, αποκλείεται από το δωμάτιο της θεραπείας. Στη θεραπεία, όπως και στην νεοεφιλελεύθερη ιδεολογία, η οικογένεια γίνεται-είναι το πρόβλημα. Αδιαφορούμε ή αγνοούμε τα πραγματικά αίτια μέσω των οποίων η δομική καπιταλιστική καταπίεση και κυριαρχία, παράγει δυστυχία. Γιατί η οικογένεια μπορεί πράγματι να γίνεται δυσλειτουργική και βλαπτική για την ψυχική υγεία των μελών της, αλλά αυτό συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο.
Με τα κοινωνικά υποκατάστατα της φαρμακευτικής αγωγής και της ψυχοθεραπείας, επιχειρείται -αρκετά συχνά- η συντήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας, ενώ ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις και η παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία αποφεύγουν ή και διαλύουν τη συλλογική ενσυναίσθηση που θα μπορούσε –εκτός των άλλων- να υπονομεύσει την κυριαρχία τους.
Η σύγχρονη μαγεία των αντικαταθλιπτικών και της ψυχοθεραπείας που επιχειρεί να συμπληρώσει το υπαρξιακό κενό των ά-σχετων μοναχικών υπάρξεων. Στο σύγχρονο μεσαίωνα ο καπιταλισμός βρήκε τρόπο να πουλήσει τα μαντζούνια των μαγισσών.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι, για δεκαετίες ολόκληρες, οι κυρίαρχες ελίτ επεδίωξαν να είμαστε τόσο ακριβώς ασθενείς/υγιείς, όσο να μπορούμε να εργαζόμαστε μεν, αλλά να μην αντιδρούμε δε.
Ύστερα απ’ όλη αυτήν την τραυματική εμπειρία, βάζω με το «ψυχικά άρρωστο» μυαλό μου, ότι μέσα από ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, τόσο στον τρόπο της διακυβέρνησης, όσο και στον τρόπο που σχετιζόμαστε ο ένας με τον άλλο, θα μπορούσε να προκύψει μια πιο ικανοποιητική ζωή. Μια ζωή ψυχικά υγιής.
Η ψυχική ασθένεια δηλαδή, ως απουσία σθένους να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος τον Καπιταλισμό, είναι ουσιαστικά πολιτική νόσος και ως τέτοια, μπορεί να έχει πολιτική θεραπεία. Την άρση της εξοντωτικής μνημονιακής-καπιταλιστικής βαρβαρότητας και των συνεπειών της.
Ακούγεται ίσως κάπως αστείο, ίσως και να είναι εναπομένον δείγμα της ψυχικής μου διαταραχής, αλλά είναι βαθιά αντικαταθλιπτική η προσδοκία ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς στην πατρίδα μας θα μπορέσουν επιτέλους να λειτουργήσουν ψυχοθεραπευτικά για την κοινωνία μας. Ίσως αυτό, να είναι και η μεγαλύτερη ευθύνη τους!
Ένας τυχαίος πρώην ψυχικά ασθενής
Και για την αντιγραφή
Αντώνης Ανδρουλιδάκης