«Είναι κάτι που δεν μου συμβαίνει για πρώτη φορά, ούτε συμβαίνει μόνο με αφορμή αυτήν την υπόθεση. Ποια είναι η διαφορά όμως: Ότι αυτήν την φορά έγιναν συνδυαστικά πολλά πράγματα μαζί, ίσως και άλλα που δεν έπεσαν στην αντίληψή μου. Αυτά ξεκίνησαν περίπου μετά το Πάσχα. Το δημοσίευμα το πρώτο που κάναμε με την Ελίζα Τριανταφύλλου είναι στις 11 Απριλίου. Μετά καναμε άλλο ένα δημοσίευμα πριν το Πάσχα και το πρώτο περιστατικό που πέφτει στην αντίληψή μας είναι όταν συναντιόμαστε με τον Θανάση Κουκάκη σε μία καφετέρια του Νέου Ψυχικού και υπάρχει ένας φωτογράφος που κάθεται απέναντι και πιστεύουμε ότι μας φωτογραφίζει. Δεν είμαστε όμως εντελώς σίγουροι, μέχρι το σημείο που μου στέλνουν τις φωτογραφίες και αποδεικνύεται ότι αυτές οι υποψίες μας ήταν πραγματικές. Δεν δίνω μεγάλη σημασία σε αυτό, μέχρι το σημείο που στο τέλος εκείνου του μήνα περπατάω στο κέντρο της Αθήνας και βλέπω έναν άνθρωπο να με ακολουθεί κάπως άτεχνα από πίσω. Τις προηγούμενες μέρες να πω ότι είχα δει και άλλους ανθρώπους να με ακολουθούν στο μετρό, αλλά όταν έκανα το κλασικό που κάναμε και παλιότερα, άλλαζα απότομα διαδρομή, ο άνθρωπος αυτός, προφανώς πιο έμπειρος, σταματούσε να με ακολουθεί. Πάω λοιπόν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο άνθρωπος αυτός με ακολουθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μπαίνω σε ένα κατάστημα, ο άνθρωπος αυτός κοντοστέκεται έξω από το κατάστημα. Τότε καταλαβαίνω ότι είναι για μένα, οπότε αποφασίζω, να το πω λαϊκά, “να τον αρπάξω”. Τον άρπαξα γύρω στο ταχυδρομείο της Καρνεάδου, αυτός το έβαλε στα πόδια και έτρεξε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Πήγαινα σε ένα ραντεβού που έπρεπε να πάω μόνος μου» περιέγραψε αρχικά ο Τάσος Τέλλογλου, μιλώντας για δύο από τα αρκετά περιστατικά που έπεσαν στην αντίληψή του τους προηγούμενους μήνες

Περιστατικά που κατέγραψε σε άρθρο του στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα.

«Ενα μεσημέρι έτυχε να τρώω με την κόρη μου, που ζει στη Γερμανία και πήρα μπροστά της κάποιον αξιωματούχο των Υπηρεσιών Ασφαλείας. Του λέω ότι “κοίταξε να δεις, αυτό που κάνετε δεν γίνεται με αυτόν τον τρόπο”. Ο άνθρωπος αυτός, αντί να με στείλει στο διάολο μου είπε ότι “δεν είμαι εγώ, είναι κάποια άλλη Υπηρεσία”» ανέφερε επίσης, ενώ συνέχισε εξιστορώντας και επόμενα περιστατικά.

«Το τελευταίο που συνέβη, ήταν μετά από όταν ξέσπασε η υπόθεση Ανδρουλάκη, που έδωσε στο ρεπορτάζ μας ένα εθνικό ακροατήριο. Θεωρούσα εγώ ότι η μεγάλη πρεμούρα τους, να μάθουν με ποιον μιλάμε, τους είχε περάσει. Μέχρι που, στις 16 Αυγούστου, πηγαίνω σε ένα κτίριο γραφείων κάπου στη Βόρεια Αθήνα, για να δω αν υπάρχει μια εταιρεία. Εκεί έχω κλειστό το τηλέφωνο, το αφήνω για να τραβήξω ένα λογότυπο μιας εταιρείας που με ενδιέφερε. Το ίδιο απόγευμα παίρνω ένα τηλέφωνο από κάποιον που δεν θα έπρεπε να το ξέρει, ο οποίος με ρώταγε αν ήμουν σε αυτήν τη διεύθυνση το πρωί. Γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουν metadata από τη φωτογραφία, τα οποία καταχωρούνται σε κάποιο σύστημα και κοινοποιούνται. Αυτό το πράγμα δεν το κάνει το predator, το κάνει το νέο σύστημα νόμιμης συνακρόασης».

Η παρακολούθηση αυτή, πρόσθεσε, φαίνεται να αφορούσε και άλλους δημοσιογράφους που ερευνούσαν το σκάνδαλο. «Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες που είχα, που νομίζω ότι είναι ασφαλείς, με τον ίδιο τρόπο προσπάθησαν να παρακολουθήσουν και συναδέρφους. Προσπαθούσαν να δουν αν τα τηλέφωνά μας,, της Ελίζας Τριανταφύλλου, του Θοδωρή Χονδρόγιαννου, του Θανάση Κουκάκη και το δικό μου, ήταν στο ίδιο εύρος κεραίας και ποιας κεραίας, μαζί με περίπου 50-60 πηγές που θα μπορούσαν να μας μιλάνε. Κι από εκεί έβγαζαν το συμπέρασμα ότι μιλάμε.»

«Το ερώτημα είναι αν το ανακάλυψα εγώ, ή αν ήθελαν να το ανακαλύψω»

«Αυτό που θέλω να αναδείξω είναι ότι δεν διατρέχουμε εμείς τόσο τον κίνδυνο, όσο οι πηγές με τις οποίες μιλάμε και συναντιόμαστε. Καταστρέφεται η βάση πάνω στην οποία δουλεύουμε» τόνισε. «Δημοσιογράφους οι Υπηρεσίες Ασφαλείας δεν παρακολουθούν μόνο στην Ελλάδα, παρακολουθούν σε όλες τις δυτικές και στις ανατολικές. Αλλά τέτοιος ανοιχτός τρόπος, συσσωρευμένος, πυκνός σε χρόνο, πολύ σπάνια μου χει τύχει. Ένας απόστρατος της αστυνομίας που είπε “κοίταξε στο πάρκινγκ σου”. Εγώ παρκάρω το αυτοκινητό μου στο Παγκράτι και κάνω όλες τις δουλειές μου στο κέντρο με τα πόδια. Πράγματι πάω στον άνθρωπο στο πάρκινγκ, τον ρωτάω αν έγινε κάτι που δεν μου έχει πει. Αυτός κοίταξε κάτι στο πάτωμα και μου είπε ότι ήρθε ένας κύριος  από την Αστυνομία και ζητούσε να πάει στο αυτοκίνητό σου. Το πιθανότερο είναι ότι σου κολλάνε κάτι για να παρακολουθούν πού πηγαίνεις».

Συμπλήρωσε πως «είχα αποφασίσει να μην τα κοινοποιήσω αυτά, γιατί μπορεί κάποιος να πει ότι “καλά ρε φίλε τώρα αποφάσισες να τα πεις;”. Υπήρχε λοιπόν ένα θέμα. Αν τα κοινοποιήσεις αυτά, οι πηγές έχουν πολλούς λόγους να μην σε συναντήσουν. Εάν θεωρήσεις ότι έχεις περάσει το νερό και ότι θα σε συναντήσουν παρά την κοινοποίηση, τότε τα κοινοποιείς. Έκανα λοιπόν αυτήν τη στάθμιση αυτούς τους μήνες κι αποφάσισα, τώρα που ήταν μια διεθνή διάσκεψη για την Ελευθερία του Τύπου στην Ευρώπη, στη Γερμανία από το Ίδρυμα Μπελ, να γράψω αυτό το άρθρο».

Σε επόμενο σημείο της συνέντευξη, αναφερόμενος στο αν επρόκειτο για προσπάθεια εκφοβισμού του, κατά τη διάρκεια της έρευνας, απάντησε πως «υπάρχει μια λεπτομέρεια εδώ, ψυχολογική, που είναι επίσης σημαντική. Το ερώτημα είναι αν το ανακάλυψα εγώ, ή ήθελαν να το ανακαλύψω. Κι αυτήν τη στιγμή που σας μιλάω δεν είμαι εντελώς σίγουρος».

Ενώ σχολίασε και την αποσιώπηση του σκανδάλου από τα ΜΜΕ, αλλά και την αδυναμία της αντιπολίτευσης να αναγνωρίσει το πλήρες ζήτημα. «Είναι εμφανές ότι, τουλάχιστον από τις 11 Απριλίου και μπορω να πω και πιο πριν, από τις 7 Ιανουαρίου όταν η Ε.Τριανταφύλλου δημοσίευσε την έκθεση της Meta, τα μέγαλα μέσα ενημέρωσης, για κάποιον λόγο, δεν θέλουν να ασχοληθούν με αυτό το πράγμα. Επίσης, η ΕΣΗΕΑ αλλά, όπως έγραψα έμμεσα, ακόμα και η Βουλή, έχουν δυσκολία να αναγνωρίσουν το πρόβλημα.  Διότι όταν σε παίρνει ένας βουλευτής που συμμετέχει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και από την ανοιχτή γραμμή σε ρωτάει τις λεπτομέρειες για το spyware, σημαίνει ότι δεν έχει καταλάβει τι του γίνεται. Υπό αυτήν την έννοια μιλάω για μοναξιά. Είναι λίγοι άνθρωποι που μπορείς να μιλήσεις γι αυτό. Κι αυτό εξηγεί την απαξία για το ζήτημα, πολλοί άνθρωποι και δεν ασχολούνται και κυρώις δεν το καταλαβαίνουν, μέχρι να συμβεί στους ίδιους».

«Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η κορυφή του παγόβουνου. Το παγόβουνο για παράδειγμα, έχει και μέλη της κυβερνώσας παράταξης που υπέστησαν την ίδια αντιμετώπιση , που παρακολουθούνται»

Παρά το γεγονός ότι το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων έχει αναδειχθεί δημοσίως εδώ και αρκετούς μήνες, ενώ η Εξεταστική Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της, με την αντιπολίτευση να καταγγέλλει συνεχώς συγκάλυψη, ο δημοσιογράφος τόνισε πως «αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η κορυφή του παγόβουνου».

Ανέφερε μάλιστα πως «το παγόβουνο για παράδειγμα, έχει και μέλη της κυβερνώσας παράταξης που υπέστησαν την ίδια αντιμετώπιση , που παρακολουθούνται. Πιθανολογώ ότι το γνωρίζουν, το πιθανότερο είναι ότι το γνωρίζουν».

Αποκάλυψε επίσης ότι έχει μιλήσει με παρακολουθούμενους, τα ονόματα των οπίων δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας. «Πολλοί από τους παρακολουθούμενους, γιατί εμείς μιλήσαμε με κάποιους από τους παρακολουθούμενους, ανθρώπους που ξέρετε και ανθρώπους που δεν ξέρετε, αντιμετωπίζαν και το κομμάτι που θα λέγαμε “intimidation”, τρομοκράτηση ή εκφοβισμό. Δηλαδή ότι “κοίτα, στο κάνω αυτό και στο λέω ότι στο κάνω”. Αν ρωτήσεις έναν οποιοδήποτε άνθρωπο σε τέτοια υπηρεσία στον κόσμο που κάνει αυτή τη δουλειά, θα σου πει ότι “ένα πράγμα δεν πρέπει να κάνεις, να το λες δημόσια”. Αυτοί όμως είχαν φτάσει στο σημείο να λένε ότι το κάνουν σε αυτούς που το κάνουν».

Σχολίασε μάλιστα πως «εχει φοβερή δύναμη όταν φωνάζεις καποιον ο οποίος έχει κάτι να κρύψει και του λες ότι “κοίτα, χθες το βράδυ είπες αυτό, πρόσεξε μην το ξαναπείς”.

«Ορισμένοι από αυτούς τους ιδιώτες παζαρεύανε κιόλας, πολύ εντατικά και με περισσότερα του ενός κόμματα στη Βουλή, να μην κληθούν στην Εξεταστική»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και το σχόλιο του Τάσου Τέλλογλου σχετικά με παράγοντες που ευνοούν την απόπειρα συγκάλυψης και περιορισμού του σκανδαλου. «Είναι πολλοί οι λόγοι» σημείωσε και στη συνέχεια ανέφερε:

«Πρώτα από όλα γιατί στις 5 του μηνός, όταν ξέσπασε αυτή η ιστορία, η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν γρήγορη και επίσης η κυβέρνηση είχε την τύχη να φεύγει η χώρα στις 15ήμερες διακοπές. Δεύτερον, από την πλευρά της εταιρείας γίνανε μία σειρά από ενέργειες, που θα διαβάσετε στο inside story τις επόμενες μέρες, που έκρυψαν την εταιρεία στην ουσία. Τρίτον, δόθηκε η εντολή να εξαφανιστούν οι ιδιώτες, ο κ.Μπίτζιος με τον κ.Λαβράνο, από προσώπου γης. Και εξαφανίστηκαν οι ιδιώτες όπως είδατε, δεν εμφανίστηκαν πουθενά, κάποιοι πήγαν και στο εξωτερικό. Τέταρτον, όπως έχουμε γράψει, εμφανίστηκαν να έχουν πωληθεί μετοχές του κ.Μπίτζιου στην Intelexa προχρονολογημένα, στις 18/12/2020. Αυτό έγινε την προηγούμενη μέρα των παραιτήσεων. Όλα αυτά έπαιξαν έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Νομίζω ότι το τελευταίο που έπαιξε ρόλο ήταν ότι η αντιπολίτευση δεν ήταν έτοιμη, δεν είχε καταλάβει το πρόβλημα στη συνθετότητά του. Να σας πω ένα παράδειγμα: Οι ιδιώτες αναφέρονταν πολύ δειλά από την αντιπολίτευση. Όταν εμείς λέγαμε ότι ιδιώτες κάνανε αυτήν τη δουλειά, ήμασταν σταγόνα στον ωκεανό. Ο πρώτος που μίλησε, είπε τα πράγματα με το όνομά τους στη Βουλή, το πε μία φορά και μετά δεν ξαναμίλησε, ήταν ο Βελόπουλος. Στη συνέχεια άρχισε να μπαίνει αυτό το θέμα να μπαίνει στην Επιτροπή στις αρχές Σεπτεμβρίου. Δηλαδή από την παραίτηση των κυβερνητικών αξιωματούχων μέχρι τη συνεδρίαση της Επιτροπής, το θέμα των ιδιώτων δεν έχει αναδειχθεί. Και ξέρουμε ότι, από το ρεπορτάζ που έχουμε κάνει, ότι ορισμένοι από αυτούς τους ιδιώτες παζαρεύανε κιόλας, πολύ εντατικά και με περισσότερα του ενός κόμματος στη Βουλή, να μην κληθούν καθόλου. Πράγμα το οποίο το πετύχανε χάρη στις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αλλά όλα αυτά παίξανε έναν ρόλο. Υπήρχε επίσης ένα κομμάτι της Αριστεράς που πίστευε ότι οι παρακολουθήσεις δεν μπορούν να γίνονται μόνο από ιδιώτες, αλλά γίνονται από το κράτος. Όταν λέγαμε ότι το πράγμα εδώ είναι πιο πολύπλοκο, μας κοιτάζανε με δυσπιστία. Εμείς εξαιτιας της δουλειάς που είχαμε κάνει το προηγούμενο πεντάμηνο, ήμασταν σίγουροι ότι είχε γίνει έτσι. Νομίζω ότι όλα αυτά έπαιξαν έναν ρόλο».

Παρόλα αυτά, εκτίμησε πως «η συζήτηση δεν τελειώνει στην Επιτροπή της ελληνικής Βουλής, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό και το επόμενο εικοσαήμερο θα δούμε κι άλλες διαστάσεις που κι εμείς τον τελευταίο μήνα τις ανακαλύψαμε».