Βράδυ Πέμπτης, το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει τον «Ορφέα στον Άδη», ένα θεατρικό έργο του Τένεσι Γουίλιαμς, που διαδραματίζεται στη συντηρητική, επαρχιακή αμερικάνικη κοινωνία του ’50. Στο επίκεντρο η Λέιντι (Λυδία Φωτοπούλου), μια γυναίκα μέσης ηλικίας που στη ζωή της νιώθει, όπως αναφέρει 1-2 φορές η ίδια, «το αίμα της να παγώνει»: ο πατέρας της καίγεται ζωντανός σε φωτιά που βάζει η ρατσιστική ΚΚΚ (Κου Κλουξ Κλαν) στο σπίτι του, έπειδη πουλάει παράνομα ουίσκι σε μαύρους. Μετά απ’ αυτό, η κόρη γίνεται σκληρή, κυνική, επιθετική, απρόβλεπτη. Σαν να την καταράστηκαν να μείνει για πάντα ένα ανυπεράσπιστο παιδί που κάθε πρωί που ξυπνάει του δίνουν κι από ένα χαστούκι, έτσι για καλημέρα. Παντρεύεται τον Τζέημπ (Μηνά Χατζησάββα), έναν άντρα που την αηδιάζει, ο οποίος, χωρίς η ίδια να το ξέρει, συμμετείχε στη δολοφονία του πατέρα της. Φινάλε τραγικό, όσο τραγική είναι κι η ζωή της. Η πρωταγωνίστρια πάει να το σκάσει με τον νεαρό μουσικό Βαλ (Ανδρεά Κωνσταντίνου), ο άντρας της την προλαβαίνει και με τη βοήθεια του σερίφη και των λοιπών ανδρών της πόλης, τους περιλούζουν με βενζίνη, τους βάζουν φωτιά και τους καίνε.
Έξοδος από το θέατρο, επιστροφή στην πραγματικότητα. Στη σύγχρονη Ελλάδα, που όλο και περισσότερο σε κάνει να θες να τρέξεις, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να φύγεις μακριά της. «Ο 59χρονος αρτοποιός, ο οποίος κατηγορείτο για άσκηση σωματικής βίας σε βάρος Αιγύπτιου μετανάστη, αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους», αναφέρουν τα τελευταία δημοσιεύματα σχετικά με την υπόθεση βασανισμού μετανάστη από τον εργοδότη του, σε αρτοποιείο της Σαλαμίνας. Το θύμα ξυλοκοπήθηκε μέσα σε ένα στάβλο, αλυσοδέθηκε από το λαιμό και βρεθηκε λιπόθυμο στο δρόμο από περαστικούς. Κατήγγειλε τον εργοδότη του και άλλα τρία άτομα ως υπαίτιους για την κατάστασή του και ο μεν εργοδότης «φέρεται να παραδέχτηκε την πράξη του», ενώ οι άλλοι τρεις «παρουσιάστηκαν και ζήτησαν προθεσμία για να απολογηθούν». Το θύμα, από την άλλη μεριά, μεταφέρθηκε στη διεύθυνση αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη προκειμένου να απελαθεί, εφόσον ζούσε παράνομα στην Ελλάδα.
«Ο περιχαρακωμένος τόπος γνωρίζει καλά πώς να προστατευτεί και πώς να αποβάλλει κάθε επικίνδυνο ‘παράσιτο’…», λέει μέσα από το έργο του ο Τένεσι Γουίλιαμς. Όταν κάποιος αναλαμβάνει να σφουγγαρίσει όλα τα βρωμόνερα της αγοράς εργασίας για να μένει καθαρή μια κοινωνία (όπως κάνουν συνήθως οι μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα και όπως κάνουν, διαχρονικά, όλοι οι οικονομικοί μετανάστες της οικουμένης), παράσιτο δεν τον λες. Άλλο είναι που με προβληματίζει. Αυτό τό «περιχαρακωμένος τόπος»… Λες να μοιάζει η Ελλάδα με τους εφιάλτες του Τένεσι Γουίλιαμς; Να γίνεται σιγά-σιγά ένας υπερφορτωμένος με ρατσισμό, παραλογισμό, βία, τυφλός και άφωνος τόπος, που τιμωρεί το θύμα και επιβραβεύει τον θύτη; «Συγχαρητήρια για τον βιασμό, εύχομαι να περάσετε σύντομα και στις δολοφονίες…». Λες;