του Δημήτρη Τσίρκα
Ο άτυχος κατάδικος, πιθανότατα υπό την επήρεια οπίου, κοιτούσε εκστατικά τον ουρανό ενώ οι εκτελεστές του έκοβαν κομμάτια από τη σάρκα του. Ο Μπατάιγ γράφει, στα “Δάκρυα του Έρωτα” πως: “Αυτή η φωτογραφία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Ποτέ δεν έπαψε να μου προκαλεί εμμονή αυτή η εικόνα του πόνου, την ίδια στιγμή εκστατική και ανυπόφορη… Αυτό που άξαφνα είδα και που με αιχμαλώτισε στην αγωνία – αλλά που την ίδια στιγμή με απάλλαξε απ' αυτή – ήταν η ταυτότητα αυτών των δύο απόλυτων αντιθέτων, η θεϊκή έκσταση και το αντίθετο της, η ακραία φρίκη. Και αυτό είναι το αναπόφευκτο συμπέρασμα μου σε μία ιστορία του ερωτισμού.”
Η συζήτηση που άνοιξε με αφορμή τη δημοσίευση φωτογραφιών των πνιγμένων παιδιών – πρόσφυγες από τη Συρία – πολώνεται ανάμεσα σε δύο άκρα. Από τη μία αυτοί που υποστηρίζουν πως τέτοιες εικόνες πρέπει να γνωστοποιούνται πλατιά στο κοινό αφού μαρτυρούν τη φρίκη του πολέμου και το δράμα των προσφύγων. Γιατί είναι ικανές να σοκάρουν, να ευαισθητοποιήσουν και να κινητοποιήσουν ανθρώπους ώστε να περιοριστούν τέτοιες τραγωδίες στο μέλλον.
Στην αντίπερα όχθη είναι όλοι εκείνοι που επιχειρηματολογούν ότι αυτές οι φωτογραφίες το μόνο που κάνουν είναι να εξοικειώνουν τον κόσμο με τη φρίκη και το θάνατο, να μουδιάζουν και εν τέλει ν' αδρανοποιούν τα αντανακλαστικά του απέναντι σε τέτοια εγκλήματα. Κάνουν λόγο για την ηδονοβλεπτική τάση (σαν και αυτή που θα μπορούσε ν' αποδώσει κάποιος στον Μπατάιγ στο παραπάνω απόσπασμα), καλλιεργημένη από δεκαετίες χολιγουντιανού βομβαρδισμού με εικόνες πόνου, φρίκης και τρόμου, που ελκύει τους θεατές σε τέτοια αποτρόπαια θεάματα. Επισημαίνουν δε την εμπορική εκμετάλλευση αυτών των εικόνων με στόχο τα κέρδη ή λίγα λεπτά δημοσιότητας. Στηλιτεύουν την εντυπωσιοθηρία των σύγχρονων ΜΜΕ και κοινωνικών μέσων που ευτελίζουν το δράμα των προσφύγων ποστάροντας φωτογραφίες νεκρών παιδιών και λίγο μετά selfies, διαφημίσεις ή κοινότοπα σχόλια.
Το ζήτημα κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Σίγουρα αυτές οι εικόνες των άψυχων μικρών παιδιών σόκαραν όσο καμία άλλη που απεικονίζει την τραγική κατάσταση των προσφύγων. Εδώ και καιρό άλλωστε οι Ευρωπαίοι έχουν συνηθίσει σε ειδήσεις με δεκάδες και εκατοντάδες πρόσφυγες να πνίγονται στη Μεσόγειο ή να πεθαίνουν με διάφορους τρόπους προσπαθώντας να περάσουν τα σύνορα, και έχουν εξοικειωθεί με το θέαμα των πτωμάτων που ανασύρονται απ' τη θάλασσα. Παρόλα αυτά καμία μαζική ευαισθησία για το προσφυγικό δεν έχει προκληθεί από τέτοιες εικόνες και η συζήτηση μονοπωλείται σχεδόν αποκλειστικά από συντηρητικά ή και ακροδεξιά μοτίβα (ασφάλεια, “ισλαμική εισβολή”, οικονομική αφαίμαξη κοκ). Η αντίδραση στη θέα των πνιγμένων παιδιών όμως ήταν διαφορετική, όλοι – κυβερνήτες, πολιτικοί, υπεύθυνοι, ανεύθυνοι, ακόμα και ακροδεξιοί έσπευσαν υποκριτικά να εκφράσουν τη θλίψη και τον αποτροπιασμό τους. Αυτή είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα ως “παράπλευρη απώλεια”. Τα παιδιά παραμένουν ακόμα ένα από τα ελάχιστα “ιερά” του δυτικού πολιτισμού που συμβολίζουν την ελπίδα και την αθωότητα, ο θάνατός τους δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποια απ' τις επίσημες αφηγήσεις. Αυτό ανοίγει ένα μικρό παράθυρο για όσους παλεύουν για μία διαφορετική αντιμετώπιση του προσφυγικού θέματος και που αντιδρούν στις πολιτικές “φρούριο” της ΕΕ οι οποίες καταδικάζουν στο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους.
Πόσο όμως μπορεί να κρατήσει η σοκαριστική επίδραση τέτοιων θλιβερών εικόνων; Όπως επιχειρηματολογεί η Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της για τη φωτογραφία, ο πολλαπλασιασμός των εικόνων στις σύγχρονες κοινωνίες έχει διαμορφώσει στους θεατές μία χρόνια ηδονοβλεπτική σχέση όπου το νόημα όλων των γεγονότων τείνει να εξισωθεί. Έτσι μπορούμε να περάσουμε με σχετική ευκολία από την εικόνα των πνιγμένων παιδιών σε αυτή μίας σταρ ή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Ο αντίκτυπος της πρώτης, μέσα στον καταιγισμό εικόνων και πληροφοριών, είναι μικρός και περιορισμένος και το μήνυμα που κομίζει ευτελίζεται και ακυρώνεται.
Είναι όμως έτσι; όντως η κοινωνία του θεάματος έχει υποκαταστήσει κάθε πραγματικότητα και υφίστανται μόνο εικόνες και προσομοιώσεις όπως ανέλυε ο Μποντριγιάρ; Όπου το κάθε τι για ν' αποκτήσει υπόσταση και “αλήθεια” πρέπει να μετατραπεί σε θέαμα, ενώ το νόημα κάθε εικόνας ισοπεδώνεται και όλες (η σταρ και το πνιγμένο παιδί) εξισώνονται μεταξύ τους; Η ίδια η Σόνταγκ υποχωρεί απ' αυτή την ακραία θέση τριάντα χρόνια αργότερα στο βιβλίο της “Αναφορικά με τον πόνο των άλλων”. Υποστηρίζει πως ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι υπερβολικό και στη χειρότερη περίπτωση αφορά έναν σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων στη Δύση που εδώ και δεκαετίες έχουν εξοβελίσει τον πόλεμο, την φρίκη και τη μαζική καταστροφή από τη ζωή τους.
Κάποιοι, και δεν αναφέρομαι εδώ σε φασίστες, θ' αντιδράσουν με αδιαφορία στο θέαμα των πνιγμένων παιδιών, εξοικειωμένοι από τις άπειρες εικόνες πόνου και φρίκης που κατακλύζουν τη μηντιακή πραγματικότητα. Αυτό όμως που ενδεχομένως ενημερώνει αυτή την αντίδραση είναι το αίσθημα αδυναμίας που κατακλύζει τον κόσμο αναφορικά με το προσφυγικό. Η συμπόνια, όπως αναφέρει η Σόνταγκ, είναι ένα ασταθές συναίσθημα, χρειάζεται να μετατραπεί σε δράση και πράξεις. Όταν κάποιος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την τραγωδία που εκτίθεται μπροστά στα μάτια του τότε γρήγορα μπορεί να μετατραπεί σε αδιάφορο, κυνικό και απαθή. Παρόμοιοι λόγοι κρύβονται και πίσω από την αντίδραση όσων βρίσκουν αυτές τις εικόνες αβάσταχτες. Αυτό που πληγώνει περισσότερο δεν είναι τόσο το αποτρόπαιο θέαμα αλλά η ανικανότητα να σταματήσουν το έγκλημα. Ένα βασανιστικό αίσθημα ενοχής αναδεικνύεται.
Εν τέλει η δημοσίευση αυτών των φωτογραφιών δεν συνιστά ούτε βεβήλωση αλλά ούτε και πανάκεια. Σίγουρα η μαζική συμπόνια και η αγανάκτηση που προκάλεσε, βραχυκύκλωσε πρόσκαιρα την αφήγηση των Ευρωπαίων κυβερνητών ως προς το προσφυγικό και τον εγκληματικό τρόπο που το διαχειρίζονται. Αδρανοποίησε για λίγο την ακροδεξιά ρητορική περί “επικίνδυνων εισβολέων” και ανέδειξε την ανθρώπινη διάσταση του ζητήματος. Αυτό δημιουργεί κάποια ρήγματα στον κυρίαρχο λόγο και διευκολύνει το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αν όμως δεν μετατραπεί σε δράση για την αλλαγή πολιτικής με απτά αποτελέσματα, η επίδραση τέτοιων εικόνων γρήγορα θα εξανεμιστεί. Οι επόμενες (γιατί δυστυχώς θα υπάρξουν και άλλα τέτοια τραγικά περιστατικά) θα περνάνε μηχανικά μπροστά απ' τις οθόνες μας, μετατρεπόμενες σε αδιάφορο κομμάτι της καθημερινότητας μας.