Κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μία φωτογραφία του Διονύση Σαββόπουλου να χαιρετά περίπου στρατιωτικά τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Φοίβος Δεληβοριάς για να αποχαιρετήσει το Μίκη Θεοδωράκη πρώτα έγραψε ένα μικρό σημείωμα και μετά έφτιαξε μία μουσική λίστα είκοσι περίπου ωρών με τα πιο αγαπημένα του κομμάτια του Μίκη. Ο σκοπός μου δεν είναι να απονείμω ψόγους και επαίνους, όπως κάνει καθημερινά με τόσο φανατισμό το διαδίκτυο. Όμως θέλω να σκεφτούμε αυτές τις δύο αντιδράσεις ως μέρος του συνολικού φαινομένου που ήταν για τη χώρα μας και τον πολιτισμό της ο Μίκης Θεοδωράκης.

Η φράση του Μίκη Θεοδωράκη ότι θέλει να γραφτεί στο μνήμα του ότι πολέμησε στο Δεκέμβρη έχει γραφτεί ότι βεβαίως ανακαλεί το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, με το οποίο ο ποιητής ζητούσε να τον θυμούνται όχι ως τον ποιητή των Περσών αλλά ως στρατιώτη που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα.

Αυτό που δεν ξέρω αν έχει γραφτεί αλλά μου φαίνεται αρκετά πιθανό είναι ότι η πληροφορία αυτή για το επίγραμμα του Αισχύλου θα έγινε πιθανότατα γνωστή στον Θεοδωράκη μέσω του Καβάφη και του ποιήματος «Νέοι της σιδώνος». Αυτό είναι το ποίημα:

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει»-
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε:

«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες.

Δόσε -κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Ετσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη».

Παρ’ όλ’ αυτά, η κριτική έχει θεωρήσει είτε ότι το ποίημα ειρωνεύεται τους Νέους της Σιδώνος, (Ξενόπουλος), είτε ότι αν ήθελε να τιμήσει την ποίηση κρίνοντας το επίγραμμα, τότε το έκανε πολύ αδέξια (Μαλάνος). Ο Σεφέρης μιλά για τον σιδώνιο νέο λέγοντας ότι το ποίημα αποτυγχάνει διότι όταν πάει ο αρωματισμένος νέος να μιλήσει για τον Αισχύλο και φωνασκεί για “λειποψυχίες” γίνεται κουνούπι. Θεωρεί ότι οι στίχοι «Δόσε -κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου, όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει» λάμπουν ως έκφραση της κοσμοθεωρίας του Καβάφη και ο λοιπός χειρισμός είναι αδέξιος, διότι υπονομεύει αυτή την αλήθεια ο αδύναμος χαρακτήρας του σιδώνιου νέου.

Τη μεταφορά αυτής της συζήτησης στον καιρό της ελληνικής πολιτικής κάνει ο Μανώλης Αναγνωστάκης, γράφοντας κι εκείνος ένα ποίημα με τον ίδιο περίπου τίτλο, με την προσθήκη μιας χρονολογίας, που ειρωνεύεται την τρυφηλή απόσταση από την πολιτική:

Νέοι της Σιδώνος, 1970

Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα.
Κορίτσια δροσερά — αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό — κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;).

Ο Θεοδωράκης ζήτησε να τον θυμούνται ως κομμουνιστή. Ενώ κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τον κόσμο να θυμάται ένα δημόσιο πρόσωπο έτσι ή αλλιώς, είναι κατανοητό ότι ότι ο συνθέτης εξέφρασε την επιθυμία, γιατί περί αυτού πρόκειται, να τον θυμούνται για την πολιτική του δράση, και μάλιστα για μια συγκεκριμένη περίοδο αυτής της δράσης.

Όπως έλεγε ο Καλαμούκης στο ραδιόφωνο, είμαστε παιδιά που πετάμε πέτρες στον Όλυμπο. Μέσα από αυτήν την αφετηρία της αντικειμενικά τεράστιας διαφοράς στη δόξα και την απεύθυνση, έχω κι εγώ περάσει όλες αυτές τις μέρες ακούγοντας με πολλή συγκίνηση τα πάρα πολλά ωραία τραγούδια που έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης.

Για τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη δεν διαθέτουμε βιογραφικά στοιχεία. Οι βιογραφικές πληροφορίες που μας σώζονται για τους αρχαίους ποιητές αποτελούν μεταγενέστερη μυθοπλασία και ως τέτοια αντιμετωπίζονται φιλολογικά.Γι’ αυτό το επίγραμμα ωστόσο ο Σόμμερσταϊν έχει γράψει πως είναι πολύ πιθανό να είναι αυθεντικό, διότι ποιος άλλος θα είχε το θράσος να ζητήσει να θυμόμαστε τον ποιητή της Ορέστειας ως οπλίτη;!

Για τους σύγχρονούς μας καλλιτέχνες όμως, και πολύ περισσότερο για αυτούς που είχαν μία ισχυρή δράση ως δημόσια πρόσωπα, είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε ποτέ ο καθένας μας μιλάει για τον καλλιτέχνη και πότε μιλάει για το έργο. Είναι βέβαιο ότι ο Θεοδωράκης έφτασε και τα δύο στα άκρα: δοξάστηκε όσο πολύ λίγοι ως καλλιτέχνης και βρέθηκε στο καμίνι της μάχης και του αγώνα όσο πολύ λίγοι. Τον συμβόλισε και τον προσωποποίησε αυτόν τον αγώνα.

Όταν λοιπόν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε μαζί για τον συνθέτη και το δημόσιο πρόσωπο, και την ώρα που πολλοί αγαπημένοι φίλοι μας καλούν να βγάλουμε επιτέλους τον σκασμό μπροστά σε αυτό το συντριπτικό μέγεθος της παρουσίας του Θεοδωράκη στη ζωή μας, μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς ως αυτό το σιδώνιο κουνούπι που περιέγραφε ο Σεφέρης. Χωρίς να διεκδικούμε ρόλο αφ’ υψηλού κριτή, μόνο ακροβατώντας στο λεπτό αυτό όριο της ειρωνείας που λέει χωρίς να λέει, ότι η ζωή μας και ο θαυμασμός μας είναι μια ασταθής και πολύπλοκη ισορροπία ανάμεσα σε όλα αυτά που έκανε και αυτά που είπε ο Θεοδωράκης.