Τα «Μαγνητικά πεδία» είναι μία ταινία για ανθρώπους αλλόκοτους. Είναι τόσο ωραία, διότι καταφέρνει κινηματογραφικά να μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίον αληθινοί άνθρωποι είναι αλλόκοτοι, αντί να δείχνει ηθοποιούς που προσπαθούν να παίξουν αλλόκοτα.
Αυτό το απλό επίτευγμα κάνει αυτή την ταινία διαμάντι αντί για εμπόρευμα. Το καταλαβαίνεις ήδη από την πρώτη φράση που λέει η Έλενα Τοπαλίδου όταν μιλάει με τη μάνα της: έχει όλη την ποικιλία αυτής της γκάμας που περιέχει μία συνομιλία κόρης-μάνας. Βιασύνη, τρυφερότητα και έτοιμο-από-πριν εκνευρισμό. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως μπορούν να συμβούν μόνο όταν έχεις έναν ηθοποιό που διατηρεί όλη τη βεντάλια του πραγματικού ζωντανή την ώρα που υποκρίνεται.
Η ταινία περιστρέφεται γύρω από την άσκοπη περιπλάνηση τριών ατόμων: του Αντώνη, της Έλενας και της νεκρής θείας που εμφανίζεται ως ένα μεταλλικό κουτί με στάχτες.
Ενώ από την αρχή καταλαβαίνουμε πως υπάρχει μία σύνδεση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χαρακτήρες, αυτή η επικοινωνία συμβαίνει με τον τρόπο των ανθρώπων μέσης ηλικίας. Αν ήταν πιο νέοι, μπορεί να είχαν πηδηχτεί ή μπορεί και να είχαν ερωτευτεί αμέσως. Όμως η γνωριμία τους έχει τον αργό ρυθμό των ανθρώπων που έχουν ήδη γοητευτεί, απογοητευτεί και πονέσει τόσο βαθιά, ώστε να αντιμετωπίζουν τη γνωριμία ως μία αργή και δύσπιστη αποκάλυψη. Δεν είναι στην ηλικία των ενθουσιασμών.
Όταν ρωτάει η Έλενα τον Αντώνη αν σκέφτεται τον έρωτα, εκείνος της απαντά: αν σου κοπεί το χέρι θα θέλεις να σου το ξανακόψουν; Και εκείνη απαντά με τη σειρά της «άνετα, αρκεί να νιώθω». Γιατί αυτό που φοβάται είναι να μη νιώθει.
Αυτά δεν είναι τα λόγια ανθρώπων που ερωτεύονται παράφορα. Είναι τα λόγια των ανθρώπων που ξανανακαλύπτουν τον εαυτό τους όταν το καράβι έχει ήδη ναυαγήσει, όχι όταν σαλπάρουν γεμάτοι όνειρα και αισιοδοξία.
Η Έλενα αποφασίζει ξαφνικά ένα απόγευμα ότι δεν αναγνωρίζει τίποτε από τη ζωή της. Όχι μόνο να χορεύει δεν ξέρει, που είναι η δουλειά της, δεν ξέρει πώς να περπατήσει.
Βρίσκει λοιπόν πολύ ταιριαστά αυτόν τον άνθρωπο που προσπαθεί να θάψει τις στάχτες της θείας και που ο νεκροθάφτης δίκαια του λέει ότι δεν έχει ιδέα τι του γίνεται. Γιατί ο νεκροθάφτης είναι πάντα ένας πολύ πρακτικός άνθρωπος, ενώ οι ήρωες αυτής της ταινίας αλλού πατάνε και αλλού βρίσκονται.
Περιπλανώνται μαζί με μία νεκρή την οποία η Έλενα τη φαντάζεται τσαπερδόνα, αλλά ο Αντώνης στην πραγματικότητα δεν την ήξερε. Είναι μία νεκρή που περισσεύει και δεν θα τους λείψει όταν χάνεται, αλλά όλο κι όλο που κάνουν είναι να την κουβαλάνε.
Η απίθανη ισορροπία αυτής της ταινίας έγκειται κυρίως στον τρόπο με τον οποίον είναι αλλόκοτη χωρίς ποτέ να είναι ψεύτικη. Αυτό κάνει την ταινία να μοιάζει όχι με διανοητικό πείραμα αλλά απλώς με έργο τέχνης. Διότι οι άνθρωποι-σε-κρίση που παρακολουθούμε εκεί, παραμένουν άνθρωποι.
Η απορία του νεκροθάφτη που ρωτάει αν ο Θεός κοιμάται ανάσκελα και δεν έχει πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει κάτω στη γη δεν είναι η θεολογική απορία κάποιου που αναρωτιέται πώς ο θεός εγκαταλείπει τον κόσμο. Είναι η παρατήρηση ενός κόσμου τόσο οδυνηρά ξεκούρδιστου, όταν προσπαθεί να είναι κανονικός. Η κανονικότητα βρίσκεται κάπου εγκαταλελειμμένη στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, στα τηλεφωνήματα της Έλενας. Είναι όλα αυτά από τα οποία μόλις κάνεις απομακρύνεται, ανακαλύπτει ότι δεν τον συνέδεε τίποτε μαζί τους.
Παραγωγή: Γιώργος Γούσης, Γιώργος Καρναβάς, Κωνσταντίνος Κοντοβράκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Γούσης
Σενάριο: Γιώργος Γούσης, Ελενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Φωτογραφία: Γιώργος Κουτσαλιάρης
Μοντάζ: Δημήτρης Πολύζος
Μουσική: Λευτέρης Βολάνης
Πρωταγωνιστούν: Ελενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Διάρκεια: 78 λεπτά
Διανομή: Cinobo