του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον «Ημεροδρόμο» με την άδεια του συγγραφέα)
Σε κάθε περίπτωση κοινός τόπος όλων αυτών των «πατριωτών» είναι η ανασκολόπιση της ιστορίας με κοινό παρονομαστή την εξής αντικομμουνιστική πυξίδα: Για ό,τι ζούμε περί το Σκοπιανό, την ευθύνη φέρει… το ΚΚΕ.
Από το γεγονός, δηλαδή, ότι η υπογραφή της συμφωνίας με τα Σκόπια έγινε στις Πρέσπες μέχρι ότι η Γιουγκοσλαβία είχε στο εσωτερικό της μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία», το εθνικιστικό (τι άλλο θα ήταν;) ανάθεμα, πέφτει στον… Ζαχαριάδη, στον Στάλιν (μονίμως…), στους κομμουνιστές, στο ΚΚΕ. Αλλά κι όταν μιλούν για τον Τίτο, πάλι το ΚΚΕ φταίει. Γιατί; Διότι ο Τίτο ήταν κομμουνιστής…
Έτσι, κατά το προσφιλές στην υπόθεση του Σκοπιανού, για να σερβιριστεί το γλυκό της ιστορικής παραχάραξης και της πολιτικής αμορφωσιάς, ξεθάβετε η περίφημη 5η Ολομέλεια του ΚΚΕ του Γενάρη του ‘49, με τρόπο αποσπασματικό, συνθηματολογικό, πρωτόγονα αντικομμουνιστικό.
Μια συνοπτική παρουσίαση του θέματος της Ολομέλειας μπορεί ο αναγνώστης να βρει εδώ:
α) https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3630694,
β) https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3630872 .
Γνωστά, άλλωστε, πράγματα για όσους πραγματικά ενδιαφέρονται. Σε αυτούς δεν ανήκουν, φυσικά, οι τυμβωρύχοι.
Οι δε τυμβωρύχοι, που ασκούν «κριτική» και ολοφύρονται για την τάχα έλλειψη «αυτοκριτικής» (από τους κομμουνιστές, φυσικά…) περί την 5η Ολομέλεια, τι δεν λένε; Ότι το μόνο κόμμα που έχει τοποθετηθεί ολοκληρωμένα για την 5η Ολομέλεια, αλλά και για την πολιτική προϊστορία εκείνης της θέσης, είναι το ίδιο το ΚΚΕ! Και μάλιστα εδώ και 70 ολόκληρα χρόνια!!!
Τι δεν λένε; Ότι εκείνη η λαθεμένη θέση, δεν κράτησε ούτε δέκα μήνες. Ότι ήταν το ίδιο το ΚΚΕ που την εγκατέλειψε στην αμέσως επόμενη, την 6η Ολομέλεια, τον Οκτώβρη του ‘49. Ότι ήταν το ίδιο το ΚΚΕ που την απέρριψε. Πότε; Εδώ και 70 χρόνια!
Μα οι καλοί μας «λαθολόγοι», που ζητούν… εξηγήσεις από τους κομμουνιστές και τους επιτιμούν για «έλλειψη αυτοκριτικής» (για μια θέση που οι κομμουνιστές, όμως, την έχουν εξηγήσει και απορρίψει εδώ και 70 χρόνια), απορροφημένοι καθώς είναι με την αντικομμουνιστική σπέκουλα, αποφεύγουν – όπως ο διάολος το λιβάνι – να μας πουν ένα ακόμα: Κάποιο δείγμα δικής τους αυτοκριτικής, για όσα αυτοί διέπραξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της 70χρονης αντικομμουνιστικής «λαθολογίας» τους, υπάρχει; Ένα τέτοιο δείγμα έχουν να μας παρουσιάσουν;
Πάμε, λοιπόν, να δούμε τι αυτοί έκαναν και τι «ξεχνούν»:
Πρώτο: Θυμούνται ότι ο Τίτο ήταν κομμουνιστής. Τι «ξεχνούν»; «Ξεχνούν» ότι το 1948 η σύγκρουση μεταξύ Στάλιν – Τίτο οδηγεί στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. «Ξεχνούν» ότι από εκεί και πέρα ο Τίτο γίνεται το αγαπημένο παιδί των Αμερικάνων. Όσοι μιλούν για Τίτο σήμερα, ώστε να πέφτει το «τιτικό» ανάθεμα στον… κομμουνισμό, στον Στάλιν και πάντα στο ΚΚΕ, αυτό το «ξεχνούν». Τόση, μάλιστα, είναι η αγάπη των Αμερικάνων προς τη Γιουγκοσλαβία (που είχε ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της) που οι τράπεζές τους αποδεσμεύουν τις ποσότητες του χρυσού της που κατακρατούν και τον Σεπτέμβρη του ’49 οι ΗΠΑ χορηγούν το πρώτο δάνειο στον Τίτο ύψους 20 εκ. δολαρίων.
Δεύτερο: Μαζί με την αγάπη τους προς τον Τίτο, οι Αμερικάνοι – την ίδια εποχή που ρίχνουν βόμβες ναπάλμ στην Ελλάδα –ζητούν επιμόνως από τις δουλικές ελληνικές κυβερνήσεις την πλήρη εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων με στόχο τον περαιτέρω προσεταιρισμό της Γιουγκοσλαβίας στην αγκαλιά της Δύσης. Οι επιθυμίες των Αμερικάνων (παρότι η Γιουγκοσλαβία έχει ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της) αντιμετωπίζονται από το εγχώριο αστικό πολιτικό σύστημα, όπως συνήθως: Ως προσταγή.
Τρίτο: Στο πλαίσιο της ικανοποίησης των Αμερικανικών προσταγών – την προώθηση των οποίων έχει αναλάβει η βρετανική διπλωματία – ο Πιπινέλης (ήδη από τον Μάρτη του ’49) ενημερώνει τον Βρετανό πρέσβη για κινήσεις «συνεννόησης» μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας
Μια στάση εδώ: Ο Πιπινέλης, για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι, είναι ο από τον Ιούνιο του 1947 έως τον Νοέμβριο του 1948 ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών και αργότερα ο υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη το 1950, είναι από το 1952 ο μόνιμος αντιπρόσωπος της χώρας στο ΝΑΤΟ, είναι μετεμφυλιακά το στέλεχος του Ελληνικού Συναγερμού του Παπάγου, είναι ο βουλευτής της ΕΡΕ και ο υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση Καραμανλή (1961-1963) και φυσικά είναι ο μόνιμος υπουργός Εξωτερικών της χούντας των συνταγματαρχών μέχρι το θάνατό του το 1970. Αυτός ο… πατριώταρος είχε αναλάβει την υπόθεση.
Τέταρτο: Λίγες μέρες αργότερα από την ενημέρωση Πιπινέλη στον Βρετανό και «συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου η λονδρέζικη εφημερίδα «Daily Mail» δημοσίευσε μια συνέντευξη του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ντ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωνε ότι ενδέχεται μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα να είναι σύμμαχος του Τίτο» (βλ: ο.π). Έτσι παιζόταν το παιχνίδι, παρά τις διαψεύσεις που ακολούθησαν. Και ποιοι το έπαιζαν το παιχνίδι της ελληνογιουγκοσλαβικής σύμπλευσης, για την υπέρ Αμερικανών αξιοποίηση της σύγκρουσης μεταξύ του Στάλιν με τον Τίτο (σε μια περίοδο που η Γιουγκοσλαβία έχει ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της);
Άλλη μια στάση εδώ: Ποιος ήταν ο Ντίνος Τσαλδάρης; Μα ποιος άλλος από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, μέγας εθνικόφρων, διατελέσας άλλοτε πρωθυπουργός, άλλοτε αντιπρόεδρος και άλλοτε υπουργός Εξωτερικών σε πλείστες όσες εμφυλιακές κυβερνήσεις.
Πέμπτο: Ο,τι δεν ολοκληρώθηκε εν μέσω εμφυλίου ήρθε να ανατεθεί στον πρόθυμο Νικόλαο Πλαστήρα και στον ακόμα προθυμότερο αντιπρόεδρό του, τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ετσι, μόλις 5 μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης, στις 20 Απρίλη 1950, ο Πλαστήρας στη συνάντησή του στην Αθήνα με τον S.Sehovic, τον επιτετραμμένο της Γιουγκοσλαβίας (σσ: της Γιουγκοσλαβίας που έχει ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της) δίνoυν τα χέρια για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων (μεταξύ άλλων: Σ.Σφέτας, Η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων 1950/51, Βαλκανικά Σύμμεικτα 12-13 (2001- 2)).
Έκτο: Με στρωμένο το έδαφος όλο το προηγούμενο διάστημα, τα πάντα ολοκληρώθηκαν μετά την ανάληψη από τον Σοφοκλή Βενιζέλο της δικής του διακυβέρνησης. Έτσι στις 28 Νοεμβρίου 1950, ο Βενιζέλος – με αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου και υπουργούς τους Ευάγγελο Αβέρωφ και Κωνσταντίνο Τσάτσο – διακηρύσσει στη Βουλή την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων των δυο κρατών και σε λιγότερο από ένα μήνα γίνεται ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (της χώρας, δηλαδή, που είχε ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της)…
Έβδομο: Κάπως έτσι φτάνουμε στα 1954. Κυβέρνηση ο Συναγερμός. Πρωθυπουργός ο Παπάγος. Μέλη της κυβέρνησης όλοι οι πρόγονοι των «η Μακεδονία είναι μια και ελληνική»: Από Καραμανλή και Ράλλη μέχρι Κανελλόπουλο και Στέφανο Στεφανόπουλο. Στο κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος με τη Γιουγκοσλαβία (της χώρας που έχει ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της) αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής (Βήμα 6/6/1954 και Νίκος Μισολίδης «Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις 1950 – 1954»):
«Kατόπιν προσκλήσεως του Βασιλέως των Ελλήνων, ο Πρόεδρος Γιόσιπ Μπρος Τίτο αφίκετο δι’ επίσημον επίσκεψιν εις Αθήνας την 2αν Ιουνίου 1954. Ο κ. Κότσα Πόποβιτς, υπουργός Εξωτερικών, μετείχε της συνοδείας του Προέδρου. Κατά τας συνομιλίας, αίτινες έλαβον χώραν και εις ας μετέσχον ο Στρατάρχης Τίτο, ο Στρατάρχης Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Αλέξανδρος Παπάγος, ο υπουργός των Εξωτερικών κ.Σ. Στεφανόπουλος, εξητάσθη επιμελώς η διεθνής κατάστασις υπό το φως των προσφάτων γεγονότων.
Αι συνομιλίαι αύται, χαρακτηρισθείσαι υπό πλήρους εγκαρδιότητος, κατέδειξαν δια μίαν εισέτι φοράν, την στενήν φιλίαν, ήτις υφίσταται μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδος και επέτρεψαν να διαπιστωθή ταυτότης αντιλήψεων εφ’ όλων των ζητημάτων, άτινα απετέλεσαν αντικείμενον των εν λόγω συνομιλιών.
Η εξέτασις των ειδικών θεμάτων, άτινα ενδιαφέρουν τας δύο χώρας, απέδειξε την αρμονίαν των μεταξύ των σχέσεων και την θέλησιν προς σταθεροποίησιν αυτών. Εξεφράσθη η επιθυμία επεκτάσεως της εποικοδομητικής συνεργασίας των εφ΄όλων των πεδίων: πολιτικού, οικονομικού και μορφωτικού. Εις τον τομέα των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών διεπιστώθη ότι αι πραγματοποιηθείσαι μέχρι τούδε πρόοδοι υπήρξαν λίαν ικανοποιητικαί και ότι το πνεύμα ειλικρινούς και πλήρους συνεργασίας , εφ’ ου αι σχέσεις αύται βασίζονται, δικαιολογεί γόνιμον δια το μέλλον προοπτικήν».
Και παρακάτω:
«(…) αι δύο Κυβερνήσεις, εν πλήρει συμφωνία μετά της Τουρκικής Κυβερνήσεως, συνεφώνησαν όπως συμπληρώσουν το Τριμερές Σύμφωνον, δια της συνάψεως επισήμου συμμαχίας, σταθεροποιούσαι αύτω την ειρήνην και την συλλογικήν ασφάλειαν εν τω πνεύματι του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών. Προς τον σκοπόν τούτον απεφάσισαν όπως η συμμαχία συσταθή (sera etablie) υπό του Συμβουλίου των Υπουργών των Εξωτερικών, κατά την προσεχή τούτου ετησίαν Σύνοδον εν Βελιγραδίω(…)».
Αυτό ήταν το κλίμα των σχέσεων με την Γιουγκοσλαβία και στις κατοπινές συναντήσεις του Κωνσταντίνο Καραμανλή με τον Τίτο και το 1956 (δυο μάλιστα φορές, μια στην Ελλάδα, μία στο Βελιγράδι), σε αυτό το κλίμα είχαμε το Νομοθετικό Διάταγμα 4009, ΦΕΚ 238 της 5/11/1959 περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας όπου στο άρθρο 7 γίνεται λόγος για το υπουργείο Δικαιοσύνης της Μακεδονίας κοκ.
Έτσι διαμορφώθηκαν, με δυο λόγια, οι σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία καθ’ υπόδειξη των Αμερικάνων, πριν ακόμα λήξει ο εμφύλιος, μετά την σύγκρουση Στάλιν – Τίτο, και ενώ η Γιουγκοσλαβία είχε ήδη μια δημοκρατία με το όνομα «Μακεδονία» στο εσωτερικό της…
Αυτή είναι η πολιτική προϊστορία των σημερινών μας «μακεδονομάχων». Που ψάχνουν την αιτία της εθνικιστικής τους ζαλάδας στο… ΚΚΕ. Ούτε στους Αμερικάνους και στις θωπείες τους προς τον Τίτο, ούτε στην δική τους αμερικανοφροσύνη. Στο ΚΚΕ…
Μόνο που όταν γίνονταν όλα τα προηγούμενα, κι εφόσον σήμερα τα θεωρούν «αποτρόπαια», να ενημερώσουμε τους Βουκεφάλες για μια σημαντική αποκάλυψη: Τότε, ξέρετε, δεν κυβερνούσε το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, για την ακρίβεια, ήταν εκτός νόμου. Κυβερνούσαν αυτοί.
Όπως αυτοί κυβερνούσαν – και πάλι – όταν έβαλαν την υπογραφή τους για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Και όταν πρόσφεραν την Ελλάδα ως ορμητήριο στον αγαπημένο τους ΝΑΤΟ, για τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, με αποτέλεσμα να πάρει το Σκοπιανό την μορφή που πήρε.