Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Οι σύγχρονες πληγές του φαραωνικού καπιταλισμού, το άγχος, το στρες, η κατάθλιψη, η κοινωνική φοβία, οι διατροφικές διαταραχές, οι αυτοτραυματιστικές συμπεριφορές, οι διαταραχές προσωπικότητας και η απελπιστική μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση, πλήττουν τώρα τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, τα πρόσφατα, καταστροφικά στοιχεία για την ψυχική υγεία των παιδιών στην Αγγλία, αντικατοπτρίζουν απλά την έκταση της παγκόσμιας «ψυχικής κρίσης», καθώς περισσότερα από 250.000 παιδιά, ηλικίας κάτω των 18 ετών, λαμβάνουν βοήθεια από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, για προβλήματα όπως το άγχος, η κατάθλιψη και οι διατροφικές διαταραχές.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες παιδιά νοσούν ψυχικά, αλλά για το κάθε ένα απ’ αυτά, καθώς και για τις οικογένειες τους αυτό είναι μόνο ένα ατομικό μεμονωμένο πρόβλημα. Ο νεοφιλελευθερισμός θα ισχυρισθεί ότι πρόκειται απλά για 250.000 ατομικά προβλήματα που τυχαία μαζεύτηκαν τόσο πολλά, επειδή τα παιδιά αυτά μάλλον έτυχε να «πέσουν» σε οικογένειες πλημμελούς φροντίδας ή γεννήθηκαν με κάποιο εγκεφαλικό ελάττωμα ή είχαν τον Ερμή ανάδρομο στην ώρα της γέννησης τους.
Προφανώς, υπάρχουν πολλές δευτερεύουσες αιτίες αυτής της κατάστασης, αλλά όλα πλέον δείχνουν, ότι η βαθύτερη αιτία είναι παντού η ίδια: τα ανθρώπινα όντα, τα «υπερ-κοινωνικά θηλαστικά», των οποίων οι εγκέφαλοι είναι κβαντικά συνδεδεμένοι με όλους τους Άλλους, ξεριζώνονται και αποκολλώνται από το κοινωνικό τους έδαφος, περίπου για τους ίδιους λόγους που κάποιοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών πριμοδοτούσαν την εκρίζωση των αμπελιών μας ή την καταστροφή των ξύλινων καϊκιών των ψαράδων μας. Το αόρατο χέρι της αγοράς –στηριγμένο στον «αγκώνα» των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων- αποκόπτει τους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων.
Αλλά, το πραγματικό ψαλίδι ακρωτηριασμού είναι η ίδια η κυρίαρχη συστημική ιδεολογία. Γιατί, αν και γνωρίζουμε πια ότι η ευημερία μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή των άλλων, εντούτοις, παντού μας λένε -και όλα τα συστημικά μέσα προσπαθούν στανικά να μας πείσουν- ότι θα ευημερούμε μέσω του ανταγωνιστικού συμφέροντος και του ακραίου ατομισμού. Κάνοντας δηλαδή, το εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που η φύση μας είναι «προγραμματισμένη» να κάνει. Όπως ορίζει, εξαιρετικά εύστοχα, ο καθηγητής Joel Kovel, «Η νεύρωση είναι η αυτο-αποξένωση ενός υποκειμένου που έχει προετοιμαστεί για ελευθερία, αλλά κινείται σε σύγκρουση με την προσωπική του ιστορία». Και υπάρχουν δεκάδες βραχίονες που μας ωθούν ποικιλοτρόπως στη σύγκρουση με αυτό που «είμαστε να γίνουμε».
Στην Ελλάδα σήμερα, όλοι εκείνοι που έχουν περάσει τη ζωή τους κλεισμένοι μέσα στους τέσσερις τοίχους της αυτοαναφορικότητας τους –στο σχολειό, στο πανεπιστήμιο, στο κόμμα ή στο κοινοβούλιο- μας προτρέπουν να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, όταν το εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται όλο και πιο άγρια ανταγωνιστικό και όταν ζητιέται όλο και πιο επίμονα η περιβόητη «σύνδεση του με την παραγωγή», ενώ, στην τελική, η απασχόληση είναι ένας αγώνας στα όρια σχεδόν ζωής και θανάτου ανάμεσα σ’ ένα πλήθος άλλων απελπισμένων ανθρώπων που κυνηγούν όλο και λιγότερες θέσεις εργασίας και όλο και λιγότερα αμειβόμενες. Και βέβαια, στις συνθήκες αυτές, το δικαίωμα στην εργασία ή στη δωρεάν παιδεία(sic), έχει την ίδια αξία με το να προσφέρει κανείς ένα ποδήλατο σ’ ένα ψάρι. Δηλαδή, καμία.
Κάπως έτσι, όλοι οι σύγχρονοι επιτηρητές των φτωχών, οι δήθεν στοχαστικοί παρατηρητές της αγωνίας των ανθρώπων, η οργανική επιστήμη του συστήματος, αποδίδουν τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες στην ατομική ευθύνη ενός εκάστου. Η φτώχεια είναι συνέπεια της προσωπικής αποτυχίας, θα σου πουν, μ’ έναν τρόπο που είναι τόσο ισχυρά θεσμισμένος κοινωνικά, ώστε να μοιάζει λογικός. Στο αναμεταξύ ατελείωτες εκπομπές διαγωνισμών στην τηλεόραση τροφοδοτούν τις ανέφικτες φιλοδοξίες, παριστάνοντας πως πρόκειται σχεδόν για έτοιμα προς υπογραφή, συμβόλαια πραγματικών ευκαιριών. Αχ Καπιταλισμέ, πόσο φιλόδοξο «μπαλαμούτι» ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε, όπως θα έλεγε και ο ποιητής του Αιγαίου.
Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός χρειάζεται να ξοδεύει όλο και πιο πολύ καταναλωτισμό-ή μάλλον πιθανότητες καταναλωτισμού- για να γεμίζει το κοινωνικό –και άρα και προσωπικό- κενό που ο ίδιος διανοίγει. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός διανοίγει μια τρύπα στην ανθρώπινη καρδιά και μετά την παραγεμίζει με μπόλικη χρυσόσκονη ανέφικτων ευκαιριών. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο βρίσκεται στον αντίποδα μιας θεραπείας της κοινωνικής μόνωσης –αφού ο ίδιος την προκαλεί- αλλά επιπρόσθετα επιτείνει την κοινωνική σύγκριση σε σημείο όπου, όταν αναλώσουμε οτιδήποτε άλλο, αρχίζουμε πλέον να κακοποιούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι μια ακόμη έκφανση αυτού που ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν ορίζει στο επίπεδο της εργασίας -για την Κοινωνία της Κόπωσης- ως «αυτο-εκμετάλλευση» που οδηγεί στο burnout και στην οριακή-μεταιχμιακή διαταραχή.
Όπως έχει τεκμηριώσει η Rhiannon Lucy Cosslett, τα κορίτσια και οι νέες γυναίκες συνήθως αλλάζουν τις φωτογραφίες που δημοσιεύουν, για να κάνουν τους εαυτούς τους να φαίνονται ότι έχουν πιο λείο δέρμα και είναι περισσότερο αδύνατες. Thinner, smoother, better είναι το νέο πρόταγμα στην εποχή του ρετούς! Μάλιστα, ορισμένα smartphones, διαθέτουν ενσωματωμένες ρυθμίσεις “ομορφιάς” και το κάνουν «για σένα» χωρίς καν να το ζητήσεις. Τώρα πια μπορείς να γίνειςη δική σου «έμπνευση λεπτότητας», η δική σου thinspiration, όπως προτείνει ο μεταμοντέρνος γλωσσικός κώδικας, που ξέρει να ενώνει λέξεις όταν ξεκόβει ανθρώπους. Καλώς βρεθήκαμε στην μετα-Χομπσιανή δυστοπία: στον πόλεμο καθενός ενάντια στον ίδιο του τον Εαυτό, καθώς το ψηφιακό ρετούς, τις πιο πολλές φορές, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εικονική «κακοποίηση» ενός Εαυτού, που δεν αντέχεται όπως είναι.
Στο αναμεταξύ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας φέρνουν «κοντά», αλλά «κοντά» μόνο σε εισαγωγικά, γιατί στην πραγματικότητα μας θέτουν σε απόσταση, ενώ μας παρακινούν να ποσοτικοποιήσουμε την κοινωνική μας κατάσταση, να εξαντικειμενοποιήσουμε τις ανθρώπινες «επαφές» μας, κατα-μετρώντας και ταξινομώντας τους «φίλους» και τις «σχέσεις», ως να πρόκειται για ένα ακόμη στατιστικό μέγεθος που προσφέρεται για σύγκριση και μεγέθυνση.
Μπορεί λοιπόν να αναρωτιέται ακόμη κανείς, γιατί σε αυτούς τους μοναχικούς και περίκλειστους εσωτερικούς κόσμους, εκεί όπου η ανθρώπινη επαφή έχει αντικατασταθεί από το ρετουσάρισμα, γιατί, για παράδειγμα, οι νέες γυναίκες να πνίγονται στην ψυχική δυσφορία; Και για πόσο ακόμη θα «περνάει» το παραμύθι της ατομικής μεμονωμένης περίπτωσης, που ενοχοποιεί ακόμη περισσότερο το θύμα του καπιταλισμού; Στην Αγγλία και πάλι, μια πολύ πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μία στις τέσσερις γυναίκες, ηλικίας μεταξύ 16 και 24, έχουν βλάψει τον εαυτό τους και μία στις οκτώ πάσχει από μετατραυματική διαταραχή. Σε «χοντρά» νούμερα, το άγχος, η κατάθλιψη, οι φοβίες και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή αφορούν στο 26% των γυναικών αυτής της ηλικιακής ομάδας. Αυτή είναι η κατάσταση της δημόσιας ψυχικής υγείας στη Μεγάλη Βρετανία και ίσως αυτό να είναι μια άλλη μορφή ερμηνείας του Brexit, ως ανεπίγνωστη απάντηση απέναντι στην Ευρώπη του νοσηρού νεοφιλελευθερισμού.
Εάν η κοινωνική δια-ρήξη, το κοινωνικό «κάταγμα», δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά, όπως ας πούμε ένα σπασμένα πόδι, συμβαίνει όχι μονάχα γιατί δεν μπορούμε να το δούμε, αλλά κυρίως γιατί το σύστημα μας αποτρέπει από τη θέαση αυτή. Όμως, οι νευροεπιστήμονες μπορούν! Μια σειρά συναρπαστικές εργασίες υποδεικνύουν ότι τόσο ο κοινωνικός πόνος όσο και ο φυσικός πόνος τελούν σε επεξεργασία από τα ίδια νευρικά κυκλώματα. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί, σε πολλές γλώσσες, είναι δύσκολο να περιγραφεί ο αντίκτυπος της διάσπασης των κοινωνικών δεσμών, χωρίς να χρησιμοποιήσει κανείς τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε το σωματικό πόνο και τον τραυματισμό.
Η αλήθεια είναι ότι στους ανθρώπους, αλλά και σε όλα τα κοινωνικά θηλαστικά, η κοινωνική επαφή μειώνει τον φυσικό πόνο. Αυτός, άλλωστε είναι ο λόγος που αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας όταν πονούν: η στοργή είναι ένα ισχυρό αναλγητικό. Άλλο τόσο δεν είναι τυχαίο ότι τα οπιοειδή, οι «ουσίες», ανακουφίζουν από τη σωματική αγωνία, το άγχος της εγκατάλειψης και τη δυσκολία του χωρισμού. Ίσως, μάλιστα, αυτό και να εξηγεί την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής απομόνωσης-αποκλεισμού και χρήσης ουσιών.
Τα πειράματα που παρουσιάζονται στο περιοδικό «Physiology & Behavior», μόλις τον προηγούμενο μήνα, υποδηλώνουν ότι τα κοινωνικά θηλαστικά, μπροστά στις δεδομένες επιλογές ή του σωματικού πόνου ή της απομόνωσης, θα επιλέξουν το πρώτο. Δηλαδή, καλύτερα ο σωματικός πόνος παρά ο κοινωνικός αποκλεισμός! Σε ένα πείραμα με πιθήκους Capuchin που είχαν αφεθεί χωρίς τροφή και συναισθηματική-κοινωνική επαφή για 22 ώρες, επανήλθαν πριν φάνε, στην αγκαλιά των συντρόφων τους, ορίζοντας έτσι τις πυρηνικές προτεραιότητες της κοινωνικής ύπαρξης. Επίσης, σύμφωνα με ευρήματα άλλων ερευνών, τα παιδιά που υπέστησαν συναισθηματική παραμέληση, υποφέρουν από χειρότερες συνέπειες της ψυχικής τους υγείας σε σχέση με τα παιδιά που υπέστησαν τόσο συναισθηματική παραμέληση όσο και σωματική κακοποίηση.
Με άλλα λόγια, ακόμη και η οργισμένη βία περιλαμβάνει κάποιο βαθμό ενδιαφέροντος, «νοιαξίματος», προσοχής και ανθρώπινης επαφής. Να γιατί, ο αυτοτραυματισμός ή οι αυτοτιμωρητικές συμπεριφορές, χρησιμοποιούνται συχνά ως μια -εν απογνώσει-προσπάθεια να ανακουφιστεί η δυσφορία, το άγχος της εγκατάλειψης και ο ψυχικός πόνος. Ίσως μάλιστα και τα αυτοάνοσα νοσήματα να μην είναι κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για μια μετατόπιση της εστίας του πόνου από το συναισθηματικό-ψυχικό πεδίο στο σωματικό, ώστε να γίνεται κάπως ανεκτός. Και αυτό είναι ακόμη μία ένδειξη ότι στα κοινωνικά όντα ο φυσικός πόνος είναι προτιμότερος από τον συναισθηματικό. Και βέβαια, το άθλιο σύστημα «σωφρονισμού», εγκλεισμού και βασανιστηρίων το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, γι’ αυτό και έχει αναγορεύσει την απομόνωση ως την πλέον αποτελεσματική τεχνική του.
Αν αφαιρέσουμε, λοιπόν, τη θολούρα των συστημικών μέσων και την ενοχοποιητική ομίχλη της δήθεν ατομικής ευθύνης που απλώνουν οι ολιγαρχικές ελίτ, ίσως δεν είναι και τόσο δύσκολο να δούμε ποια είναι η πραγματική αιτία για όλον αυτόν τον κοινωνικό πόνο. Επειδή γνωρίζουμε πια, για τα καλά, πως η επιβίωση των κοινωνικών θηλαστικών ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό όταν συνδέονται έντονα μεταξύ τους. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στην «άγρια φύση», τα απομονωμένα και περιθωριοποιημένα ζώα είναι εκείνα που είναι πιθανότερο να συλληφθούν από τους θηρευτές ή να λιμοκτονήσουν. Και αυτό, ο καπιταλισμός το ξέρει καλά!
Ας το πούμε πιο καθαρά: όπως ο φυσικός πόνος μας προειδοποιεί και μας προστατεύει από σωματική βλάβη, ο συναισθηματικός πόνος μας προειδοποιεί και μας προστατεύει από τον κοινωνικό τραυματισμό. Μας ωθεί να επανασυνδεθούμε. Αλλά, δυστυχώς, όλο και πιο πολλοί άνθρωποι, σήμερα, βρίσκουν σχεδόν αδύνατο κάτι τέτοιο, πιστεύοντας λαθεμένα πως οι ίδιοι προνομιακά έχουν εμβαπτιστεί από παιδιά σε κάποιο συναισθηματικόbetadineπου θα τους προστατεύσει. Αλλά αγνοούν ότι η νόσος τους είναι ακριβώς αυτό: η αδυναμία τους να «συναντηθούν»!
Ας πάψει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η κατάθλιψη, η αυτοκτονικότητα, το άγχος, η αϋπνία, ο φόβος κ.λπ. βρίσκονται σε ισχυρή συσχέτιση με την απειλή του κοινωνικού αποκλεισμού που προκαλεί ο καπιταλισμός-σαν συνέπεια της καλλιέργειας του ακραίου ατομοκεντρισμού και του ανταγωνισμού. Και αν η μοναξιά, όπως δείχνουν οι έρευνες, έχει αντίκτυπο στην υγεία ανάλογο με αυτό του καπνίσματος –αυξάνοντας τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 26%- θα περίμενε κανείς μια «αντι-μοναχική» εκστρατεία, μια μάχη ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά αυτό είναι στον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος και κανένα πολιτικό σύστημα δεν θα στραφεί ποτέ ενάντια στον εαυτό του, ιδιαίτερα αν δεν είναι ούτε καν ανθρώπινο.
Κι’ έτσι, εκείνο το διάσημο σύνθημα του ’68 «Εκτός από τον καπιταλισμό, υπάρχει και η μοναξιά», αποδείχτηκε πως θα ήταν πιο εύστοχο αν υποστήριζε ότι «Η μοναξιά είναι γέννημα του καπιταλισμού». Οφείλουμε έτσι, επιτέλους κάποια στιγμή, να δούμε πως κάτι από τα πιο σημαντικά θέματα που φοβόμασταν ότι δεν «πήγαιναν καλά», έχει τελικά πάει πολύ χειρότερα.
Και η κατάσταση είναι τέτοια που δεν απαιτεί απλά μια διαφορετική πολιτική. Απαιτεί κάτι πολύ μεγαλύτερο: την επανεξέταση μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας. Γιατί, από όλες τις φαντασιώσεις που έχουν ταλαιπωρήσει τον άνθρωπο, η ανόητη ιδέα ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι ο καθένας μόνος του είναι η πιο παράλογη και, όπως φαίνεται, η πιο επικίνδυνη. Οπότε, ή θα βρεθούμε μαζί, ή θα συναντηθούμε, δηλαδή, με τον απέναντι Άλλον, ή θα καταρρεύσουμε.
Και για όσους σπεύδουν να ανταπαντήσουν πως δεν υπάρχει άλλο σύστημα διαθέσιμο προς εφαρμογή αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε παρά να ενημερώσουμε πως αυτός δεν είναι ικανός λόγος για να τρελαθούμε ή να πεθάνουμε πριν την ώρα μας. Ας το φτιάξουμε!