"Δρόμος" Αφιέρωμα-Βερναδάκης
Ο Τύπος, κομμάτι του πολιτικού συστήματος που κλονίζεται
Ο Τύπος στην Ελλάδα, έχει μεταβληθεί από χώρο παραγωγής ειδήσεων σε έναν πυρήνα επιχειρηματικής διαπλοκής.
Του Χρ. Βερναρδάκη*
Του Χριστόφορου Βερναρδάκη*
Η VPRC, σε μια σημαντική έρευνα που διεξήχθη από τον Οκτώβριο ως τον Φεβρουάριο του 2005, ανάμεσα στους δημοσιογράφους, με τίτλο «Το δημοσιογραφικό επάγγελμα: Δομή-Ανισότητες-Συνθήκες Εργασίας», είχε φέρει στο φως αποκαλυπτικά στοιχεία. Το 77% των ερωτηθέντων είχαν δηλώσει ότι είναι «λίγο ή καθόλου» ικανοποιημένοι από την ποιότητα της ενημέρωσης, ενώ το 53% πίστευε ότι υπάρχουν πολλοί διεφθαρμένοι στο χώρο. Ως μεγαλύτερα προβλήματα των εργαζομένων θεωρούσαν τις χαμηλές αμοιβές (το 39%), τα εξοντωτικά ωράρια, την αυθαιρεσία των εργοδοτών, την ανασφάλιστη εργασία (35%). Για τις δε γυναίκες τα αντίστοιχα ποσοστά έφταναν στο 46% και 37%.
Ταυτόχρονα, από την έρευνα φαινόταν ότι το 40% των δημοσιογράφων έκανε δεύτερη δουλειά, το 5% τρεις δουλειές και το 2% τέσσερις. Από την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης, με βάση την έρευνα το 59,5% κατατασσόταν στη «μεσαία τάξη» και το 31,5% στο «προλεταριάτο». Επίσης η έρευνα εντόπισε μια «δημοσιογραφική αριστοκρατία» της τάξης του 2-9%, ανάλογα με τα κριτήρια, στενά ή διευρυμένα. Το 80% των δημοσιογράφων δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τη λειτουργία της ΕΣΗΕΑ και το 82% ότι δεν της έχει εμπιστοσύνη όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
Με βάση αυτά τα ευρήματα και τις τάσεις που διαμορφώθηκαν στην εξαετία που μεσολάβησε, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος της VPRC, μίλησε στο Δρόμο για την κατάσταση που διαμορφώνεται στον Τύπο, επιχειρώντας μια προβολή των τότε αποτελεσμάτων στο σήμερα, όπου οι πραγματικοί όροι έχουν χειροτερεύσει με ταχύτατους ρυθμούς.
Από τα ζητήματα που αναδείκνυε το 2005 η έρευνα ως πολύ σημαντικά για τον δημοσιογραφικό κλάδο, ήταν οι χαμηλές αμοιβές, η εργασιακή αταξία, τα εξοντωτικά ωράρια και η αυθαιρεσία των εργοδοτών. Εάν αυτά υπήρχαν ως διαπιστώσεις το 2005, σήμερα για τι όρους δουλειάς πρέπει να μιλάμε;
Προφανώς, και με βάση τις έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία δύο χρόνια, τα πράγματα δεν πρέπει να έχουν σύγκριση, όχι ειδικά στο δημοσιογραφικό χώρο, αλλά συνολικά στους εργασιακούς χώρους. Δηλαδή, με τις έρευνες που έχει κάνει η ΓΣΕΕ, το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ κ.λπ., φαίνεται ότι έχουμε μια τρομακτική επιδείνωση, δηλαδή, πια τα στοιχεία δεν είναι καν συγκρίσιμα με εκείνα πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Φαντάζομαι στο χώρο του Τύπου είναι ακόμα πιο έντονο. Εδώ έχουμε πια συνολικές μεταβολές στο επάγγελμα: έχουμε κρίση των μεγάλων εφημερίδων, έχουμε ήδη κλεισίματα εφημερίδων και μετατόπιση ενός κομματιού, απολύσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, έχουμε μια άλλη γεωγραφία έτσι και αλλιώς. Έχουμε μια ανάπτυξη της ηλεκτρονικής πληροφόρησης μέσω των διαφόρων ενημερωτικών sites στο internet κ.λπ., αλλά νομίζω ότι εκεί υπάρχουν πολύ λίγες θέσεις εργασίας, για να αναπληρώνουν τις θέσεις εργασίας που χάνονται.
Παλαιότερα, εκείνη την εποχή, το 2005, είχαμε μια σχετική ανάπτυξη του αθλητικού Τύπου, η οποία εν πάση περιπτώσει απορροφούσε και δημιουργούσε κάποιες θέσεις εργασίας. Αυτό τα τελευταία δύο χρόνια έχει σταματήσει και έχουμε και εκεί μεγάλη κρίση. Επίσης, εκείνη την εποχή υπήρχε μια τάση ενίσχυσης των περιφερειακών εφημερίδων, και φαινόταν ότι τότε τουλάχιστον κάποιες ισχυρές περιφερειακές εφημερίδες θα μπορούσαν να απορροφήσουν ένα μεγάλο κομμάτι της απασχόλησης. Και αυτή η τάση έχει ανατραπεί τα τελευταία χρόνια, γιατί και εκεί έχουμε πια μεγάλη ελαστικοποίηση των σχέσεων, έχουμε απολύσεις, συρρικνώσεις των επιχειρήσεων κ.λπ. Άρα το συνολικό συμπέρασμα είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από το 2005. Δεν νομίζω ότι είναι καν συγκρίσιμα...
Από τα ζητήματα που ανεδείκνυε τότε η έρευνα ήτανε και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δηλαδή, για παράδειγμα, οι οκτώ στους δέκα δημοσιογράφους δήλωναν λίγο έως καθόλου ικανοποιημένοι από την ποιότητα της ενημέρωσης. Κάνοντας μια προβολή στο σήμερα με βάση το κλίμα που γενικότερα έχει διαμορφωθεί με το Μνημόνιο και την ακολουθούμενη πολιτική, τι μπορούμε να πούμε;
Νομίζω ότι αυτό αποκλείεται να έχει ανατραπεί, και το πιθανότερο είναι ότι πλέον έχει γιγαντωθεί ακόμη περισσότερο. Γιατί οι δημοσιογράφοι επειδή ακριβώς έβλεπαν από μέσα την παραγωγή αυτού που λέμε ενημερωτικού προϊόντος είχαν και πολύ μεγάλη αίσθηση της απαξίωσης πια της είδησης. Είχε δει πολύ καθαρά αυτό το σώμα των εργαζομένων τον τρόπο που οι εφημερίδες και γενικά ο Τύπος στην Ελλάδα, ιδίως μετά την δεκαετία του ’90 και μετά, σταδιακά μεταβλήθηκε από έναν χώρο παραγωγής ενημέρωσης και ειδήσεων σε ένα χώρο διαμεσολάβησης συγκεκριμένων πληροφοριών. Αυτή η αλλαγή στη δομή, στην ουσία του επαγγέλματος, είναι μια στρατηγική που έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι ο Τύπος αποτελούσε έναν πυρήνα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αυτό που λέγαμε οικονομική διαπλοκή. Υπήρξε, δηλαδή, στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’90 και μετά μια οριζόντια μονοπώληση της αγοράς από συγκεκριμένους οικονομικούς κύκλους. Αυτό είχε σαν αιχμή τον Τύπο. Αυτή η διαδικασία μετέβαλε στην ουσία όλες τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση, από ενημερωτικά προϊόντα, σε προϊόντα διαμεσολάβησης πληροφοριών. Θυμηθείτε την περίοδο του χρηματιστηρίου, παραδείγματος χάριν, όταν φήμες και πληροφορίες αποσκοπούσαν σε κάποιο συμφέρον οικονομικό ή ατομικό ενδεχομένως. Τότε βγήκαν σε πολλές εφημερίδες και έντυπα πολλοί δημοσιογράφοι που έπαιζαν αυτό το ρόλο, το ρόλο του διαμεσολαβητή.
Λοιπόν, αυτή η ουσιαστική αλλαγή στο επάγγελμα έχει γίνει ορατή εκ των έσω πολλά χρόνια τώρα, και με την επιδείνωση των σχέσεων εργασίας, αυτή η κριτική προφανώς αναπτύχθηκε, και στη σημερινή εποχή νομίζω ότι είναι η βασική κριτική που γίνεται. Νομίζω ότι πίσω από όλες αυτές τις απεργίες και την κρίση στον Τύπο, εμφανίζεται αυτή η κριτική που κάνει σήμερα η μεγάλη μάζα των δημοσιογράφων στο ίδιο το ενημερωτικό προϊόν, και ταυτίζει την επιδείνωση της εργασιακής και οικονομικής της θέσης με την πλήρη διάλυση της λειτουργίας του Τύπου και την υπαγωγή του ακριβώς σε οικονομικά συμφέροντα.
Είναι αυτό, όπως παρουσιάζεται, μια από τις βασικές αιτίες για την κρίση και την απαξίωση του Τύπου σε συνδυασμό με την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εν γένει;
Κατ’ αρχήν ο Τύπος έγινε οργανικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος, δηλαδή δεν κράτησε καμία διακριτότητα, καμία απόσταση, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει όντας -ας πούμε- ένας συμβατικός Τύπος. Δεν είναι, δηλαδή, κάτι επαναστατικό ή φοβερό. Θα μπορούσε να έχει μια κριτική στάση.
Η Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, είναι η μοναδική χώρα στην οποία ο Τύπος δεν προέβλεψε και δεν κατάλαβε την οικονομική κρίση. Αυτό είναι πρωτοφανές. Σε όλα τα μέρη του κόσμου υπήρξαν παρεμβάσεις του Τύπου στο ενημερωτικό κομμάτι, στην πληροφόρηση. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, όπου το θέμα της οικονομικής κρίσης δεν συζητήθηκε, δεν προβλέφθηκε, δεν αναλύθηκε και ό,τι υπήρξε γύρω από αυτό το ζήτημα ήταν στην ουσία διαμεσολάβηση συμφερόντων, ας πούμε των αγορών, των πολιτικών που κάνανε οι επιχειρηματίες κοκ.
Μπορεί να πει κανείς ότι μάλλον υπάρχουν και δομικές αιτίες για την κρίση του Τύπου, είναι προφανές αυτό. Αλλά οι όποιες δομικές αιτίες, δηλαδή ότι οι εφημερίδες πράγματι έχουν μια κρίση αναγνωσιμότητας –και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο– προστέθηκαν στην ευρύτερη κρίση, στην αντικειμενική κρίση στην Ελλάδα, η οποία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, ακριβώς γιατί οι επιχειρήσεις του Τύπου, έπαψαν να είναι στην ουσία επιχειρήσεις του Τύπου. Ήταν οικονομικά συμφέροντα τα οποία διαμεσολαβούσαν ως ένα είδος πολιτικού χρήματος μεταξύ κυβέρνησης, συστήματος, πολιτικών κομμάτων και οικονομικών συμφερόντων.
Άρα, κλείνοντας, θεωρείτε ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που θα αποτελέσει τομή. Όπως, ας πούμε, μιλάμε για την επόμενη ημέρα του πολιτικού συστήματος, με βάση τα αποτελέσματα ερευνών, δημοσκοπήσεων κ.λπ., μπαίνει ένα τέτοιο ζήτημα και για το χώρο του Τύπου;
Σαφέστατα, εκατό τοις εκατό, έχει μπει εδώ και πολλά χρόνια το θέμα. Όπως και στην πολιτική έτσι και στον Τύπο, αυτή την στιγμή δεν υπάρχει ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό αξιόπιστο υποκείμενο, το επιχειρηματικό υποκείμενο εάν μιλάμε για τον χώρο του Τύπου, που θα καταφέρει να αλλάξει, θα καταφέρει να κερδίσει από αυτήν την ανακατανομή που γίνεται. Εγώ πιστεύω ότι ειδικά στον Τύπο είναι ώριμες πια οι συνθήκες για μια καινούργια εφημερίδα των συντακτών, για μια καινούργια εφημερίδα της από τα κάτω δημοσιογραφίας. Μιλάμε για μια καλή κεντρική εφημερίδα, έστω συμβατική, δεν αναφέρομαι σε πολιτικοϊδεολογική εφημερίδα μόνο. Μια εφημερίδα η οποία θα κυκλοφορούσε κάθε ημέρα και θα ήταν εφημερίδα της πραγματικής ενημέρωσης. Της ενημέρωσης της κοινωνίας, της ενημέρωσης των πολιτών και όχι της διαμεσολάβησης. Δηλαδή, ένα ανάλογο πείραμα στις σημερινές συνθήκες με το πείραμα της εφημερίδας που βγήκε στη μεγάλη απεργία του ’75, την Αδέσμευτη Γνώμη και που στην ουσία αποτέλεσε και την πρώτη ύλη της Ελευθεροτυπίας αργότερα. Νομίζω ότι οι συνθήκες, σε ένα άλλο πλαίσιο, βεβαίως, είναι πλέον ώριμες για να γίνει κάτι τέτοιο, δεν ξέρω όμως τις αντοχές του επαγγέλματος, τις αντοχές των ανθρώπων, που έχουν υποστεί μια πολύ μεγάλη ψυχολογική και οικονομική πια αφαίμαξη, εάν μπορούν να το κάνουν αυτό το πράγμα. Αλλά είναι σαφές ότι η συγκυρία το ευνοεί.
*O Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος της VPRC
Η VPRC, σε μια σημαντική έρευνα που διεξήχθη από τον Οκτώβριο ως τον Φεβρουάριο του 2005, ανάμεσα στους δημοσιογράφους, με τίτλο «Το δημοσιογραφικό επάγγελμα: Δομή-Ανισότητες-Συνθήκες Εργασίας», είχε φέρει στο φως αποκαλυπτικά στοιχεία. Το 77% των ερωτηθέντων είχαν δηλώσει ότι είναι «λίγο ή καθόλου» ικανοποιημένοι από την ποιότητα της ενημέρωσης, ενώ το 53% πίστευε ότι υπάρχουν πολλοί διεφθαρμένοι στο χώρο. Ως μεγαλύτερα προβλήματα των εργαζομένων θεωρούσαν τις χαμηλές αμοιβές (το 39%), τα εξοντωτικά ωράρια, την αυθαιρεσία των εργοδοτών, την ανασφάλιστη εργασία (35%). Για τις δε γυναίκες τα αντίστοιχα ποσοστά έφταναν στο 46% και 37%.
Ταυτόχρονα, από την έρευνα φαινόταν ότι το 40% των δημοσιογράφων έκανε δεύτερη δουλειά, το 5% τρεις δουλειές και το 2% τέσσερις. Από την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης, με βάση την έρευνα το 59,5% κατατασσόταν στη «μεσαία τάξη» και το 31,5% στο «προλεταριάτο». Επίσης η έρευνα εντόπισε μια «δημοσιογραφική αριστοκρατία» της τάξης του 2-9%, ανάλογα με τα κριτήρια, στενά ή διευρυμένα. Το 80% των δημοσιογράφων δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τη λειτουργία της ΕΣΗΕΑ και το 82% ότι δεν της έχει εμπιστοσύνη όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
Με βάση αυτά τα ευρήματα και τις τάσεις που διαμορφώθηκαν στην εξαετία που μεσολάβησε, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος της VPRC, μίλησε στο Δρόμο για την κατάσταση που διαμορφώνεται στον Τύπο, επιχειρώντας μια προβολή των τότε αποτελεσμάτων στο σήμερα, όπου οι πραγματικοί όροι έχουν χειροτερεύσει με ταχύτατους ρυθμούς.
Από τα ζητήματα που αναδείκνυε το 2005 η έρευνα ως πολύ σημαντικά για τον δημοσιογραφικό κλάδο, ήταν οι χαμηλές αμοιβές, η εργασιακή αταξία, τα εξοντωτικά ωράρια και η αυθαιρεσία των εργοδοτών. Εάν αυτά υπήρχαν ως διαπιστώσεις το 2005, σήμερα για τι όρους δουλειάς πρέπει να μιλάμε;
Προφανώς, και με βάση τις έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία δύο χρόνια, τα πράγματα δεν πρέπει να έχουν σύγκριση, όχι ειδικά στο δημοσιογραφικό χώρο, αλλά συνολικά στους εργασιακούς χώρους. Δηλαδή, με τις έρευνες που έχει κάνει η ΓΣΕΕ, το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ κ.λπ., φαίνεται ότι έχουμε μια τρομακτική επιδείνωση, δηλαδή, πια τα στοιχεία δεν είναι καν συγκρίσιμα με εκείνα πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Φαντάζομαι στο χώρο του Τύπου είναι ακόμα πιο έντονο. Εδώ έχουμε πια συνολικές μεταβολές στο επάγγελμα: έχουμε κρίση των μεγάλων εφημερίδων, έχουμε ήδη κλεισίματα εφημερίδων και μετατόπιση ενός κομματιού, απολύσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, έχουμε μια άλλη γεωγραφία έτσι και αλλιώς. Έχουμε μια ανάπτυξη της ηλεκτρονικής πληροφόρησης μέσω των διαφόρων ενημερωτικών sites στο internet κ.λπ., αλλά νομίζω ότι εκεί υπάρχουν πολύ λίγες θέσεις εργασίας, για να αναπληρώνουν τις θέσεις εργασίας που χάνονται.
Παλαιότερα, εκείνη την εποχή, το 2005, είχαμε μια σχετική ανάπτυξη του αθλητικού Τύπου, η οποία εν πάση περιπτώσει απορροφούσε και δημιουργούσε κάποιες θέσεις εργασίας. Αυτό τα τελευταία δύο χρόνια έχει σταματήσει και έχουμε και εκεί μεγάλη κρίση. Επίσης, εκείνη την εποχή υπήρχε μια τάση ενίσχυσης των περιφερειακών εφημερίδων, και φαινόταν ότι τότε τουλάχιστον κάποιες ισχυρές περιφερειακές εφημερίδες θα μπορούσαν να απορροφήσουν ένα μεγάλο κομμάτι της απασχόλησης. Και αυτή η τάση έχει ανατραπεί τα τελευταία χρόνια, γιατί και εκεί έχουμε πια μεγάλη ελαστικοποίηση των σχέσεων, έχουμε απολύσεις, συρρικνώσεις των επιχειρήσεων κ.λπ. Άρα το συνολικό συμπέρασμα είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από το 2005. Δεν νομίζω ότι είναι καν συγκρίσιμα...
Από τα ζητήματα που ανεδείκνυε τότε η έρευνα ήτανε και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δηλαδή, για παράδειγμα, οι οκτώ στους δέκα δημοσιογράφους δήλωναν λίγο έως καθόλου ικανοποιημένοι από την ποιότητα της ενημέρωσης. Κάνοντας μια προβολή στο σήμερα με βάση το κλίμα που γενικότερα έχει διαμορφωθεί με το Μνημόνιο και την ακολουθούμενη πολιτική, τι μπορούμε να πούμε;
Νομίζω ότι αυτό αποκλείεται να έχει ανατραπεί, και το πιθανότερο είναι ότι πλέον έχει γιγαντωθεί ακόμη περισσότερο. Γιατί οι δημοσιογράφοι επειδή ακριβώς έβλεπαν από μέσα την παραγωγή αυτού που λέμε ενημερωτικού προϊόντος είχαν και πολύ μεγάλη αίσθηση της απαξίωσης πια της είδησης. Είχε δει πολύ καθαρά αυτό το σώμα των εργαζομένων τον τρόπο που οι εφημερίδες και γενικά ο Τύπος στην Ελλάδα, ιδίως μετά την δεκαετία του ’90 και μετά, σταδιακά μεταβλήθηκε από έναν χώρο παραγωγής ενημέρωσης και ειδήσεων σε ένα χώρο διαμεσολάβησης συγκεκριμένων πληροφοριών. Αυτή η αλλαγή στη δομή, στην ουσία του επαγγέλματος, είναι μια στρατηγική που έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι ο Τύπος αποτελούσε έναν πυρήνα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αυτό που λέγαμε οικονομική διαπλοκή. Υπήρξε, δηλαδή, στην Ελλάδα από την δεκαετία του ’90 και μετά μια οριζόντια μονοπώληση της αγοράς από συγκεκριμένους οικονομικούς κύκλους. Αυτό είχε σαν αιχμή τον Τύπο. Αυτή η διαδικασία μετέβαλε στην ουσία όλες τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση, από ενημερωτικά προϊόντα, σε προϊόντα διαμεσολάβησης πληροφοριών. Θυμηθείτε την περίοδο του χρηματιστηρίου, παραδείγματος χάριν, όταν φήμες και πληροφορίες αποσκοπούσαν σε κάποιο συμφέρον οικονομικό ή ατομικό ενδεχομένως. Τότε βγήκαν σε πολλές εφημερίδες και έντυπα πολλοί δημοσιογράφοι που έπαιζαν αυτό το ρόλο, το ρόλο του διαμεσολαβητή.
Λοιπόν, αυτή η ουσιαστική αλλαγή στο επάγγελμα έχει γίνει ορατή εκ των έσω πολλά χρόνια τώρα, και με την επιδείνωση των σχέσεων εργασίας, αυτή η κριτική προφανώς αναπτύχθηκε, και στη σημερινή εποχή νομίζω ότι είναι η βασική κριτική που γίνεται. Νομίζω ότι πίσω από όλες αυτές τις απεργίες και την κρίση στον Τύπο, εμφανίζεται αυτή η κριτική που κάνει σήμερα η μεγάλη μάζα των δημοσιογράφων στο ίδιο το ενημερωτικό προϊόν, και ταυτίζει την επιδείνωση της εργασιακής και οικονομικής της θέσης με την πλήρη διάλυση της λειτουργίας του Τύπου και την υπαγωγή του ακριβώς σε οικονομικά συμφέροντα.
Είναι αυτό, όπως παρουσιάζεται, μια από τις βασικές αιτίες για την κρίση και την απαξίωση του Τύπου σε συνδυασμό με την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εν γένει;
Κατ’ αρχήν ο Τύπος έγινε οργανικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος, δηλαδή δεν κράτησε καμία διακριτότητα, καμία απόσταση, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει όντας -ας πούμε- ένας συμβατικός Τύπος. Δεν είναι, δηλαδή, κάτι επαναστατικό ή φοβερό. Θα μπορούσε να έχει μια κριτική στάση.
Η Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, είναι η μοναδική χώρα στην οποία ο Τύπος δεν προέβλεψε και δεν κατάλαβε την οικονομική κρίση. Αυτό είναι πρωτοφανές. Σε όλα τα μέρη του κόσμου υπήρξαν παρεμβάσεις του Τύπου στο ενημερωτικό κομμάτι, στην πληροφόρηση. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, όπου το θέμα της οικονομικής κρίσης δεν συζητήθηκε, δεν προβλέφθηκε, δεν αναλύθηκε και ό,τι υπήρξε γύρω από αυτό το ζήτημα ήταν στην ουσία διαμεσολάβηση συμφερόντων, ας πούμε των αγορών, των πολιτικών που κάνανε οι επιχειρηματίες κοκ.
Μπορεί να πει κανείς ότι μάλλον υπάρχουν και δομικές αιτίες για την κρίση του Τύπου, είναι προφανές αυτό. Αλλά οι όποιες δομικές αιτίες, δηλαδή ότι οι εφημερίδες πράγματι έχουν μια κρίση αναγνωσιμότητας –και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο– προστέθηκαν στην ευρύτερη κρίση, στην αντικειμενική κρίση στην Ελλάδα, η οποία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, ακριβώς γιατί οι επιχειρήσεις του Τύπου, έπαψαν να είναι στην ουσία επιχειρήσεις του Τύπου. Ήταν οικονομικά συμφέροντα τα οποία διαμεσολαβούσαν ως ένα είδος πολιτικού χρήματος μεταξύ κυβέρνησης, συστήματος, πολιτικών κομμάτων και οικονομικών συμφερόντων.
Άρα, κλείνοντας, θεωρείτε ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που θα αποτελέσει τομή. Όπως, ας πούμε, μιλάμε για την επόμενη ημέρα του πολιτικού συστήματος, με βάση τα αποτελέσματα ερευνών, δημοσκοπήσεων κ.λπ., μπαίνει ένα τέτοιο ζήτημα και για το χώρο του Τύπου;
Σαφέστατα, εκατό τοις εκατό, έχει μπει εδώ και πολλά χρόνια το θέμα. Όπως και στην πολιτική έτσι και στον Τύπο, αυτή την στιγμή δεν υπάρχει ένα πολύ μεγάλο και σοβαρό αξιόπιστο υποκείμενο, το επιχειρηματικό υποκείμενο εάν μιλάμε για τον χώρο του Τύπου, που θα καταφέρει να αλλάξει, θα καταφέρει να κερδίσει από αυτήν την ανακατανομή που γίνεται. Εγώ πιστεύω ότι ειδικά στον Τύπο είναι ώριμες πια οι συνθήκες για μια καινούργια εφημερίδα των συντακτών, για μια καινούργια εφημερίδα της από τα κάτω δημοσιογραφίας. Μιλάμε για μια καλή κεντρική εφημερίδα, έστω συμβατική, δεν αναφέρομαι σε πολιτικοϊδεολογική εφημερίδα μόνο. Μια εφημερίδα η οποία θα κυκλοφορούσε κάθε ημέρα και θα ήταν εφημερίδα της πραγματικής ενημέρωσης. Της ενημέρωσης της κοινωνίας, της ενημέρωσης των πολιτών και όχι της διαμεσολάβησης. Δηλαδή, ένα ανάλογο πείραμα στις σημερινές συνθήκες με το πείραμα της εφημερίδας που βγήκε στη μεγάλη απεργία του ’75, την Αδέσμευτη Γνώμη και που στην ουσία αποτέλεσε και την πρώτη ύλη της Ελευθεροτυπίας αργότερα. Νομίζω ότι οι συνθήκες, σε ένα άλλο πλαίσιο, βεβαίως, είναι πλέον ώριμες για να γίνει κάτι τέτοιο, δεν ξέρω όμως τις αντοχές του επαγγέλματος, τις αντοχές των ανθρώπων, που έχουν υποστεί μια πολύ μεγάλη ψυχολογική και οικονομική πια αφαίμαξη, εάν μπορούν να το κάνουν αυτό το πράγμα. Αλλά είναι σαφές ότι η συγκυρία το ευνοεί.
*O Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος της VPRC