Τύπος κρίση
newspaper-crisis
Η “παραγωγή” της πραγματικότητας
Της Αγγελικής Σπανού
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ο τύπος χάνει διαρκώς δυνάμεις ενώ θα έπρεπε να είναι ση χρυσή εποχή του;
Η “παραγωγή” της πραγματικότητας
Της Αγγελικής Σπανού
Η συγκυρία είναι τόσο ενδιαφέρουσα και η επικαιρότητα τόσο σύνθετη που, κανονικά, οι εφημερίδες θα έπρεπε να βρίσκονται στη χρυσή εποχή τους. Καταιγισμός ειδήσεων, συνεχείς εναλλαγές, παρασκήνιο... Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ταλαντούχος ρεπόρτερ για να βρει κάτι, συνεχώς έρχονται μπροστά του μοναδικής δημοσιογραφικής αξίας γεγονότα, πληροφορίες, εκτιμήσεις.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ο τύπος χάνει διαρκώς δυνάμεις; Γιατί ενώ υπάρχει αντικειμενική ανάγκη για ενημέρωση, ανάλυση, ερμηνεία, αποκάλυψη, οι πολίτες εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες την ανάγνωση της “ζώσας ιστορίας”; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη: Τα ΜΜΕ στο σύνολό τους αντιμετωπίζουν πρόβλημα αξιοπιστίας, η κοινή γνώμη δεν εμπιστεύεται τους λειτουργούς/επαγγελματίες της ενημέρωσης, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εκπαιδευτεί στη λογική της σακούλας, δηλαδή στην επιλογή τίτλου αναλόγως εμπορικής προσφοράς.
Οι επιχειρηματίες του τύπου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να απαξιώσουν το προϊόν: Συναλλαγές με την εξουσία, κομματικά παιχνίδια, παραποίηση/απόκρυψη ειδήσεων προς εξυπηρέτηση συμφερόντων, αντιμετώπιση των συντακτών ως φορέων προπαγάνδας, μετατροπή του φύλλου σε μηχανισμό πίεσης ή εκδούλευσης για ιδιοτελείς λόγους, επίδειξη ασέβειας απέναντι στο καθήκον αλήθειας που -δεοντολογικά- δεσμεύει τους δημοσιογράφους. Είναι ενδεικτικό ότι στις συσκέψεις λέγονται πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από αυτά που δημοσιεύονται και ότι αν ακούσει κανείς δημοσιογράφους να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους εντυπωσιάζεται πολύ περισσότερο από όταν διαβάζει τα κείμενά τους.
Με άλλα λόγια, την ώρα που οι εφημερίδες θα έπρεπε να φτάνουν στο απόγειο της δύναμής τους, πέφτουν στο ναδίρ της επιρροής τους. Το πλέον απογοητευτικό είναι ότι κανείς δεν δείχνει να προβληματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Οι μιντιάρχες αγωνιούν για τον “εξορθολογισμό” των δαπανών και απεργάζονται σχέδια περικοπών και ελαστικοποίησης των όρων εργασίας. Κόβουν για να μειώσουν το κόστος και δεν σκέφτονται πως θα μπορούσαν να αυξήσουν τα κέρδη, πουλώντας περισσότερα φύλλα στο περίπτερο. Ίσως γιατί το δεύτερο είναι πιο δύσκολο στην ουσία του και προϋποθέτει όραμα που, αν δεν υπάρχει, δεν γίνεται να επινοηθεί ούτε να κατασκευαστεί με τους συνήθεις τρόπους “παραγωγής” της πραγματικότητας.
Της Αγγελικής Σπανού
Η συγκυρία είναι τόσο ενδιαφέρουσα και η επικαιρότητα τόσο σύνθετη που, κανονικά, οι εφημερίδες θα έπρεπε να βρίσκονται στη χρυσή εποχή τους. Καταιγισμός ειδήσεων, συνεχείς εναλλαγές, παρασκήνιο... Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ταλαντούχος ρεπόρτερ για να βρει κάτι, συνεχώς έρχονται μπροστά του μοναδικής δημοσιογραφικής αξίας γεγονότα, πληροφορίες, εκτιμήσεις.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ο τύπος χάνει διαρκώς δυνάμεις; Γιατί ενώ υπάρχει αντικειμενική ανάγκη για ενημέρωση, ανάλυση, ερμηνεία, αποκάλυψη, οι πολίτες εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες την ανάγνωση της “ζώσας ιστορίας”; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη: Τα ΜΜΕ στο σύνολό τους αντιμετωπίζουν πρόβλημα αξιοπιστίας, η κοινή γνώμη δεν εμπιστεύεται τους λειτουργούς/επαγγελματίες της ενημέρωσης, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εκπαιδευτεί στη λογική της σακούλας, δηλαδή στην επιλογή τίτλου αναλόγως εμπορικής προσφοράς.
Οι επιχειρηματίες του τύπου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να απαξιώσουν το προϊόν: Συναλλαγές με την εξουσία, κομματικά παιχνίδια, παραποίηση/απόκρυψη ειδήσεων προς εξυπηρέτηση συμφερόντων, αντιμετώπιση των συντακτών ως φορέων προπαγάνδας, μετατροπή του φύλλου σε μηχανισμό πίεσης ή εκδούλευσης για ιδιοτελείς λόγους, επίδειξη ασέβειας απέναντι στο καθήκον αλήθειας που -δεοντολογικά- δεσμεύει τους δημοσιογράφους. Είναι ενδεικτικό ότι στις συσκέψεις λέγονται πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από αυτά που δημοσιεύονται και ότι αν ακούσει κανείς δημοσιογράφους να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους εντυπωσιάζεται πολύ περισσότερο από όταν διαβάζει τα κείμενά τους.
Με άλλα λόγια, την ώρα που οι εφημερίδες θα έπρεπε να φτάνουν στο απόγειο της δύναμής τους, πέφτουν στο ναδίρ της επιρροής τους. Το πλέον απογοητευτικό είναι ότι κανείς δεν δείχνει να προβληματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Οι μιντιάρχες αγωνιούν για τον “εξορθολογισμό” των δαπανών και απεργάζονται σχέδια περικοπών και ελαστικοποίησης των όρων εργασίας. Κόβουν για να μειώσουν το κόστος και δεν σκέφτονται πως θα μπορούσαν να αυξήσουν τα κέρδη, πουλώντας περισσότερα φύλλα στο περίπτερο. Ίσως γιατί το δεύτερο είναι πιο δύσκολο στην ουσία του και προϋποθέτει όραμα που, αν δεν υπάρχει, δεν γίνεται να επινοηθεί ούτε να κατασκευαστεί με τους συνήθεις τρόπους “παραγωγής” της πραγματικότητας.