Τα σύννεφα με αυτή την έννοια είναι «βιοτικά αναγκαίες ψευδαισθήσεις», όπως θα τις έλεγε ο Κονδύλης, με τις οποίες βαυκαλίζονται όσοι εθελοτυφλούν μπροστά στο πραγματικό παιχνίδι ισχύος, το οποίο παραμένει βάρβαρο σαν να είχαμε σπηλιές και ρόπαλα.

Ζούμε μια περίοδο που ο βούρκος ανεβαίνει στην επιφάνεια. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα δίκτυο εκβιασμών, εγκληματικότητας που ξεπροβάλει κάτω από τον καθωσπρέπει λόγο των θεσμικών δηλώσεων.

Το ζήτημα είναι ότι όταν ο Κονδύλης μιλούσε περιφρονητικά για τη ρητορική με την οποία χτίζονται αυτά τα στρατόπεδα, εννοούσε και αριστερές και δεξιές ψευδαισθήσεις, αδιαχώριστα. Και το ερώτημα είναι τι ακριβώς σημαίνει πολιτική για μας, που δεν ζούμε στα υπόγεια της εγκληματικότητας, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι όλο αυτό είναι ένας αγώνας που διεξάγεται κάπου αλλού. Δεν λέω ότι η Αριστερά περιμένει κάτι από τον Μαρινάκη, όπως έχει γραφτεί αυτές τις μέρες ειρωνικά. Αυτό το θεωρώ άδικο. Όμως πιστεύω στα σοβαρά ότι ο τρόπος με τον οποίον δένονται και κινούνται τα νήματα δεν έχει τίποτα το πολιτικό με τη δική μας έννοια. Με το ζόρι μπορούμε να αντιληφθούμε ποιος κάνει τι και γιατί. Έχουμε ωμά επιχειρηματικά συμφέροντα, λίγο πολύ γνωστά στο ρεπορτάζ, και μετά ακούμε τον Μητσοτάκη να χρειάζεται να το δηλώσει ως πρωθυπουργός της χώρας, ότι δεν θα ενδώσει στους εκβιασμούς Μαρινάκη. Χρειάστηκε να το πει, μήπως και το πιστέψει. Τον φαντάζομαι να το φωνάζει σε άδεια δωμάτια:

«Κάποιοι θεωρούν ότι επειδή μπορεί να έχουν μία ομάδα ή να ελέγχουν κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ενδεχομένως και τα δύο, να θεωρούν ότι μπορούν να εκβιάζουν, να υπαγορεύουν στην κυβέρνηση, να υπονομεύουν -αλλάζοντας απόψεις από τη μία μέρα στην άλλη- τη διαδρομή της χώρας.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι οι ρόλοι του καθενός είναι απόλυτα καθορισμένοι. Η κυβέρνηση έχει λαϊκή νομιμοποίηση. Εκλεγόμαστε από τον λαό. Θέλουμε τους επιχειρηματίες συμμέτοχους στην προσπάθεια προόδου της χώρας. Δεν είναι όμως ούτε υποβολείς μας, ούτε είναι φορείς των δικών τους συμφερόντων που πιέζουν την κυβέρνηση για να γίνει το δικό τους χατίρι».

Δημοκρατία σημαίνει δημόσια πολιτική. Σημαίνει ότι λαός αποφασίζει, υπό τον όρο ότι ο λαός ξέρει τι διακυβεύεται και ποιος τον εκπροσωπεί. Η δημόσια συζήτηση εδώ στερείται κάθε νοήματος. Η ΝΔ εξελέγη με συνθήματα για τη Μακεδονία και το Μάτι, δύο κατασκευασμένα ζητήματα, προκειμένου να κινείται ο μηχανισμός των σκανδάλων, νομότυπων και παράνομων. Αν υπάρχει ένα ερώτημα σε όλα αυτά, είναι πού βρίσκεται αυτό το πεδίο της δημόσιας άσκησης της πολιτικής που περιλαμβάνει τον λαό στο όνομα του οποίου ασκείται η εξουσία.

Μιλούσαμε για το αν παρακολουθείται ένας πολιτικός και ένας δημοσιογράφος, και ο Βαξεβάνης έκανε ρελάνς φέρνοντας την καταγγελία ότι παρακολουθούνται οι πάντες.

Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτές τις πληροφορίες. Υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι αν, παραδείγματος χάριν, υπέπιπτε σε κάποιο πιθανό παράπτωμα ο Βαγγέλης Μαρινάκης, -κούφια να ναι η ώρα που διατυπώνω αυτό το υποθετικό σενάριο- θα τιμωρούνταν σε συνθήκες ισονομίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης; Ποιος ξέρει; Ας το ευχηθούμε, από τυφλή πίστη στους θεσμούς, σαν πεζός που βλέπει το πράσινο και περνάει απέναντι, χωρίς να κοιτάζει για αυτοκίνητα.

Συνεπώς έχουμε ένα πεδίο ανεξέλεγκτης εγκληματικότητας και μια πολιτική σκηνή  που αποτελεί την επιχείρηση «αρτοποιείο-βιτρίνα» προκειμένου να συνεχίζεται η δουλειά των υπολοίπων.

Αυτή τη στιγμή ο πρωθυπουργός παραδέχεται ότι υπάρχει κέντρο εξουσίας που παρακολουθεί όποιον έχει στόμα να μιλήσει, και σε όλα αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή πίστη ότι κάπου στο τέλος θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Θεωρητικά, ο χώρος του οργανωμένου εγκλήματος ανήκει στη δικαιοδοσία της αστυνομίας, ο χώρος της δημόσιας άσκησης της πολιτικής στις εκλογές ή στον δρόμο. Κάθαρση από τη μαφία που συνεργάζεται με το κράτος είναι ζητούμενο σε χώρες που νομίζαμε ότι απέχουν από τη δική μας-  εκτός αν δεν απέχουν.

Η θεσμική απάντηση του πρωθυπουργού για όλα αυτά ήταν ότι θα ανοίξει τον δρόμο για την πλήρη απαγόρευση των λογισμικών παρακολούθησης.

Εδώ ας έχουμε μερικά δεδομένα υπόψη μας: Τι θα πει ότι θα καταστεί παράνομο το Predator; Να διευκρινίσουμε ότι η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών από ιδιώτες είναι φυσικά ήδη παράνομη, δεν χρειάζεται να ρυθμιστεί από τον πρωθυπουργό τώρα.

Σημαίνει ότι θα είναι παράνομη και για το κράτος και συνεπώς θα παρακαλούμε τους τρομοκράτες να μη χρησιμοποιούν Signal διότι υπερβαίνει τις τεχνολογικές δυνατότητες της ΕΥΠ; (Να θυμίσουμε ότι υπήρξε δημοσίευμα που διαφήμιζε τη δυνατότητα της ΕΥΠ να παρακολουθεί και τις εφαρμογές ομιλίας, εκτός από τη χρήση του τηλεφώνου). Η Αικατερίνα Παπανικολάου, μέλος της ΑΔΑΕ, μιλώντας στο ThePressProject  αλλά και σε άρθρο της είχε εξηγήσει τη νομική πλευρά των ζητημάτων που ανακύπτουν με τη χρήση των λογισμικών παρακολούθησης,

Η σχετική συζήτηση στα ευρωπαϊκά όργανα αφορά την ορθή χρήση του προγράμματος και όχι βεβαίως την πλήρη κατάργηση του, που  θα σήμαινε ότι η Εθνική υπηρεσία πληροφοριών μπορεί να παρακολουθήσει τους στόχους της μόνο υπό τον απαράβατο όρο ότι επικοινωνούν μόνο μέσω του τηλεφώνου τους και δεν χρησιμοποιούν οποιαδήποτε εφαρμογή.

Το δεύτερο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η επιχειρηματολογική γραμμή άμυνας της κυβέρνησης που λέει ότι αναγνωρίζει τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ αλλά δεν έχει καμία εμπλοκή στις παρακολουθήσεις με το Predator. Αυτό το επιχείρημα δεν αντέχει σε κανέναν λογικό έλεγχο. Είναι αδύνατο να εξηγήσει κανείς πώς είναι δυνατόν ο Ανδρουλάκης να παρακολουθείται ταυτοχρόνως από το Predator και την ΕΥΠ, ενώ ο Κουκάκης διαδοχικά, αλλά να λέμε ότι απλώς συνέπεσαν οι δύο στόχοι, έτυχε να επιλέξουν τα ίδια θύματα δύο ανεξάρτητες οντότητες. Επίσης, αν θεωρήσουμε ότι το Predator δεν σχετίζεται με την κυβέρνηση, δηλαδή αγνοήσουμε τον όγκο του ρεπορτάζ που έχει συσσωρευτεί δείχνοντας τις συνδέσεις με το πρωθυπουργικό περιβάλλον, θα πρέπει επίσης να εξηγήσουμε για ποιον λόγο η κυβέρνηση αρνείται να συνδράμει στις έρευνες. Διότι, και σε αυτό η επιτροπή PEGA δεν αφήνει καμία αμφιβολία, η εξεταστική επιτροπή δεν έλεγξε τις θυγατρικές της Intellexa, δεν κάλεσε κρίσιμους μάρτυρες, Μπίτζιο και Λαβράνο, και δέχτηκε γραπτές μαρτυρίες. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση δεν δείχνει καθόλου διατεθειμένη να διαλευκάνει αυτή την υπόθεση, με τρόπο που μυρίζει πολύ έντονα ενοχή.

Οι παρακολουθήσεις, θυμίζω, είναι καραπαράνομες, ας μην κοροϊδευόμαστε. Ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την παραβίαση του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών. Οι προϋποθέσεις αυτές (εθνική ασφάλεια ή καταπολέμηση εγκλήματος) δεν έχει ποτέ φανεί ότι ίσχυσαν στις παρακολουθήσεις που έχουν έρθει στο φως. Η στάση της επιτροπής PEGA ήταν σαφής ως προς αυτό το συμπέρασμα: αν δεν γνωρίζουμε γιατί παρακολουθούνταν ο Ανδρουλάκης, γιατί ολοκληρώθηκε η εξεταστική; Η κυβέρνηση δεν απάντησε. Ακόμη περισσότερο, η κυβέρνηση αρνήθηκε να συμπεριληφθούν μάρτυρες κρίσιμοι για τη διαλεύκανση και αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στο υλικό της εξεταστικής επιτροπής για την καταστροφή των δεδομένων των υποκλοπών. Για το τελευταίο θεωρήθηκε από την επιτροπή PEGA ότι η ΕΥΠ αρνείται τη λογοδοσία και το κοινοβούλιο αδυνατεί να επιτελέσει τον εποπτικό του ρόλο.

Με λίγα λόγια, η εμπλοκή του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων είναι πια δεδομένη.

Εδώ ας επιστρέψουμε στην ουσία του προβλήματος. Το κέντρο των εξελίξεων είναι αυτή τη στιγμή μια υπόθεση στην οποία γνωρίζουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου, υπό την έννοια ότι έχουμε να κάνουμε με πιστολέρος που ανταλλάσσουν δηλώσεις λες και πρόκειται για συνέντευξη τύπου πριν από αγώνες πάλης, αλλά σίγουρα δεν διαθέτουμε πλήρη εικόνα. Απέναντι σε αυτό, ο  κυβερνητικός εκπρόσωπος στην προσπάθειά του να απαντήσει στις αποκαλύψεις του Documento, είπε ότι η χώρα δεν έχει το περιθώριο για ένα νέο διχασμό:

«Η χώρα μας ιστορικά, εθνικά και κοινωνικά δεν έχει την πολυτέλεια διχασμών, δεν έχει την πολυτέλεια ανωμαλίας ειδικά σε μια τέτοια συγκυρία. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται εθνικές τραγωδίες και η κυβέρνηση θα διασφαλίσει όπως το έκανε πάντα, ότι δεν θα αφήσει κανέναν να κάνει πράξη τις μεθοδεύσεις αυτές».

Είμαι της αντίθετης άποψης. Το αίτημα του κράτους είναι να καταφέρει να είμαστε ενωμένοι στο πλευρό του,  απέναντι σε όποιον τους βολεύει κάθε φορά: Κάποιο τέρας του αστυνομικού δελτίου ή τον τούρκο κατακτητή.

Το δικό μας ζητούμενο είναι να επαναφέρουμε την πολιτική συζήτηση στο φως της ημέρας, εκεί που τα συνθήματα αντιστοιχούν όντως σε αυτό που μας καίει. Ένας εσμός από ψευτόμαγκες, ερασιτέχνες του κυνισμού, μας εγκαλούν κάθε φορά που πέφτουμε από τα σύννεφα γιατί οι ίδιοι έχουν μάθει πια να μην εκπλήσσονται. Δικό μας χρέος πιστεύω ότι είναι να είμαστε εντελώς διχασμένοι, αποφασιστικά απέναντι σε όσους πρωταγωνιστούν σε αυτή την υπόθεση.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πηγές στην ΕΥΠ που δίνουν στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στη δημοσιότητα. Τα στοιχεία αυτά βγήκαν αρχικά στη δημοσιότητα από τους ερευνητές δημοσιογράφους που ανέδειξαν τον σκάνδαλο και στη συνέχεια διασπείρονται σε όλον τον τύπο, μέχρι και τον συστημικό, την Καθημερινή, Το Βήμα και τα Νέα.

Τα σκάνδαλα είναι μια  πρωτόγονη μορφή πολιτικής αντιπαράθεσης. Φωνάζουμε να πάνε φυλακή οι εγκληματίες. Αυτό είναι εύλογο, διότι δεν θέλουμε να μας κυβερνά ένας πρωθυπουργός που παρακολουθεί δημοσιογράφους και πολιτικούς. Όμως, μέσα  σε αυτό το δαιδαλώδες πλέγμα συμφερόντων και εγκλημάτων, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς απασχολεί τους πολιτικούς που ψηφίζονται, όταν δεν μιλούν δημόσια, και να αρθρωθεί αυτό που απασχολεί εμάς, που δεν έχουμε τη συνήθεια της διπροσωπίας διότι δεν εγκληματούμε ούτε ψηφοθηρούμε.

Η παρακολούθηση δημοσιογράφων σημαίνει ότι παγιδεύεται και πλήττεται η απαίτηση για λογοδοσία, ότι αν ο Κουκάκης μας έλεγε πώς αρχειοθετήθηκαν τραπεζικά σκάνδαλα και πως αποδεσμεύτηκε 1δις ευρώ προϊόντων οικονομικού εγκλήματος που επιστράφηκε στους εγκληματίες, του κόβονται οι επαφές με πηγές και μαζί η δυνατότητα της δημοσιογραφίας (όταν είναι δημοσιογραφία) να ελέγχει την εξουσία. Στο πολιτικό πεδίο, ας πάρουμε τοις μετρητοίς τις δηλώσεις Ανδρουλάκη που έλεγε ότι «ήθελαν ένα ΠΑΣΟΚ σε ομηρία», δηλαδή έχουμε πολιτικούς που εκβιάζονται, με μηχανισμούς που δείχνουν προς το Μαξίμου.

Αυτό θα πει να επιμείνουμε στη δικαστική διερεύνηση ενός βαρύτατου σκανδάλου, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα υπονόμευσης των θεσμών, και μαζί να επιστρέψουμε σε μια συζήτηση που θα επαναφέρει την πολιτική στο φως της μέρας, με τον τρόπο των ανθρώπων που ζητούν όχι να πλουτίσουν, αλλά να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Πολιτική είναι η πίστη στη δυνατότητα να αλλάξουμε τον κόσμο. Μέσα στο απέραντο μαφιοζιλίκι αυτών που πλουτίζουν, παρακολουθούν, εκβιάζουν και φιμώνουν, χρειάζεται πρώτα να επιμείνουμε για δικαιοσύνη και μαζί να μην ξεχάσουμε ότι πολιτική είναι πολύ περισσότερα από το να αμυνθούμε απέναντι σε εγκληματίες.