Τερματίζει στον σταθμό τού Βιτέμπσκ: νυσταγμένος και τρωτός, δίχως καφέ, βγαίνω σε μια μυθική πόλη που με τρομάζει. Μικρές μπάλες με χνούδι από τα δέντρα στροβιλίζονται στον αέρα – θα με ακολουθήσουν σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου εδώ, σε κάθε μέρος. Οι τεράστιες γέφυρες του Νέβα ––σηκώνονται κάποιες ώρες τις νύχτες τού καλοκαιριού––, ένας ιστός από κανάλια που τα διασχίζουν τουριστικά σκάφη, το ιστορικό κέντρο γύρω από τη ραχοκοκαλιά τής Αλεξάντρ Νιέβσκι Πρόσπεκτ… Τί κοινό έχει άραγε η Αγία Πετρούπολη με τη Νέα Υόρκη; Είναι και οι δύο χτισμένες πάνω σε μια συστάδα νησιών· τα ονόματα των βασικών τους συνοικιών είναι ονόματα νησίδων, κρυμμένων σχεδόν από το μάτι χάρη στον εντατικό πολεοδομικό σχεδιασμό και το πυκνό επικοινωνιακό δίκτυο. Βαθιά, κάτω από την κοίτη τού ποταμού, βομβεί το μετρό τής πόλης.
Ένα τεράστιο έλος ήτανε κάποτε εδώ, το δέλτα τού ποταμού Νέβα, όπου ο Αλέξανδρος απ’ το Νόβγκοροντ, που αργότερα επονομάστηκε Νιέβσκι (δηλαδή: του Νέβα), νίκησε Τεύτονες και Σκανδιναβούς αναγκάζοντάς τους χάρη σ’ ένα επιτήδειο τέχνασμα να βαδίσουν με τον πολύ βαρύτερο οπλισμό τους στην παγωμένη επιφάνεια τής λίμνης Λάνταγκα. Στο ίδιο σημείο, κάπου πέντε αιώνες αργότερα, ο Πέτρος κατατρόπωσε οριστικά τους Σουηδούς και τότε ακριβώς, το 1712, αποφάσισε να κάνει τούτο το ερημικό οχυρό τής δόξας του τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που οραματιζόταν. Δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές λέγεται ότι αναλώθηκαν μέσα στο απίστευτο διάστημα δέκα περίπου χρόνων που χρειάστηκε για να ορθωθεί αυτό το πετράδι τού Βορρά, το παράθυρο στη Δύση που θέλησε η διορατικότητα ενός νεωτεριστή τσάρου, και από τότε μέχρι την Επανάσταση του 1917 σχεδόν ακατάπαυστα η καρδιά τού γίγαντα της Ανατολής θα χτυπάει εδώ, κάτω από τα μπαρόκ-ροκοκό παλάτια, τους βυζαντινούς και ρωμαϊκούς τρούλους, την ιταλική αρχιτεκτονική και τους επιτηδευμένους γαλλικούς κήπους.
Η Ρωσία είναι σαν τις ματριόσκες. Υπάρχει κάτι αβυσσαλέο και αβυθομέτρητο σε τούτο το έθνος, ανεξάντλητες όψεις και πρόσωπα εγκιβωτισμένα το ένα μέσα στο άλλο σαν ρώσικες κούκλες, κάτι που σε τρομάζει με το μέγεθος και τις μεταπτώσεις του – και, με τον ίδιο τρόπο, αιχμαλωτίζει με ανησυχητική γοητεία… Πρώτα-πρώτα στοιχειώνει τον ίδιο τον χώρο: αρκτική ζώνη και τούντρα, ζώνη των κωνοφόρων δασών, στέππα, πεδιάδες-σιτοβολώνες σε ατέρμονη διαδοχή· ο Καύκασος και τα Ουράλια, ο Εύξεινος Πόντος και η Κασπία, ο Βόλγας και ο Δον· Σιβηρία και Άπω Ανατολή, Καμτσάτκα και Σαχαλίνη… Και οι λαοί έν’ αντίστοιχο μωσαϊκό: φυλές σλαβικές, καυκάσιες, ουραλοαλταϊκές, τραχείς ορεσίβιοι και νομάδες τής στέππας, εξισλαμισμένοι και εκχριστιανισμένοι βίαια, κατακτημένοι αργά και δύσκολα από άτακτα σώματα κοζάκων, αποικιοποιημένοι μόλις στον δέκατο ένατο αιώνα από τον αυτοκρατορικό στρατό – ινδιάνοι τής Ευρασίας με τις απαγορευμένες σαμανικές τους τελετές, λάτρεις των πνευμάτων τού Ταράνδου και της Αρκούδας, ανάμεσά τους ακόμα και λίγοι προσήλυτοι στον Βουδισμό των Ιμαλαΐων (Μπουριάτες τού Ιρκούτσκ και της Βαϊκάλης)… Πόσοι αιώνες και πόσο αίμα χρειάστηκε για να καρφωθούν όλοι αυτοί στη μεγάλη λάρνακα ενός και μοναδικού έθνους; Και όμως, σε τούτο το εργαστήρι τού πολιτικού συγκεντρωτισμού, συνδυασμένης κληρονομιάς τού βυζαντινού δεσποτισμού και του στρατιωτικού κράτους των Μογγόλων, άκμασαν μορφές άμεσης δημοκρατίας που δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από την Αθήνα τού Περικλή: δεν είναι πολύς ο καιρός που ο Marcel Detienne έφερε στο φως τις πρακτικές τής συνέλευσης των κοζάκων τής Ουκρανίας· λιγότερο γνωστή είναι ίσως η δημοκρατία τού Νόβγκοροντ, τουλάχιστον από τον δέκατο τέταρτο αιώνα, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν δια βοής κι επικρατούσε η φωνή η οποία κατόρθωνε να σκεπάσει τις άλλες… Εκείνο που οι λάτρεις τής εθνικής λογοτεχνίας ονόμασαν «ρώσικη ψυχή» θα δυσκολευτείς μάλλον να το συναντήσεις, για τον απλούστατο λόγο πως υπάρχουν πολλές, κουβαριαστά σφιχταγκαλιασμένες, ρώσικες ψυχές: οι ιλιγγιώδεις μεταπτώσεις τού Ρώσου, από την ανελέητη σκληρότητα στην αποσβολωτική εγκαρδιότητα και συμπόνια (απίστευτο πόσο τρυφερές εκφράσεις έχει η ρωσική γλώσσα!), από την περήφανη ανεξαρτησία στη μαζοχιστική αυτοταπείνωση, από το θρησκευτικό παραλήρημα και τον άμετρο μυστικισμό στην κυνική λατρεία τής δύναμης ––σήμερα, προπαντός στη δίψα για πλούτο— είναι γνωστές και παροιμιώδεις… Τώρα, μετά τον τελευταίο σεισμό που κλόνισε ακόμα μία φορά το έδαφος κάτω από τα πόδια της, τρεις μοιάζουν να είναι οι μεγάλες δυνάμεις που διεκδικούν τη ρωσική ψυχή: το αλκοόλ, η ορθόδοξη ευσέβεια και το χρήμα.
Η Αγία Πετρούπολη φέρνει χαραγμένα στο ίδιο της το κύτταρο το μεγαλείο και τις οδυνηρές αντιφάσεις τής Ρωσίας. Η απέραντη ματαιοδοξία των τσάρων στον ανταγωνισμό τους με τη Ευρώπη, κυρίως με τις αυλές τής Γαλλίας, είχε όλα τα χαρακτηριστικά αρκτικού πότλατς: πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς αυτή την τρομακτική σπατάλη πλούτου και πολυτέλειας, την ομορφιά που πληγώνει στην άμετρη υπερβολή της ––οι μεγαλειώδεις κήποι τού Πέτερχοφ με τα χρυσά συντριβάνια-αγάλματα που κομπάζουν επιδεικτικά προς τις Βερσαλλίες· το Τσάρκοε Τσέλο με τα ρουμπίνια, τους μαλαχίτες και το δωμάτιο από κεχριμπάρι τής Αικατερίνης· ο καθεδρικός τού Αγίου Ισαάκ με τον ολόχρυσο βαρύ τρούλο· ο Ναός του Σωτήρος (ο λεγόμενος «του Χυμένου Αίματος», επειδή εδώ ακριβώς δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος ο Β΄) με τους κρεμμυδόσχημους μοσχοβίτικους τρούλους και με την απίστευτη ασωτεία των χρωμάτων, των πολύτιμων λίθων και των διακοσμητικών· ο καθεδρικός τού Καζάν, πιστή απομίμηση του Αγίου Πέτρου τής Ρώμης· το μεγαλούργημα του Ερμιτάζ (το μπαρόκ συγκρότημα των Χειμερινών Ανακτόρων, δίπλα στο επιβλητικό Ναυαρχείο, με τις αλλεπάλληλες νεοκλασικές επεκτάσεις του), υλοποίηση του ονείρου μιας άπληστης για ισχύ και αναγνώριση αυτοκράτειρας, κιβωτός σήμερα του μυθικού αριθμού τριών εκατομμυρίων έργων τέχνης· ο ουρανομήκης πύργος τού καθεδρικού στο Φρούριο Πέτρου και Παύλου, όπου φιλοξενούνται και πάλι τώρα τα οστά των Ρομανώφ— αλλά και με τον ίδιο τρόπο, επίσης, απλόχερη σπατάλη ανθρώπινων ζωών; Ο όγκος, η πληθώρα και οι γιγαντιαίες διαστάσεις που εκμηδενίζουν την ανθρώπινη κλίμακα είναι γραμμένα, λες, στον γενετικό κώδικα αυτού του πολιτισμού: και τίνος πράγματος άραγε συνέχεια ήταν η εμπειρία τού Σοβιετισμού; Τί θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από το όνειρο μιας κοινωνίας των συνεταιρισμένων παραγωγών που οραματίστηκε ένας άσημος εβραίος τής Ευρώπης, απ’ όσο η αυτοκρατορία αυτή του εξηλεκτρισμού και του ατσαλιού που αντιμετώπισε την ανθρώπινη ζωή σαν απεριόριστα αναλώσιμο υλικό στο τεχνούργημα της αγέρωχης κυριαρχίας; Σπαράζοντας κομμάτι-κομμάτι τα σπλάχνα της, δυνάμει ονομαστικών αξιών που δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν ούτε τα ίδια τα θύματα της ενορχηστρωμένης εξόντωσης; Στο όνομα ποιας δύναμης ανταλλάχθηκαν είκοσι εκατομμύρια νεκροί με την αποφασιστική νίκη επί του Άξονα που ανέστρεψε οριστικά την πορεία τού τελευταίου πολέμου, ποιο νόημα και ποιος σκοπός κράτησε τους επί δυόμισι χρόνια πολιορκημένους κατοίκους τού Λένινγκραντ τρώγοντας δερμάτινες ζώνες και αρουραίους, καμιά φορά και τα πτώματα εκείνων που άφηναν κατά χιλιάδες την τελευταία τους πνοή στους βομβαρδισμένους από το ναζιστικό πυροβολικό δρόμους – αν όχι το πνεύμα αυτό της μεγαλειότητας και του δέους, της ακτινοβολίας και της ισχύος που απαιτεί δεσποτικά τη θυσία τού ανθρώπινου;
Σήμερα η Αγία Πετρούπολη (δηλαδή, το ιστορικό της κέντρο) αντιπροσωπεύει την σπουδαιότερη τουριστική επένδυση της νέας Ρωσίας· και φυσικά αποδίδει. Πετρούπολη όμως δεν είναι μόνο το Ερμιτάζ, τα Παλάτια και το Θέατρο Μαρίνσκι. Στην Ιντζενέρναγια Oύλιτσα, στο επιβλητικό ανάκτορο Μιχαϊλόβσκι που σχεδίασε ο Rossi, στεγάζεται το Ρωσικό Μουσείο: ανεκτίμητο τεκμήριο της ρωσικής ιστορίας μέσ’ από την εξέλιξη της τέχνης της, ξεκινώντας από τις πρώιμες αγιογραφίες τού Αντρέι Ρουμπλιώφ και των μαθητών του και φτάνοντας μέχρι τους μεγάλους δασκάλους τού εικοστού αιώνα (Βρούμπελ, Ραίριχ, Σαγκάλ, Μάλεβιτς, Καντίνσκι) – με ξεχωριστό τμήμα λαϊκής τέχνης και μια μοναδική συλλογή Σοβιετικών αφισών… Δίπλα του ακριβώς, προς την πλευρά τής Σαντόβαγια, είναι το Εθνογραφικό Μουσείο. Δύσκολο να περιγράψεις την εμπειρία του: να πω μόνο για τα εργαλεία και τις μάσκες των λαών τού Καυκάσου, τη σπάνια φωτογραφική συλλογή από τις αρχές τού αιώνα, την πτέρυγα με τις λαϊκές φορεσιές, τα όπλα και τα μουσικά όργανα, την πλήρη εξάρτυση του σιβηριανού σαμάνου, τα ρούχα από δέρμα ψαριού των κατοίκων τής Σαχαλίνης… Στο επιβλητικό νεκροταφείο τής Λαύρας Αλεξάντρ Νιέβσκι θα βρεις τους τάφους τού Ντοστογιέβσκι και των μεγάλων μουσουργών τής πόλης (Τσαϊκόβσκι, Μουσόργκσκι, Μπορόντιν, Ρίμσκι-Κόρτσακοφ), ενώ οι τελευταίες κατοικίες τού Ντοστογιέφσκι και του Πούσκιν λειτουργούν τώρα σαν μικρά μουσεία. Το Ερμιτάζ βέβαια χρειάζεται έναν χρόνο για να το περιηγηθείς κανονικά. Τα εκτιθέμενα έργα είναι μόνο ένα μικρό μέρος όσων βρίσκονται ακόμη θαμμένα στα υπόγειά του· εκείνο που ίσως οι περισσότεροι αγνοούν, όμως, είναι ότι μερικά εξαφανίστηκαν μυστικά τη σταλινική περίοδο. Για παράδειγμα, σήμερα εκτίθενται εδώ δύο Ραφαήλ, ενώ είναι γνωστό ότι υπήρχαν τέσσερις… Οι άλλοι δύο βρίσκονται τώρα στο Εθνικό Μουσείο τής Ουάσινγκτον: στη διάρκεια του πολέμου η κυβέρνηση πλήρωσε με αυτούς τεχνολογική υποστήριξη και προμήθειες από τις ΗΠΑ.
Στις λίγες ημέρες που έχει κατά κανόνα ο επισκέπτης τού Ερμιτάζ στη διάθεσή του, δεν πρέπει να παραλείψει μια επίσκεψη στις λεγόμενες Αίθουσες των Θησαυρών (ισόγειο των Χειμερινών Ανακτόρων). Κλειδωμένες και δίχως παράθυρα, φρουρούμενες με δρακόντεια μέτρα και απαιτώντας ξεχωριστό εισιτήριο, στεγάζουν τα κοσμήματα των Ρομανώφ και τον χρυσό των Σκυθών. Οι τουρίστες συνήθως εντυπωσιάζονται από την αυτοκρατορική κοσμηματοθήκη: έργα ευρωπαίων ως επί το πλείστον τεχνιτών από τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα, παραγγελίες κυρίως των αυτοκρατειρών Άννας, Ελισάβετ κι Αικατερίνης – χρυσάφι, ασήμι κι ελεφαντόδοντο στολισμένο με αμύθητα διαμάντια, σμαράγδια, ζαφείρια και ρουμπίνια, αναγεννησιακά και μπαρόκ, βυζαντινά, λαϊκότροπα και αρ νουβώ σχέδια· μια πρώιμη μορφή μεταμοντερνισμού, μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς, που συνδυάζει κατά το καπρίτσιο των υψηλών εστεμμένων ύφη, ρυθμούς και τεχνοτροπίες (στους κήπους τής Αικατερίνης, άλλωστε, θα δει κανείς μια ολόκληρη μικρογραφία κινέζικου χωριού κι ένα λουτρό με όψη κωνστανινουπολίτικου τζαμιού…). Εκείνο που πρόκειται όμως πραγματικά για το συγκλονιστικό εδώ, είναι ο χρυσός των Σκυθών: απίστευτης ομορφιάς χρυσαφένια μικροτεχνήματα που τα παλαιότερα είναι αγνώστου προελεύσεως και ανάγονται στην τρίτη π.Χ. χιλιετηρίδα, τα περισσότερα όμως χρονολογούνται από την πρώτη χιλιετία και είναι κατασκευασμένα από έλληνες τεχνίτες τού Πόντου για λογαριασμό τοπικών σκυθών ηγεμόνων. Βρέθηκαν σε υπερυψωμένους τύμβους (κουργκάν) σε όλο το μήκος τής Μαύρης Θάλασσας, της Ουκρανίας και του Καυκάσου, περιοχή τής εξάπλωσης των νομάδων Σκυθών και Σαρματών· απεικονίζουν λιοντάρια, πάνθηρες, γρύπες, άλογα και κυρίως ελάφια ––το ιερό ζώο των Σκυθών— καθώς και συμπλέγματα πολεμιστών με χαρακτηριστική σκυθική αμφίεση· ανάμεσά τους αμφορείς, χτένια και κοσμήματα, φυτικά διακοσμητικά και μια κεφαλή τής Μέδουσας. (Ο μυστηριώδης λαός των Σκυθών εξαφανίστηκε υπό άγνωστες συνθήκες στις αρχές τής χριστιανικής χρονολογίας· οι μοναδικοί γλωσσικοί τους απόγονοι, οι Οσσέτες, μάχονται σήμερα για τη δική τους αυτονομία στην αρτισύστατη Δημοκρατία τής Γεωργίας.)
Η Αγία Πετρούπολη είναι, εκτός των άλλων, η πρωτεύουσα της ρώσικης τζαζ. Με δεκάδες μικρά τζαζ φεστιβάλ, τζαζ-κλαμπ, τζαζ-καφέ, μέχρι κι ένα μοναδικό στο είδος του «Τζαζ Μουσείο» (κοντά στον καθεδρικό Βλαντιμίρσκι), γίνεται σήμερα πόλος έλξης όχι μόνο για μουσικούς με αυτοσχεδιαστικές ανησυχίες απ’ ολόκληρη τη Ρωσία αλλά και για μεγάλα ονόματα από τη Δύση. «Τζαζ στις Λευκές Νύχτες» λεγόταν το φετινό ανοιχτό φεστιβάλ στο Φρούριο Πέτρου και Παύλου, 18 και 19 Ιουνίου, που συγκέντρωσε καλλιτέχνες από τη Ρωσία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου αντιπροσωπεύτηκαν δημοκρατικά όλα τα είδη τζαζ, τζαζ-ροκ, φάνκι – ακόμη και accid-jazz… Αυτή η ανέμελη ελευθερία και το γιορτινό, όλο και περισσότερο καταναλωτικό κλίμα σήμερα δύσκολα επιτρέπει να φανταστεί κάποιος τί σήμαινε να παίζεις τζαζ στην Ανατολική Ευρώπη πριν λίγες δεκαετίες.
Και όμως… πίσω από το συρματόπλεγμα άνθισε μια μοναδική σκηνή, γύρω στις αρχές τής δεκαετίας του ’70, στην Πράγα, στη Βουδαπέστη, στη Βαρσοβία, στη Λουμπλιάνα, στο Ζάγκρεμπ, στο Βελιγράδι, στο Ανατολικό Βερολίνο… Τα πρώτα ρήγματα άνοιξαν πιθανότατα στην Πολωνία και στην πρώην Τσεχοσλοβακία: μόνιμες διοργανώσεις όπως το Jazz Jamboree της Βαρσοβίας και το Jazz Festival της Πράγας γέννησαν μια εναλλακτική σκηνή που μπορεί να εννοηθεί ως το μουσικό ισοδύναμο της πολιτικής διαφωνίας – και ακολούθησαν τα τοπικά φεστιβάλ στις πρωτεύουσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, Λουμπλιάνα, Ζάγκρεμπ και Βελιγράδι… Ιδιαίτερα η Πολωνία έδωσε γίγαντες όπως οι σαξοφωνίστες Sbigniew Namyslovski και Tomasz Szukalski, ο πιανίστας Adam Makowicz και ο τρομπετίστας Tomasz Stanko – αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικοί δεν στάθηκαν ανατολικογερμανοί μουσικοί όπως ο Ulrich Gumpert και ο Ernst Ludwig Petrowski. Η Τσεχοσλοβακία γνώρισε μια πρώιμη άνοιξη της τζαζ ––ένα είδος ντίξιλαντ ποτισμένο με ντόπια στοιχεία–– ανάμεσα στο τέλος τού δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και το 1948, οπότε η χώρα προσαρτήθηκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (τα λεγόμενα «χρόνια από πλαστικό»)· ο υποτιθέμενος κομμουνισμός έδωσε απότομο τέλος σε αυτές τις ανησυχίες, οι οποίες επανέκαμψαν σε πιο ώριμη μορφή τα χρόνια τού ’60 και του ’70, με πρωταγωνιστές μουσικούς όπως ο εκπληκτικός βιμπραφωνίστας Karel Velebný (ο ήχος του θυμίζει πολύ Cal Tjader), οι σαξοφωνίστεςJiří Stivin και Rudolf Tichaček, ο ντράμερ Josef Vejvodaκαι πολλοί άλλοι που δεν έγιναν ποτέ ονόματα γνωστά στη Δύση. Οι Ούγγροι διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερη παράδοση που συνδύαζε την βαθιά κλασική παιδεία, το πλούσιο τοπικό φολκλόρ και μια κάπως φάνκι προσέγγιση στον αυτοσχεδιασμό: μουσικοί όπως ο Béla Lacatos κι ο Attila Lαslö ήταν μόνο η κορυφή τού παγόβουνου, που σήμερα έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά πολύβουη και δραστήρια μουσική σκηνή (το 1981, τα χρόνια που ο βετεράνος πιανίστας επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα στο Τζαζ-κλαμπ τού Μπαράκου, φέραμε μια φορά το κουαρτέτο τού Béla Lacatos και στην Πάτρα, στο Boboleon Jazz· έχω ακόμα καρφιτσωμένες τις φωτογραφίες από εκείνη τη βραδιά). Έως και η μικρή σκηνή τής Σόφιας έβγαλε έναν διεθνή πιανίστα, τον Μίλτσο Λέβιεφ που εδώ και χρόνια σταδιοδρομεί στην Αμερική, αλλά και τον νεότερο Θεοδόσι Σπάσοφ, τον σημαντικότερο αυτοσχεδιαστή στο καβάλ, το ξύλινο πνευστό των Βαλκανίων. Και να μην πω τίποτα για τη θρυλική τρομπέτα από την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τον Dusko Goykovich,που εδώ και μισό αιώνα μάς εκπλήσσει άλλοτε από την πατρίδα του κα άλλοτε από τις ΗΠΑ, όπου έζησε μια μεγάλη περίοδο αυτοεξόριστος κι έπαιξε με τα σπουδαιότερα mainstream ονόματα της αμερικανικής σκηνής…
Στη Ρωσία, ιδιαίτερα τη σταλινική περίοδο, η τζαζ ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Αλλά και αργότερα, η ενασχόληση με το είδος σήμαινε για έναν μουσικό την κοινωνική απαξίωση και, κατά πάσα πιθανότητα, την επαγγελματική περιθωριοποίηση και την οικονομική εξόντωση. Αν ακόμη προσθέσουμε την έλλειψη παιδευμένου ακροατηρίου και την απόλυτη αδυναμία των μουσικών να ηχογραφήσουν τη μουσική τους, καταλαβαίνει κανείς πόσο κουράγιο χρειαζόταν για ν’ ανήκεις στους μουσικά αντιφρονούντες – πιθανότατα, όσο ακριβώς το να είσαι «μαύρος και υπερήφανος» στις ΗΠΑ την δεκαετία τού 1940! Το 1967 έγινε στο Τάλιν το πρώτο (και τελευταίο) διεθνές φεστιβάλ τζαζ στη Σοβιετική Ένωση: το κουαρτέτο τού Charles Lloyd με τον Keith Jarrett μπήκαν στη χώρα ιδιωτικά, σαν τουρίστες, με πρόσκληση του παραγωγού Γκιόργκι Αβακιάν, και τότε ζητήθηκε από τις αρχές άδεια να παίξουν σε τοπικό φεστιβάλ· ο αιφνιδιασμός λειτούργησε και η συναυλία έγινε με παραληρηματική ανταπόκριση από το κοινό, ύστερ’ απ’ αυτό όμως το Φεστιβάλ του Τάλιν απαγορεύτηκε. Μέσα στα επόμενα χρόνια άρχισε ν’ αναπτύσσεται μια αβαν-γκάρντ σκηνή κυρίως στην περιφέρεια – στις Βαλτικές χώρες, στη Σιβηρία και στις μικρές πόλεις τού Βορρά (με μόνη εξαίρεση το κουαρτέτο του Αλεξάντρ Πιτσίκωφ, από τη Μόσχα). Στο Βίλνιους της Λιθουανίας άλλωστε σχηματίστηκε το εντυπωσιακό τρίο τού Βιατσεσλάβ Γκανιέλιν, το απολύτως σημαντικότερο σχήμα τής ρωσικής πρωτοπορίας ίσως μέχρι σήμερα (μολονότι το τρίο δεν υπάρχει πια). Στο Ναβασιμπίρσκ ιδρύθηκε ο Δημιουργικός Σύνδεσμος της Τζαζ υπό την αιγίδα τής τοπικής Κομσομόλ, που από τα τέλη τής δεκαετίας τού ’70 άρχισε να οργανώνει ένα ετήσιο φεστιβάλ – μοναδική διέξοδο για τους ανήσυχους νέους μουσικούς· στο Αρχαγγέλσκ, το σεξτέτο τού Βλαντιμίρ Ρετζίτσκι έπαιζε ένα ασυνήθιστα εκφραστικό είδος free ποτισμένο με λαϊκά ηχοχρώματα… Σήμερα, ωστόσο, μετά τις κοσμογονικές ανακατατάξεις, η Αγία Πετρούπολη ανακτά σταθερά τα πρωτεία τού μουσικού αυτοσχεδιασμού.
Άκουσα τον Ανατόλι Γκερασίμοφ. Προς ντροπή μου τον αγνοούσα, μολονότι έχει μακρόχρονη εμπειρία και δισκογραφική παρουσία στο εξωτερικό. Ξεκίνησε να παίζει τζαζ το 1962 με συμβατικές ορχήστρες τής Σοβιετικής Ραδιοφωνίας, όμως το 1973 μετανάστευσε οριστικά, αρχικά στην Ιταλία όπου έπαιξε με τον TonyScott, και ύστερα στη Νέα Υόρκη όπου συνεργάστηκε με την μπάντα των Thad Jones/ Mel Lewis, με τον Chet Baker, τον Elvin Jones, τον Jaco Pastorius, κ.ά. Το 1993 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι γράφοντας κυρίως μουσική για το θέατρο και την τηλεόραση, όπου είχε ωστόσο την ευκαιρία να παίξει με αφρικανούς και νοτιοαμερικανούς μουσικούς. Το 1997 η ρωσική κυβέρνηση του έδωσε πίσω το διαβατήριο που η Σοβιετική Ένωση τού είχε αφαιρέσει πριν από εικοσιπέντε χρόνια, και σήμερα ο Ανατόλι Γκερασίμοφ ζει και συνθέτει στη Μόσχα. Παίζει τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο και μια σειρά από παραδοσιακά ξύλινα πνευστά, περιλαμβανομένου του ιαπωνικού σακουχάσι. Ο ήχος του στο σοπράνο μοιάζει να χρωστάει κάτι στον Steve Lacy, στον Charlie Mariano και, φυσικά, στον μεγάλο Tony Scott. Παίξιμο ρυθμικό ––ένας καταπληκτικός ντράμερ, ανάλογα ισχυρό το ηλεκτρικό, χωρίς τάστα μπάσο— με ισχυρούς εμβατηριακούς συνειρμούς (πόσο εμβατήριο υπάρχει μέσα στη λαϊκή ρώσικη μουσική; Ακούστε τον παραδοσιακό «Χορό τού Κόκκινου Ιππικού των Κοζάκων» και μετά τον «Αλέξανδρο Νιέβσκι» του Προκόπιεφ ή την 5η Συμφωνία του Σοστακόβιτς), εθνο-modal αναπτύξεις που φτάνουν αβίαστα μέχρι τα Ουράλια, και ξάφνου διακριτικά ηλεκτρονικά με fusion και accid χρωματισμούς…
Είπαμε, άλλωστε: η Ρωσία είναι σαν τις ματριόσκες· στη μουσική, όχι λιγότερο απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού.