Καθισμένη σε μπακλαβά-γωνία μπαρ της Κυψέλης ένα καυτό (εντάξει ημίκαυτο) βράδυ του Ιούλη, παρατηρώ μια κατσαρίδα που κόβει βόλτες στα τραπέζια, συλλογιζόμενη το δίχως άλλο πως όλοι αυτοί οι ενοχλητικοί γίγαντες με τα μπίρκενστοκ και τα σταράκια έχουν προβεί σε ξεκάθαρη επέμβαση εξευγενισμού της γειτονιάς και της κοινότητάς των ομοειδών της.
Καθισμένη σε μπακλαβά-γωνία μπαρ της Κυψέλης ένα καυτό (εντάξει ημίκαυτο) βράδυ του Ιούλη, παρατηρώ μια κατσαρίδα που κόβει βόλτες στα τραπέζια, συλλογιζόμενη το δίχως άλλο πως όλοι αυτοί οι ενοχλητικοί γίγαντες με τα μπίρκενστοκ και τα σταράκια έχουν προβεί σε ξεκάθαρη επέμβαση εξευγενισμού της γειτονιάς και της κοινότητάς των ομοειδών της Σαν γνήσιο ταραχοποιό στοιχείο που είναι, ο χαμένος αυτός καφκικός ήρωας, ο μπαχαλάκιας, θα έλεγε κανείς, του ευγενούς κόσμου των ασπόνδυλων δικτυόπτερων, στοχεύει και πετυχαίνει να προκαλέσει το χάος γύρω της. Οι γίγαντες σηκώνονται από τις καρέκλες τους, επικρατεί ένα ανήσυχο σούσουρο, μια κοπέλα φέρνει ένα Baygon από το αμάξι της, ο σερβιτόρος βγαίνει με τη σκούπα ανά χείρας, δύο αγόρια τα έχει πιάσει φαγούρα καθώς καθησυχάζουν μετ’ επιτάσεως τους υπόλοιπους ότι «έχουν κάνει στρατό και δεν τους σκιάζει φοβέρα καμιά», δύο μεσόκοποι κύριοι καλούν δυο όχι και τόσο ταραγμένες κοπέλες στο τραπέζι τους για να τις «σώσουν».
Ξάφνου, ο Γκρέγκορ Σάμσα κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος μου κι εγώ σηκώνω το πόδι μου και τον συνθλίβω κάτω από τη σόλα του παπουτσιού μου. Και αφού προσπαθώ, ανάμεσα σε πανηγυρισμούς του πλήθους, χειροκροτήματα και κερασμένα από τον ιδιοκτήτη σφηνάκια να σωπάσω την οργουελιανή μου συνείδηση που μου ψιθυρίζει «αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου για πάντα», γυρίζει και μου λέει ο μεσόκοπος κύριος «Δηλαδή τους άντρες έτσι τους πατάς;» και απαντάει ο σερβιτόρος «Άσε αυτά τα φαλλοκρατικά. Είναι κοπέλα για σπίτι. Και τις δουλειές θα σου κάνει και θα σκοτώνει τις κατσαρίδες». Σιωπηλή, με το ψεύτικο χαμόγελο του «καλού κοριτσιού»® χαραγμένο στα χείλη μου και, κυρίως, πολύ αποκαμωμένη, επιστρέφω στο τραπέζι μου αναλογιζόμενη το γνωστό μότο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: «Γιατί οι γυναίκες είναι συνεχώς κουρασμένες; Γιατί το να πολεμάς την πατριαρχία είναι εξαντλητικό».
Είναι, πράγματι, εξαντλητικό, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σε μια δυτική «πολιτισμένη» χώρα να πρέπει να πολεμάμε ακόμα «for this fucking shit», να πρέπει να εξηγούμε ακόμα τα αυτονόητα. Κι όμως, η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα δεν λέει τίποτα καθώς η ιστορία δεν προχωράει γραμμικά από ένα συντηρητικό παρελθόν προς ένα προοδευτικό μέλλον, αλλά με πολλά πίσω-μπρος, άλματα και αντιδραστικές αναδιπλώσεις· σε δυτικές «πολιτισμένες» χώρες όπως τη δική μας αστυνομικοί σαπίζουν στο ξύλο πολίτες απρόκλητα, μέχρι θανάτου, πατώντας τους στο οδόστρωμα κρατική αδεία και με τη δικαιοσύνη να είναι απ’ έξω από το δικαστήριο που θα έλεγε και ο ποιητής· και είναι σε αυτές τις χώρες τον 21ο αιώνα που χρειάζεται ακόμα να διεξάγουμε σοβαρό δημόσιο διάλογο για το αν ο κορωνοϊός οφείλεται στο 5G, σε μια παγκόσμια σιωνιστική συνομωσία εμφύτευσης μικροτσίπ μέσω εμβολίων, σε εξωγήινους ψεκασμούς ή σε self-loathing μεγαλοκαπιταλιστές που επιβουλεύονται το οικονομικό σύστημα που γεμίζει τις τσέπες τους. Σε αυτό τον χρόνο και σε αυτόν τον τόπο, λοιπόν, σε αυτόν τον σχεδόν μυθιστορηματικό χρονότοπο που θα έλεγε και ο Mikhail Bakhtin, ας προσπαθήσουμε πάλι να μιλήσουμε για τα αυτονόητα.
Πριν από λίγες ημέρες, η Ιωάννα Τούνη, μια γυναίκα που έγινε γνωστή πριν λίγα χρόνια μέσα από την τηλεόραση, κατήγγειλε δημόσια μέσω της πλατφόρμας του YouTube ότι πρώην σεξουαλικός της σύντροφος διέρρευσε στο διαδίκτυο χωρίς τη συναίνεσή της ένα «ροζ βίντεο», δηλαδή μαγνητοσκοπημένο υλικό από τη σεξουαλική τους συνεύρεση, που είχε τραβήξει εν αγνοία της. Έπεσε δηλαδή θύμα αυτού που ονομάζουμε «revenge porn». Σε ένα βίντεο 13 λεπτών, η Ιωάννα Τούνη μοιράστηκε όχι μόνο αυτή την πληροφορία, αλλά, κυρίως –κατά τη γνώμη μου— τα συναισθήματά της.
Τον θυμό της. Για την παραβίαση, την προσβολή, τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης ενός ανθρώπου με τον οποίο μοιράστηκε το σώμα της θεωρώντας ότι αυτό θα μείνει στη σφαίρα του ιδιωτικού. Τη λύπη της. Για την αδικία, για τα υβριστικά σχόλια που δέχτηκε, για το ότι η δημοσιοποίηση του βίντεο είχε σαν συνέπεια να χάσει από τη ζωή της ανθρώπους όπως ο τελευταίος της σύντροφος. Την ντροπή της. Γιατί, όπως οι περισσότερες γυναίκες, έχει ενσωματώσει μέσα της μια φωνή που της λέει ότι το σεξ είναι κακό, το να κάνεις σεξ με κάποιον άνθρωπο με τον οποίο δεν είσαι σε σταθερή σχέση ή, ακόμα καλύτερα, σε γάμο σε κάνει βρώμικη, σε κάνει πουτάνα, ότι το να είσαι πουτάνα, δηλαδή σεξεργάτρια, είναι κάτι κακό, ανήθικο και μιαρό. Την ευγνωμοσύνη της για τους ανθρώπους που της στάθηκαν, τις φίλες της και τη μητέρα της. Την αλληλεγγύη της προς άλλες γυναίκες στις οποίες μπορεί να έχει συμβεί το ίδιο, τις οποίες, μάλιστα, καλεί να της στείλουν μήνυμα.
Αντί, όμως, σύσσωμοι οι αποδέκτες να καταδικάσουν αυτόν τον άντρα για τις παράνομες πράξεις του, δηλαδή το ότι μαγνητοσκόπησε χωρίς συναίνεση και δημοσιοποίησε επίσης χωρίς συναίνεση ένα βίντεο και μάλιστα μιας τόσο ιδιωτικής στιγμής όπως το σεξ, πολλοί έβαλαν την Ιωάννα Τούνη και το σώμα της στο κρεβάτι του Προκρούστη προσπαθώντας να αποδείξουν γιατί «το τραβούσε ο οργανισμός της». Επειδή το «είμαστε αδιαπραγμάτευτα με την Τούνη», η αλληλεγγύη δηλαδή προς κάθε θύμα revenge porn είναι ένα από αυτά τα αυτονόητα που, όπως λέγαμε παραπάνω, χρειάζεται, όμως, να εξηγήσουμε, ας δούμε ένα-ένα τα επιχειρήματα των «ναι μεν, αλλά»:
«Όταν κάνεις one-night-stand μεθυσμένη και ντυμένη σαν ξέκωλο, καλά να πάθεις γιατί έχασες τον έλεγχο». Κάθε γυναίκα, κάθε θηλυκότητα, κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι γουστάρει με το σώμα της και η μόνη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη συναίνεσης από όλα τα εν-ήλικα μέλη που συμμετέχουν στο σεξ (η σύννομη ηλικία διαφέρει ανάμεσα στα κράτη). Έχει δικαίωμα να κάνει one-night-stand, τρίο, κουαερτέτο, ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα, έχει δικαίωμα να κάνει σεξ με τον ίδιο άνθρωπο για όλη της τη ζωή, να μην κάνει σεξ ποτέ. Έχει δικαίωμα να φορέσει μίνι, μαγιώ, το βρακί της ανάποδα, μπούρκα, ταγέρ, κιμονό, μόνο το Chanel no5 και να μην βιαστεί, να μην μαγνητοσκοπηθεί χωρίς τη θέλησή της, να μην ανεβεί στο διαδίκτυο η ιδιωτική της στιγμή εν αγνοία της. Έχει δικαίωμα να πιει, να μεθύσει και να θεωρεί καλή τη πίστει ότι ο άλλος δεν θα κάνει κάτι χωρίς τη συναίνεσή της, είτε αυτό είναι να τη βιάσει είτε να την φωτογραφίσει είτε να τη μαγνητοσκοπήσει. Έχει, επίσης, δικαίωμα να μαγνητοσκοπήσει η ίδια ή να συναινέσει στη μαγνητοσκόπηση της σεξουαλικής πράξης γιατί θέλει να δει πώς μοιάζει όταν κάνει σεξ ή γιατί φτιάχνεται να το βλέπει μετά. Αυτό δεν δίνει με κανέναν τρόπο και για κανένα λόγο το δικαίωμα στον κάτοχο του βίντεο να δημοσιοποιήσει σε τρίτο, πόσω μάλλον στο διαδίκτυο, το εν λόγω υλικό.
Όχι, δεν το ήθελε ο οργανισμός της.
«Η συγκεκριμένη γυναίκα είναι βίζιτα, άρα δεν υπάρχει πρόβλημα με τη δημοσιοποίηση του βίντεο». Η συγκεκριμένη γυναίκα δεν ξέρω αν είναι σεξεργάτρια, η ίδια δεν δηλώνει δημόσια κάτι τέτοιο και προσωπικά επιθυμώ να σέβομαι το δικαίωμα του αυτό-προσδιορισμού, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν πρέπει να μας απασχολεί. Ακόμα και αν ήταν σεξεργάτρια, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μαγνητοσκοπήσει χωρίς τη συναίνεσή της και να δημοσιοποιήσει χωρίς τη συναίνεσή της υλικό από μια σεξουαλική της συνεύρεση. Ακόμα και αν ήταν πορνοστάρ, δηλαδή γύριζε ταινίες πορνό για τον βιοπορισμό της, πάλι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μαγνητοσκοπήσει και να δημοσιοποιήσει χωρίς τη συναίνεσή της και, φυσικά χωρίς να έχει αμειφθεί, υλικό από μια σεξουαλική της συνεύρεση. Όπως δεν έχεις και δικαίωμα να τραβήξεις εν αγνοία του τον Μπραντ Πιτ να προβάρει έναν μονόλογο του Άμλετ στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του και να το ποστάρεις στο Vimeo ως πειραματικό σαιξπηρικό ανέβασμα.
Όχι, δεν το ήθελε ο οργανισμός της.
«Η Τούνη είναι περισσότερα κιλά άντρας από τον άντρα που ανέβασε το ροζ βίντεο». Πάμε πάλι τα αυτονόητα. Ομιλεί η κοινωνία και λέγει. Ο άντρας είναι το καλό, το γενναίο, το δυνατό, το ντόμπρο, το σταράτο, το ευθύ. Η γυναίκα το πονηρό, το βρώμικο, το πλάγιο. Το ότι η Τούνη επέδειξε γενναιότητα αυτό αμέσως την κατατάσσει στη σφαίρα των ανδρών. Ο λόγος μας είναι τόσο βαθιά και ασυνείδητα έμφυλος, που η ίδια λέξη αλλάζει εντελώς νόημα δίπλα στις λέξεις άνδρας και γυναίκα: ο δημόσιος άνδρας είναι ο πολιτικός, η δημόσια γυναίκα είναι η σεξεργάτρια. Γιατί όταν το ανδρικό σώμα είναι δημόσιο αφορά τον λόγο, τη νόηση, την ενασχόληση με τα κοινά ενώ όταν το γυναικείο σώμα είναι δημόσιο αφορά το σεξ. Ακόμα και τα χρώματα είναι έμφυλα και σεξουαλικοποιημένα, όπως περίτρανα μας αποδεικνύουν τα μωρουδιακά ρουχαλάκια: ροζ βίντεο είναι το πορνό, μπλε βίντεο είναι ό,τι κοντινότερο στην τριλογία του Κισλόφσκι. Είναι τάχα παράσημο για την Τούνη, που το σώμα της έγινε δημόσια βορά, να έχει τη γενναιότητα ενός άντρα. Η Τούνη ρητά λέει ότι δηλώνει αλληλεγγύη προς όλες τις γυναίκες που τους έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο και ελπίζει με τη δημοσιοποίηση να τις βοηθήσει. Από γυναίκα προς γυναίκα. Ήθελε ο οργανισμός της να της συμβεί αυτό για να πάρει το παράσημο του άντρα;
Όχι, δεν το ήθελε ο οργανισμός της.
«Δεν είχε λόγο να το μοιραστεί όλο αυτό, το έκανε για λόγους μάρκετινγκ, για να αυτοπροβληθεί, αν είχε όντως συμβεί εν αγνοία της θα το κρατούσε για τον εαυτό της». Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας άνθρωπος θα έμπαινε στη διαδικασία να λάβει τόσα πολλά υβριστικά σχόλια, να χωρίσει από τον σύντροφό της, να πληρώσει δικηγόρους μόνο και μόνο για μερικούς followers στο Instagram. Εγώ την πιστεύω και πάντα ξεκινώ με την προκείμενη ότι πιστεύω ένα θύμα που καταγγέλλει τον θύτη του. Όταν, βέβαια, έχουμε περιπτώσεις θυμάτων που δεν μίλησαν, το έκρυψαν, το έθαψαν, πόνεσαν, βυθίστηκαν και ορισμένες έφτασαν μέχρι το έσχατο σημείο παίρνοντας την ίδια τους τη ζωή, τότε οι ίδιοι έλεγαν «Μα γιατί δεν είπε τίποτα;». Δεν είπε γιατί ήξερε ότι δεν θα την πιστέψεις. Ήξερε ότι θα την ξεφτιλίσεις. Ότι θα τη γιουχάρεις, θα τη σύρεις, θα τη διαπομπεύσεις, θα ψάξεις σπιθαμή προς σπιθαμή όλη της τη ζωή για κάθε μικρό ή μεγάλο ατόπημα –με της κοινωνίας τα μέτρα παραστράτημα από την στράτα της υποκριτικής ηθικής. Όταν μιλάει λέει ψέματα και όταν σιωπά, πάλι ψέματα λέει.
Όχι, ούτε αυτό το ήθελε ο οργανισμός της.
Οι γυναίκες είναι κουρασμένες γιατί το να πολεμάς την πατριαρχία είναι πολύ κουραστικό. Γιατί σαν γυναίκα δεν χωράς πουθενά. Απειλείς όταν είσαι ανεξάρτητη, πνίγεις όταν είσαι εξαρτημένη. Εξαγριώνεις όταν μιλάς, απαξιώνεσαι όταν σιωπάς. Είσαι απολωλός πρόβατο όταν κάνεις σεξ και το ευχαριστιέσαι, περίγελως όταν σε δυσκολεύει. Άχρηστη αν η μήτρα σου δεν γεννήσει μωρά, φταίχτης κάθε δεινού αν γίνεις μητέρα. Σαν την κατσαρίδα της ιστορίας μας τρέχεις πανικόβλητη μες στην Κυψέλη, σκορπώντας το χάος στο διάβα σου, ορμώντας προς έναν διόλου ηρωικό θάνατο. Αν κάναμε λίγο χώρο, όμως, για τις γυναίκες, αν συμμαχούσαμε άντρες γυναίκες στον αγώνα τους, αν χαλαρώναμε λίγο τα γκέμια για να αναπνεύσουν τα σώματά ελεύθερα, όλες και όλοι μαζί αν τις πιστεύαμε, τις ακούγαμε, τις αφήναμε να μιλήσουν, να απολαύσουν, να παλέψουν, να ζήσουν, τότε ίσως να έπαιρνε αυτό που ήθελε ο οργανισμός της.