Του Γιώργου Ρήγα

Ο Ααρόν Μπούσνελ γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στην Ορλεάνη της Μασαχουσέτης, δηλαδή σε ένα μικρό δήμο της ανεπτυγμένης πολιτείας της ανατολικής ακτής. Ήταν λευκός και, σύμφωνα με την Washington Post, μέλος μια χριστιανικής κοινότητας. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση που δεν μπορεί να κολλήσει η ρετσινιά φανατικού ισλαμιστή. Ο Μπούσνελ ήταν προγραμματιστής και δούλευε για την Αεροπορία των ΗΠΑ, ήταν δηλαδή ενεργό μέλος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του. Προφανώς εμφορούμενος από ευαισθησίες και ιδανικά δεν άντεχε να βλέπει την κατάσταση στη Γάζα για την οποία ήταν συνυπεύθυνη τόσο η χώρα του, όσο και η υπηρεσία του.

Η περίπτωση του Μπούσνελ δείχνει ότι η ομολογουμένως τεράστια προσπάθεια των κυρίαρχων ΜΜΕ στη Δύση να ξεπλύνει τη γενοκτονία στη Γάζα έχει μάλλον αποτύχει. Ωστόσο οι φωνές που συνεχίζουν να ακούγονται συστηματικά στα μέσα είναι αυτές που υπερθεματίζουν για το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Ο Μπούσνελ αναμφίβολα νιώθει χαμένος και απογοητευμένος και τότε είναι που αποφασίζει να προχωρήσει σε μια ακραία πράξη διαμαρτυρίας/αυτοθυσίας. Φορά τη στολή του, προχωρά στον περίβολο της πρεσβείας του Ισραήλ και όντας σε ζωντανή σύνδεση μέσω κινητού τηλεφώνου αυτοπυρπολείται φωνάζοντας «Ελεύθερη Παλαιστίνη» αφού έχει προηγουμένως δηλώσει πως «δεν θα είμαι πλέον συνεργός σε γενοκτονία».

Η απρόβλεπτη ενέργεια του προκάλεσε εμπλοκή στους επικοινωνιακούς διαχειριστές της κατάστασης. Μια παρόμοια ενέργεια είχε σημειωθεί τον περασμένο Δεκέμβριο στην Ατλάντα αλλά το θέμα δεν έγινε πρώτη είδηση. Στην περίπτωση του Μπούσνελ όμως, μάλλον εξαιτίας της ιδιότητας του, του οπτικού υλικού και του τόπου που έλαβε χώρα το συμβάν, το θέμα δεν μπορούσε να περάσει εύκολα στα ψιλά.
Η ενέργεια του Μπούσνελ έγινε γρήγορα γνωστή από τα κοινωνικά δίκτυα και τα συμβατικά μέσα σύρθηκαν στην αναπαραγωγή της είδησης με ντροπιαστικά ουδέτερους τίτλους. Διαβάζοντας τους κανείς θα μπορούσε να πιστέψει πως ένας περαστικός ανεφλέγη τυχαία έξω από την πρεσβεία του Ισραήλ στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ.

Όταν το γεγονός είχε γίνει πια κυρίαρχο σημείο της δημόσιας συζήτησης ανέλαβαν δράση υποστηρικτικοί προς το Ισραήλ λογαριασμοί που, περιγράφοντας τον Μπούσνελ ως διαταραγμένο, προδότη και ένα σωρό άλλα υποτιμητικά κοσμητικά στη λογική ότι ήταν υποστηρικτής της Χαμάς, μάλλον έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Η συζήτηση γύρω από το γεγονός ενισχύθηκε και άρα οι παράμετροι της ενέργειας του έγιναν ευρέως γνωστές.

Σε δελτίο του CNN τις απογευματινές ώρες τα τελευταία λόγια του Ααρόν διαβάστηκαν αυτολεξεί σε ένα ισορροπημένα και ακριβές ρεπορτάζ. Ήταν σαν τα συστημικά μέσα να πέταγαν λευκή πετσέτα. Με άλλο λόγια, αυτή η στιγμή σφράγισε τη νίκη της ευγενικής αυτής του Μπούσνελ. Γιατί ναι, κατάφερε η απελπισία του να γίνει οικουμενικά γνωστή και οι προβληματισμοί ενός καθημερινού ανθρώπου να ακουστούν στη σωστή ένταση.

Οι φλόγες που έκαψαν το φθαρτό σώμα του πρέπει να γίνουν φάρος για την ηθική πυξίδα του καθενός. Η τελευταία του ανάρτηση έθετε το ερώτημα:

«Τι θα έκανα αν ζούσα την εποχή της δουλείας; Ή την εποχή του Νότου του Jim Crow; Ή του Απαρτχάιντ; Τι θα έκανα αν η χώρα μου διέπραττε γενοκτονία; Η απάντηση είναι το κάνεις αυτή την ώρα».
Ο Ααρόν φωνάζει στη συνείδηση μας. Δεν απαιτεί φυσικά να ακολουθήσουμε το ακραίο παράδειγμα του.

Ζητά μόνο να αφυπνιστούμε, να μην αδιαφορούμε, να μη ζυγίζουμε τους εν πολλοίς ανύπαρκτους επαγγελματικούς κινδύνους ως πιο σημαντικούς από το την έκφραση αποδοκιμασίας σε μια κατάσταση που οδηγεί παιδιά να πεθαίνουν από ασιτία.

Πολλοί θα πουν «και τι θα έβγαινε αν διαμαρτυρόμασταν;». Ορθώς λίγα πράγματα περιμένουν όλοι από την Ελλάδα. Όμως, αν υπήρχε ένα πιο μεγάλο και δυναμικό αντιπολεμικό κίνημα στη χώρα μας, η κυβέρνηση θα δίσταζε να στείλει φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα και όλοι οι κίνδυνοι που δημιουργεί για την εθνική μας ασφάλεια αυτή η πρωτοβουλία θα αποφεύγονταν.