του Θάνου Καμήλαλη
«Μακάρι να πετύχει η γιορτή γιατί με την πανδημία ο κόσμος έχει ακόμη περισσότερη ανάγκη για λίγο χαμόγελο στην αλλαγή του χρόνου. Κι ας μείνουν μίζερα κι ανούσια κάποιοι να φαρμακώνονται από τα λόγια τους». Αυτό είναι ένα απόσπασμα από την «απάντηση» του δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, στο facebook, για τις αντιδράσεις γύρω από τη φιέστα εορτασμού του νέου χρόνου, με συνολικό κόστος παραγωγής 215.000 ευρώ και εμφάνιση του Σάκη Ρουβά για 17 ολόκληρα λεπτά. Yπάρχει μέσα στο κείμενο και ένα «κάθε χρόνο τα ίδια». Κουράστηκε ο δήμαρχος. Ενοχλείται. Δεν ασπαζόμαστε τα οράματά του, με τα ευρωπαϊκά βουλεβάρτα των ξεραμένων ψευδοπιπεριών και τις απευθείας αναθέσεις. Tον στεναχωρούμε.
Είναι εξοργιστικά προκλητικό να σου κάνουν κριτική για σπατάλη κρατικού χρήματος και η απάντησή σου να είναι τόσο παιδιάστικη και κακομαθημένη, στα πρότυπα του «ζηλία ψώρα». Ούτε βέβαια η παρουσίαση των συνολικών ποσών που δαπανούνται κάθε χρόνο από την Τεχνόπολη λύνει το ζήτημα, καθώς συγκρίνονται διαφορετικού είδους εκδηλώσεις, ενώ η διοίκηση του δήμου δεν έχει παρουσιάσει τα αναλυτικά ποσά για τις δαπάνες, ώστε να καταλάβουμε πώς για 17 λεπτά Σάκη Ρουβά θα δαπανηθούν τόσα χρήματα. Συν τοις άλλοις, όταν βαρύνεσαι με το κολοσσιαίο φιάσκο που λέγεται «προσομοίωση Μεγάλου Περιπάτου», το ελάχιστο που θα περιμέναμε είναι λιγότερη ξιπασιά, περισσότερη συστολή και λογοδοσία.
Υπάρχει όμως ένα βαθύτερο ζήτημα εδώ, που έχει να κάνει με το πώς η εξουσία αντιδράει στη στοιχειώδη ανάγκη λογοδοσίας, στην κριτική και στα κοινωνικά αιτήματα. Όπως συμβαίνει και με τον τρόπο που πολιτεύεται και επικοινωνεί τις αποφάσεις του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχουμε την προσπάθεια υποβάθμισης των πολιτών σε υπηκόους, σε πληβείους. Οι υπήκοοι των αρχόντων, είναι μίζεροι, γκρινιάρηδες και ανόητοι, βυθισμένοι στη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Αδυνατούν λοιπόν να καταλάβουν «υψηλά θεάματα» και πολιτικές αποφάσεις που παίρνουν οι άρχοντες ερήμην τους. Πολύ συχνά πέφτουν στο προπατορικό πολιτικό αμάρτημα του «λαϊκισμού». Ο ρόλος που επιθυμούν οι άρχοντες γι αυτούς είναι ή να χειροκροτούν και να ενθουσιάζονται, ή εστω να κοιτούν τη δουλειά τους χωρίς να κάνουν θόρυβο.
Πρωτοπόρος σε αυτό το μοντέλο, ο Άδωνις Γεωργιάδης. Για τον υπουργό Ανάπτυξης, η κριτική για τους νεκρούς της πανδημίας, η ακρίβεια, η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι απλά «γκρίνια» και «μαυρίλα». H οικονομία καλπάζει εξάλλου και οι τιμές των σούπερ μάρκετ μετριούνται με το πόσες selfie λέει ότι έβγαλε ο Υπουργός. Το αίτημα όμως για δημόσια και δωρεάν rapid tests για το σύνολο του πληθυσμού, είναι ικανό να φέρει νέο μνημόνιο στη χώρα. Παρά την οικονομία που καλπάζει.
Όλο αυτό είναι απόπειρα ισοπέδωσης της πολιτικής και της λογικής. Ζητάς κρατική μέριμνα,σου απαντάνε ότι «είσαι κομμούνι και λαϊκιστής» και «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα». Μοιράζουν εκατοντάδες εκατομμύρια στήριξη στις μεγάλες επιχειρήσεις, προσλαμβάνουν μόνο αστυνομικούς αντί για γιατρούς ή πυροσβέστες, μετά πετάνε πάνω από 10 δισ. σε Ραφάλ και φρεγάτες, πανηγυρίζουν στα μούτρα σου και λένε «δεν ξέρεις εσύ». Έρχονται στο φως αποκαλύψεις και ουρλιάζουν «Φέικ Νιουζ». Αν είναι για το προσφυγικό σε λένε και «τουρκόφιλο», δηλαδή «προδότη». Μετά σε βρίζουν κι από πάνω. Η ουσία έχει ήδη θαφτεί, από τις τσιρίδες και τις ad hominem επιθέσεις.
Είναι ωραία πάντως να είσαι «μίζερος», όπως το εννοούν. Να μαθαίνεις για φιέστες και να σκέφτεσαι τον συνάνθρωπο που πεινάει. Να σε πονάει η δυστυχία του κόσμου ακόμα κι αν δεν είναι δική σου. Να είσαι ενημερωμένος, να φωνάζεις ζητώντας κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αντί να λες «μπράβο δήμαρχε προχώρα», ή «πέστα υπουργάρα μου». Να σε ενδιαφέρει πού πετιούνται τα λεφτά σου, ποιος πλουτίζει την ώρα που εσύ διαβάζεις τον λογαριασμό του ρεύματος. Να είσαι ανήσυχος κι ας μην μπορείς να ηρεμήσεις με ό,τι συμβαίνει, ακόμα και μέσα στις γιορτές. Να σε βρίζουν οι πατρίκιοι, οι επαγγελματίες κληρονόμοι και να τους παίρνεις στο ψιλό.
Η «μιζέρια» και η «γκρίνια» φέρνουν αμφισβήτηση, η αμφισβήτηση μπορεί να φέρει την απαραίτητη δράση για να αλλάξει κάτι στον κόσμο προς το καλύτερο. Καλύτερα μίζερος λοιπόν παρά υπήκοος.