του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Δεν υπάρχει μάλιστα καμία αμφιβολία ότι, τόσο η ταπεινή αφεντιά μου, όσο και δεκάδες χιλιάδες άλλοι, συντελέσαμε, ίσως ανεπίγνωστα, και με τη στάση και με τη ψήφο μας, σ’ αυτόν τον ηττοπαθή εγκλωβισμό. Άντε να πείσει κανείς, σήμερα, τους ανθρώπους αυτούς, ότι η μνημονιακή υποδούλωση του παλαιοκομματικού πολιτικού συστήματος δεν ήταν ούτε μονοδρομική αναγκαιότητα, ούτε η μοναδική ρεαλιστική διέξοδος, ούτε πολύ περισσότερο πατριωτική υποχρέωση. Η αριστερά που υποχρεώθηκε, εκούσα άκουσα, να υιοθετήσει τον μνημονιακό ρεαλισμό, χάριν της «σωτηρίας της πατρίδας από την καταστροφή», δεν αθωώνει μόνο τα Αδωνικά παραληρήματα, ούτε παλινορθώνει μόνο τους σάπιους πολιτικούς σκελετούς της μεταπολίτευσης, αλλά δυστυχώς –κυρίως- απο-ριζοσπαστικοποιεί κρίσιμο τμήμα του Λαού, «τρία κλικ αριστερά» πριν από την ολόπλευρη κοινωνική χειραφέτηση του.
Με το «σύστημα» αυτό ένα καταλυτικό τουλάχιστον είκοσι – είκοσι πέντε τοις εκατό του εκλογικού σώματος μοιάζει -με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις- να εγκλωβίζεται, πρωτίστως συναισθηματικά και ψυχικά, στον εθελόδουλο αναγκαστικό πραγματισμό του Τσίπρα και της ηγετικής του ομάδας. Για τον καθένα απ’ αυτούς τους ανθρώπους, για όσους τουλάχιστον δεν εμπλέκονται στο θηλασμό του κράτους «τροφού», η αποδέσμευση από τη Συριζέϊκη «παραμυθία» θα είναι μια μακρόχρονη, ζόρικη και επώδυνη ιστορία προσωπικής αυτογνωσίας που θα εξαρτάται, τόσο από την ατομική βίωση των μνημονιακών επιπτώσεων, όσο και από την προπαγανδιστική δεινότητα του ΣΥΡΙΖΑ να συντηρεί το «παραμύθι» με νέους δράκους, νέα φώτα στο τούνελ και νέες σταχτοπούτες και κοντορεβηθούληδες. Άλλωστε, είναι γνωστό το ανέκδοτο με τον απατημένο σύζυγο, που αν και διαπιστώνει σχεδόν ιδίοις όμμασι την «απιστία», επιμένει να τον «τρώνε οι αμφιβολίες». «Αν αγαπάς, αγαπάς. Το τι κάνει ο άλλος, είναι δική του δουλειά» θα σου πουν οι ερωτευμένοι λογοτέχνες. Κι όπως λέει μια φίλη, «αγαπώ Τσίπρα, τελεία».
Σε κάθε περίπτωση, δίχως το κρίσιμο αυτό 20%-25%, το όποιο αντιμνημονιακό μέτωπο, θα παραμένει στην «απ’ έξω» τρώγοντας τις λίγες σάρκες του, ανάμεσα σε εκλογικές αποτυχίες και γκρίνιες. Και σας διαβεβαιώ, δεν υπάρχει πιο κοπιώδης, αλλά και εκνευριστική διαδικασία από το φωνάζεις, για το εξόφθαλμα εύλογο και δίκαιο των απόψεων σου, και να μην σ’ ακούσει κανείς. Αν θες να εξοντώσεις μια νευρωτική σύζυγο άσ’ την να κραυγάζει με τις ώρες, αδιαφορώντας «προσεκτικά» για τις απόψεις της, θα σου πουν οι παμπόνηροι συμπεριφοριστές. Ο ψυχωσικός κόσμος είναι ο κόσμος όπου επιτέλους «κάποιοι» μας ακούν. Ανύπαρκτοι βέβαια, αλλά προτιμότεροι από τους υπαρκτούς που δεν μας δίνουν σημασία. Με τον ίδιο τρόπο οι πολίτες αυτού του τόπου θα κινδυνεύουν σε λίγο να είναι ή «ρεαλιστές» ή αόρατοι.
Κάπως έτσι ο πρώην πρωθυπουργός θα συνεχίσει να πουλάει στην πολιτική αγορά την εικόνα του γελαστού Προμηθέα Δεσμώτη, που «αυτή η μέγαιρα κι αυτός ο κολλημένος»… του πρήξαν το συκώτι του καημένου του παιδιού. Τί να κανε κι αυτός ο έρμος, τράβηξε μια ωραιότατη επι-κύρωση του Μνημονίου, μπερδεύτηκε κι ο κόσμος με την κίρρωση του ήπατος, κι από δω παν κι οι άλλοι, κατά το κοινώς λεγόμενον. Σου λέει, «προκειμένου να σκάσει το παιδί, τι να ‘κανε;»
Έτσι, ενώ από τη μία ο Τσίπρας μελο-δραματοποιεί τον εαυτό του ως Προμηθέα Δεσμώτη, απώτερο αρχετυπικό σύμβολο κάθε αντιεξουσιαστικής και χειραφετικής προσπάθειας, ο Γιάνης Βαρουφάκης τον αποδομεί, προβάλλοντας τον στην Συριζέϊκη χολιγουντιανή οθόνη ως τον «ανόητο» Σίσυφο, το σύμβολο της μάταιης, έως και νοσηρά επαναλαμβανόμενης απελπισίας. Ανυποψίαστος μάλιστα, ο Γιάνης, για το έργο του Καμύ, φαίνεται να μην αναγνωρίζει καν ότι «πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Ανυποψίαστοι μάλιστα και κάποιοι εξ’ ημών, φαίνεται να μην αναγνωρίζουμε ούτε καν τον προφανή Παραμυθέα Δεσπότη…
Αλλά ανάμεσα στον επαναστάτη Προμηθέα και στον ανόητο Σίσυφο, φαίνεται ότι κανείς δεν λέει κουβέντα για τον δυστυχή Οδυσσέα, το Λαό μας, που παραμένει δέσμιος, όχι στον Καύκασο, αλλά φρα(ι)καρισμένος στη Σκύλλα του Μνημονίου και στη Χάρυβδη της άτακτης χρεωκοπίας, δίχως την στοιχειώδη διατροφική αυτάρκεια του.
Ο πολυμήχανος, ο κοσμοπολίτης Οδυσσέας, ο ταξιδιάρης κυνηγός μιας Ιθάκης, αυτός που αρνήθηκε ακόμη και την προσφορά αθανασίας της Καλυψούς, μοιάζει ολοσχερώς ξεχασμένος στα Kαυδιανά δίκρανα, ξεκομμένος απ’ τον Τρόπο του, αιωρούμενος στο υπαρξιακό κενό, προσφέρει αυτός το συκώτι του, το αίμα της ψυχής του, θυσία στον εξευμενισμό των επικυρίαρχων κοράκων που παριστάνουν τους αετούς.
Κι αν η Δύση δεν είχε «σκοτώσει τον Όμηρο», ή αν καταλάβαινε τον Αισχύλο ή τον Ευριπίδη όχι μόνο διανοητικά, είναι βέβαιο ότι σήμερα θα γραφόταν μια νέα τραγωδία: ο Οδυσσέας Δεσμώτης.
Με τον κίνδυνο να φανώ γελοίος αρχαιολάτρης, τολμώ να σκεφτώ έτσι το Λαό μας, που πληρώνει βαρύ το αντίτιμο της «δημοσιονομικής προσαρμογής» του. Και δεν έχω αμφιβολία, ότι οι μικροαστοί που ακόμη ως τα σήμερα κουτσοβολεύονται στην ιδέα κατασφάλισης, με κάθε κόστος, της ατομικής τους μικροευμάρειας θα θρηνούν, αργά ή γρήγορα, όταν ο μνημονιακός θεριστικός πήχης κατέβει ακόμη πιο χαμηλά, ή όταν η εν μπότοξ σύζυγος τους περιπέσει στην μακαριότητα του πρόζακ, ή όταν θα αποχαιρετούν οριστικά τα executive’s παιδάκια τους σε κάποιο καταθλιπτικό banking office στον πλανήτη του καζινοκαπιταλισμού. Εκεί όπου θα βγάζουν «φράγκα» και θα «βάζουν» κοκαϊνη για να μπορούν να «βγάζουν» φράγκα και να εισπέουν κοκαϊνη κ.λπ. κ.λπ.
Πρέπει, λοιπόν, να φανταστούμε τον Οδυσσέα δυστυχισμένο; Ναι, εκτός αν.
Εκτός και αν στοχαστούμε αποσυμβολιστικά πάνω στο «μύθο» του. Αν ο μύθος είναι, όπως λέει η σύγχρονη Ψυχολογία, μια υπαρξιακή,νοηματοδοτική πρόταση, που κινείται από το μακρινό παρελθόν στο άγνωστο μέλλον και όχι μια νηπιακή εξιστόρηση κάποιου θρύλου. Αν ο μύθος δεν είναι «μια παιδιάστικη αλληγορία, σύμφωνη με την ελάχιστη κρίση μιας πρωτόγονης ψυχής», ούτε «απλά καλλιτεχνικά δημιουργήματα που προέρχονται από απλοϊκές φαντασίες», τότε ίσως ο Οδυσσέας, μπροστά στο δίλημμα της Σκύλλας και της Χάρυβδης, να μας προσφέρει την αναγκαία, για τον Τόπο και το Λαό, νοηματοδοτική πρόταση.
Την πρόταση εκείνη που θα κατορθώνει να διασπάσει και τη Συριζέϊκη «παραμυθία», αλλά και τη μονόχνοτη συντηρητική επαρχιωτίλα που τρέφεται από την μειονεξία της έναντι της φωτισμένης Εσπερίας.
Λένε πως ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις έναν εκβιασμό, είναι να αναλάβεις από μόνος σου, τις συνέπειες –και τις ευθύνες- επί των οποίων εδράζεται ο εκβιασμός. Απλά και λαϊκά, στο δρόμο που χάραξε ο Βαγγέλας, «η γκόμενα που σε εκβιάζει αφοπλίζεται δια παντός, αν εσύ αναλάβεις την ευθύνη να ενημερώσεις πλήρως την απατημένη σύζυγο»! Ή περίπου πλήρως…
Ο Οδυσσέας δεν κάνει κάτι διαφορετικό. Πρόκειται, όμως, για ζόρικα πράγματα, για μεγάλα παιδιά.
Γιατί ο Οδυσσέας είναι καταδικασμένος να περάσει το «στενό» δύο φορές. Και από τη Σκύλλα και από τη Χάρυβδη. Αλλά θα κατορθώσει «να περάσει» και τις δύο φορές, γιατί αν, σύμφωνα με τον ψυχολόγο Paul Diel, τα μυθικά τέρατα συμβολίζουν τους κινδύνους που προέρχονται από το υποσυνείδητο και τη νοσηρή και εξημμένη φαντασία, ο Οδυσσέας δεν θα πέσει σ’ αυτή την «λούμπα» της ματαιοδοξίας, που θεωρεί υπαρξιακό προαπαιτούμενο το βούτυρο Λούρπακ, το σμαρτ φόουν και το ενεργό κολλαγόνο με υαλουρονικό οξύ.
Την πρώτη φορά, επιλέγει να περάσει με το σκάφος και το πλήρωμα του από την πλευρά της Σκύλλας, του τέρατος με τα έξι κεφάλια που κατασπάρασσε το πλήρωμα από όποιο σκαρί τολμούσε να προσεγγίσει. Και επιλέγει αυτή τη διαδρομή γνωρίζοντας, εξ’ αρχής, ότι κάποιοι από τους συντρόφους του είναι ως εκ τούτου καταδικασμένοι. Όμως θα λαθέψει ο αναγνώστης αν θεωρήσει ότι ο Μύθος μιλά πράγματι γι΄ αυτό που φαίνεται να μιλά. Προφανώς ο Οδυσσέας δεν είναι ο άφιλος και άκαρδος καπετάνιος που θα «πουλήσει» τους συντρόφους του για να τη «βγάλει εκείνος καθαρή». Αυτό το οποίο προσφέρει βορρά στο υποσυνείδητο τέρας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι παθογόνες υπαρξιακές όψεις του, τα χαρακτηριστικά του εκείνα τα οποία επιβάλλεται να ξεφορτωθεί, για να αντιμετωπίσει το εκβιαστικό δίλημμα. Είμαστε εμείς που στην προσπάθεια μας να περάσουμε από την μνημονιακή Σκύλλα, οφείλουμε κατ’ αρχήν να αποδεσμευτούμε από τις μεταπολιτευτικές υπαρξιακές όψεις μας: τον άκρατο ατομικισμό, τον ηδονιστικό ναρκισσισμό και τον ακόρεστο καταναλωτισμό μας. Είμαστε εμείς που οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τον κυρίαρχο μεταπολιτευτικό ανθρωπολογικό τύπο του «έλα μωρέ, εγώ μαλάκας είμαι;». Μόνο έτσι, το πλήρωμα και ο Τόπος μπορούν να διαβούν το στενό της Σκύλλας.
Αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Γιατί ο Οδυσσέας υποχρεώνεται να διαπλεύσει για δεύτερη φορά εν μέσω του τραγικού του διλήμματος. Υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά τη Χάρυβδη, την αιμοσταγή δίνη, που τον απειλεί με ολοσχερή υπαρξιακό αφανισμό. Και αυτή τη φορά θα βρεθεί απέναντι στην πρόκληση, δίχως καν ένα στοιχειώδες πλεούμενο. Μοναδικός του εξοπλισμός μια ξύλινη αυτοσχέδια σχεδία, ένα καρυδότσουφλο, αλλά και η προνοητικότητα του. Γιατί έχει μελετήσει ενδελεχώς τον ρυθμό της ρουφήχτρας, τις εισροές και τις εκροές της, τον περιοδικό κύκλο της. Αντιλαμβάνεται έτσι, ότι στο σύντομο χρόνο που η δίνη θα καταπιεί τη σχεδία του και μέχρι να την εκβάλλει και πάλι, εκείνος πρέπει από κάπου να κρατηθεί.
Εδώ ο μύθος είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικός, γιατί «βάζει» τον Οδυσσέα να κρατιέται από τον κορμό ενός δέντρου που προεξέχει στο βράχο πάνω από τη ρουφίχτρα. Και βέβαια το δέντρο, δεν είναι άλλο από το Ιερό δέντρο της ελληνικής αρχαιότητας. Μια συκιά. Το δέντρο σύμβολο της παραγωγικής γονιμότητας, έτσι καθώς ο καρπός του είναι πλήρης από δεκάδες μικρούς γονιμοποιούς σπόρους. Αλλά και το μοναδικό δέντρο, μοναδικό δημιούργημα, που αναγκάζει τον Ιησού να την καταραστεί, όταν δεν έχει να προσφέρει καρπό. Και επίσης, το δέντρο που θα προσφέρει το φύλο του για να καλυφθεί η γυμνότητα, η αιδώς, των πρωτοπλάστων. Από αυτό το δέντρο θα κρατηθεί μετέωρος ο Οδυσσέας μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο θανατικός κύκλος της Χάρυβδης, μέχρις ότου το καπιταλιστικό τέρας εκτονωθεί αποβάλλοντας ό,τι έχει στα σωθικά του.
Δεν βρίσκω καλύτερο παραλληλισμό για να ορισθεί η αναγκαιότητα της παραγωγικής ανασυγκρότησης του Τόπου. Όχι ως αναπτυξιακό, μεγεθυντικό πρόταγμα, όχι ως προϋπόθεση αύξησης της καταναλωτικής βουλιμίας, αλλά ως Ιερό πέριξ του οποίου συστήνεται η κοινότητα των ανθρωπίνων προσώπων. Ως Δημιουργία, δηλαδή του Δήμου Έργο.
Τεκμαίρεται από τον Μύθο, ότι είναι πιθανόν για κάποιο χρόνο, να απαιτηθεί η απώλεια ακόμη και της στοιχειώδους αυτής σχεδίας, η έλλειψη των ελαχίστων της πλεύσης, αλλά η Ιερότητα του δέντρου είναι εκεί για να «κρατηθεί» κανείς, όσο χρειαστεί. Θα είναι εκεί η αιδώς, η ντροπή, η κοινή κουλτούρα της κοινότητας, ως αποτρεπτική της ατομικής περιχαράκωσης και της εγωτικής μαλακίας. Θα είναι εκεί η οικειότητα των ερωτευμένων συντρόφων, που δεν φοβούνται τη γυμνότητα του εαυτού τους και του Άλλου. Θα είναι εκεί το διαχρονικό Ήθος αντίστασης του Λαού μας, ως ειδοποιός διαφορά συστατική της ύπαρξής μας.
Στον οικονομικό πόλεμο στον οποίο έχει εμπλακεί ο Τόπος, το αντάρτικο του Οδυσσέα μοιάζει η μοναδική διέξοδος, για όσους δεν θέλουν να περιμένουν σα σφαχτάρια πότε θα έρθει και η σειρά τους, ούτε «μαγεύονται από τις πετροκαλαμήθρες και τ’ άλλα τηλεσκόπια» ή απ’ τις οθόνες των δήθεν αγγιγμάτων. Για όσους επίσης κατανόησαν, επιτέλους, ότι η απ’ ευθείας τακτική σύγκρουση με τους επικυρίαρχους είναι χαμένη υπόθεση.
Προς τούτο είναι επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης ενός πολιτικού φορέα που θα εγκαταλείψει τις τηλεοπτικές φλυαρίες, τα έντυπα προγράμματα-ευχές και τις καταγγελτικές ρητορείες και θα αναλάβει, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, τη δημιουργία ενός Παραγωγικού και ενός Κοινωνικού Κράτους του Βουνού. Όχι βέβαια μιμούμενος το αποτυχημένο μεταπολιτευτικό μοντέλο της ανάθεσης και της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας που παριστάνει τη Δημοκρατία, αλλά της από «τα κάτω» εκπόνησης και άμεσης υλοποίησης ενός παραγωγικού οδικού χάρτη, που θα επιβάλλει την επανατοποθέτηση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της Εργασίας.
Δεν χρειαζόμαστε ακόμη ένα «μέτωπο», που θα διεκπεραιώνει συναισθηματικά τη μελαγχολία και την απογοήτευση της αριστεράς. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οργανισμό, που θα οργανώσει σε κάθε χωριό και κάθε γειτονιά τη συμμετοχή του Λαού στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αυτόκεντρης παραγωγικής ανασυγκρότησης. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οργανισμό, που θα δουλεύει αντί να παριστάνει τον πολυπράγμονα ειδικό στο σαλονάκι μιας χώρας υπό λεηλασία. Γιατί μονάχα σε τοπικό επίπεδο, στη μικρή κλίμακα, οι άνθρωποι γνωρίζουν τι, πώς, που και πότε μπορεί να παραχθεί. Με μοναδική προϋπόθεση τον εξωστρεφή (tradeable) προσανατολισμό της παραγωγικής δραστηριότητας, τόσο στον πρωτογενή όσο και στον δευτερογενή τομέα, αλλά και στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα, στη γνώση και στην πληροφορία. Αρκετά πια με τα κολλεκτιβίστικα καφενεία που απλά ανακυκλώνουν τη φτώχεια μας.
Δεν χρειαζόμαστε ακόμη ένα «μέτωπο», που θα διαχειρίζεται τις ματαιώσεις και τα απωθημένα μας για «έναν άλλο κόσμο που ήταν εφικτός». Όχι άλλα καφενεία να πούμε τον πόνο μας. Χρειαζόμαστε έναν πολιτικό οργανισμό, που θα οργανώσει σε κάθε χωριό και κάθε γειτονιά μια πολιτιστική επανάσταση των ψυχών. Μια επανάσταση που θα καταργεί στην πράξη τις σχέσεις εξάρτησης και χρήσης των ανθρώπων και της φύσης, αποκαθιστώντας υπαρξιακά τον άνθρωπο. Χρειαζόμαστε ένα κοινωνικό κράτος Αλληλεγγύης και όχι ένα κράτος εξουσιαστικής μασκαρεμένης φιλανθρωπίας που παριστάνει την ανθρωπιά.
Και όλα αυτά, έξω, πέρα και μακριά, από το κρατίδιο των Αθηνών -τις πρακτικές και τους γραφειοκρατικούς του μηχανισμούς- που καμώνεται το ανεξάρτητο και το ευρωπαϊκό, ενώ δεν είναι παρά μια υπό λεηλασία αποικία της Γερμανικής Ευρώπης.
Αν όλα αυτά μας φαίνονται σχεδόν αδύνατα, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε να μας συμβούν τα αδιανόητα. Και ο «μεγαλειώδης πανωλεθρίαμβος» του ΣΥΡΙΖΑ, με τον εγκλωβισμό της ριζοσπαστικότητας και τη δικαίωση και νεκρανάσταση του πιο χυδαίου συντηρητισμού, ανοίγει διάπλατα πλέον το δρόμο για αυτά.
Ο Οδυσσέας, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορεί να παραμένει αιωνίως Δεσμώτης. Ή θα ριψοκινδυνεύσει την αντάρτικη διέλευση του, ή θα εξαφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο.
Σε κάθε περίπτωση, το Ιερό δέντρο είναι ακόμη εκεί, αλλά ποιος ξέρει για πόσο…