Συνεπώς, όπως υποστηρίζεται, η αλλαγή των δανειακών όρων δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2022. Βέβαια, όπως συνεχίζει η τράπεζα, πρόκειται για μία στενή ερμηνεία της βιωσιμότητας του χρέους. Αντιθέτως, το όφελος θα πρέπει να αξιολογηθεί σε όρους καθαρής παρούσας αξίας.
 
Υπό αυτό το πρίσμα, η περαιτέρω επιμήκυνση της ωρίμανσης του ελληνικού χρέους, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της παράτασης στον χρόνο αποπληρωμής των δανείων κατά 20 χρόνια,, θα ελάφρυνε το χρέος κατά 26 δις ευρώ που ισοδυναμεί με 14% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2013. Αυτό, βέβαια, με την υπόθεση ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα πορεύεται, έως το 2018, με τον τρόπο που προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 4,75% μετά το 2018, ενώ το κόστος αναχρηματοδότησης, χωρίς τις παρεμβάσεις, φθάνει το 5%.