Της Ντίνας Βαγενά

Η ημερομηνία της Τετάρτης 26 Ιουνίου θα μπορούσε να σημαίνει για την Αγκυρα περισσότερα από ότι σήμανε για την Αθήνα η υπογραφή την ίδια μέρα της Συμφωνίας Φιλοξενούσας Χώρας (Ηοst Government Agreement) για τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑP (Trans Adriatic Pipeline) για τη μεταφορά του αζερικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά: Οπως είχε προ μηνών προγραμματιστεί, τη μέρα αυτή, η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να είχε καταγράψει στο ενεργητικό της ως σηματοδοτούσα την έναρξη του νέου γύρου ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά από πάγωμα τριών χρόνων.

Ομως, λιγότερο από ένα 48ωρο πριν, είχε οριστικοποιηθεί η απόφαση των 27 να εξακολουθούν να κρατούν την Τουρκία μακριά από την Ευρώπη. Ακόμα και αν, αυτή τη φορά, η χρονική αναβολή ορίστηκε για ένα τετράμηνο, ύστερα από πρωτοβουλία της Γερμανίας (και στήριξη Αυστρίας και Ολλανδίας). Το Βερολίνο -που έτσι κι αλλοιώς δε θέλει την Αγκυρα ισότιμο εταίρο στις Βρυξέλλες- πέτυχε έτσι μιά οιονεί τιμωρία της για τον απάνθρωπα αιματηρό τρόπο που ο Ερντογάν επέλεξε να καταστείλει τις πρωτοφανείς και άκρως εντυπωσιακές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη χώρα.

Οντως, ο Ερντογάν θυσίασε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του. Επέλεξε να αγνοήσει την ύπαρξη των δυνάμεων της κοινωνικής εντροπίας που και στην Τουρκία, όπως σε κάθε μήκος και πλάτος επί του Πλανήτη, εμφανίζονται, εκδηλώνονται και εξελίσσονται αντιμαχόμενες των σχεδιασμών σκοπιμότητας των προσώπων της εκάστοτε καθεστωτικής εξουσίας. Μέχρι, νομοτελειακά, να φέρουν την αλλαγή.

Αλλά, η Τουρκία έχει πιά αλλάξει. Ή, ακριβέστερα, η μισή της τουλάχιστον κοινωνία, δε φοβάται πλέον να δείξει σε δημόσια θέα ότι εκείνη έχει αλλάξει τη χώρα, τροποποιώντας εκ θεμελίων και στην πράξη την κατανόηση της υπόθεσης της συμμετοχικής δημοκρατίας. Οτι έχει αλλάξει και τον τρόπο που ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται την Τουρκία. Και ότι για το λόγο αυτό, αρκεί ένα -υπό διαμόρφωση ακόμα- κίνημα οριζόντιας κοινωνικής αντίστασης. Δεν χρειάστηκε καν να γίνει Ταχρίρ η Ταξίμ. Και είναι δεδομένο πως η μικρή ομάδα των ευαισθητοποιημένων απέναντι στις σχεδιαζόμενες κυβερνητικές πολεοδομικές παρεμβάσεις που έστησε τις σκηνές της στο Πάρκο Γκεζί στις 28 Μαΐου, ούτε να το φανταστεί δεν θα μπορούσε τί (πανεθνικού και διεθνούς) επιπέδου δυναμικές θα απελευθέρωνε ο ακτιβισμός της.

Ο Ερντογάν κέρδισε μία μάχη εναντίον αυτής της τουρκικής κοινωνίας -του 50% που

δεν τον ψήφισε- 20 μέρες μετά. Αστυνομία, στρατοχωροφυλακή, δακρυγόνα, οχήματα με κανόνια νερού, ασφαλίτες και κομματικοί προβοκάτορες έδρασαν όλοι με ακραία βίαιη αποτελεσματικότητα. Και, τελικά, καθάρισαν και την Ταξίμ και το Γκεζί, όπως και κάθε άλλη τουρκική πλατεία από τους “μεθύστακες”, τους “πλιατσικολόγους”, τους “τρομοκράτες”, τους “πράκτορες ξένων δυνάμεων” -να θυμίσουμε μερικούς μόνο από τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους ακόμα συστηματικά στολίζει όσους έμπρακτα αμφισβητούν τις άκρως διχαστικές έως παρανοϊκές πολιτικές πρακτικές του. Παράλληλα δε, συλλαμβάνοντας και προφυλακίζοντας δεκάδες Τούρκους Αριστερούς, καταφεύγει στο ίδιο “κυνήγι μαγισσών” με τους στρατοκράτες κεμαλιστές προκατόχους του. Υιοθετεί τις παραδοσιακές αντιδημοκρατικές πρακτικές των κυβερνήσεων που είχαν προηγηθεί αυτών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Με τη διαφορά, ότι τώρα τις συγκεκριμένες πρακτικές τις πασπαλίζει συστηματικά με γενναίες δόσεις λαϊκής θρησκοληψίας, κατηγορώντας μεταξύ άλλων τους αντιπολιτευόμενους ότι “δεν σέβονται το Ισλάμ”.

Τον πόλεμο όμως δεν τον έχει κερδίσει. Η σοβαρότερη πολιτική κρίση μέσα στη δεκαετία της πρωθυπουργικής του εξουσίας απέχει πολύ από το τέρμα της με εκκρεμείς εντάσεις που ξεπερνούν κάθε πολιτικό συμβολισμό. Ο Ερντογάν, επιδιώκοντας να ισιώσει κάπως το κατατσαλακωμένο του διεθνώς προφίλ, έθεσε και μέσα στην Εθνοσυνέλευση ζήτημα “ξένων δυνάμεων” που, μέσα από τις διαδηλώσεις “επιδιώκουν να ανακόψουν την οικονομική άνοδο της Τουρκίας”. Και ως μέγιστο κοινοβουλευτικό επιχείρημα, επέμενε στην άποψή του πως “η ίδια συνωμοσία εξελίσσεται και στη Βραζιλία”, επειδή, λέει, και οι δύο χώρες έχουν καταφέρει να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στο διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Πράγματι, πέρα από τα άμεσα πλήγματα στον τουρισμό της λόγω των βίαιων ταραχών, η Τουρκία βίωσε μέσα στον Ιούνιο αυτό τις μεγαλύτερες χρηματιστηριακές βουτιές της δεκαετίας. Οι αποδώσεις σε αρκετά κρατικά ομόλογα μειώθηκαν κατά 2% μέσα στο κρίσιμο 20ήμερο και η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε αξιοσημείωτα έναντι του δολλαρίου, αναγκάζοντας σε επέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά, οι ταραχές ξέσπασαν σε μία χρονική συγκυρία που η οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία είχε αρχίσει να κάνει κράτει για τα καλά, μετά από 10 χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων που μέχρι και ως“ισλαμικός νεο-φιλελευθερισμός” έχουν καταγραφεί -μάλλον με αρκετή δόση σολοικισμού. Εχουν βάση οι ανησυχίες ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προτίθεται να τερματίσει νωρίτερα φέτος το πρόγραμμα της αγοράς ομολόγων, ενώ ο δείκτης ανάπτυξης της συνολικής τουρκικής οικονομίας ήταν πέρσι μόλις 2,2% (με φετινές τάσεις περαιτέρω μείωσης), έναντι 8,5% το 2011.

Είναι κι εδώ απλό: Το μεγαλύτερο μέρος του “οικονομικού θαύματος” της Τουρκίας εξαρτάται από το ζεστό χρήμα και τις επενδύσεις από το εξωτερικό. Οι επενδυτές -και δη οι προερχόμενοι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού- ουδεμία διάθεση έχουν να …φρικάρουν από ένα συνεχιζόμενο κλίμα πολιτικής αστάθειας σε μία χώρα όπως η Τουρκία. Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον “γκρίνιαξε” σαφώς λιγότερο από τις Βρυξέλλες στον Ερντογάν για την άγρια κατασταλτική των διαδηλώσεων πολιτική

του έχει να κάνει και με κάτι επιπλέον του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την τουρκική “χείρα βοηθείας” στην εξελισσόμενη κρίση στη Συρία. Οι ΗΠΑ παγίως στοχεύουν στον έλεγχο όσων περισσοτέρων κοιτασμάτων και δρόμων μεταφοράς πετρελαιοειδών μπορούν σε όλη την ευρύτερη αυτή περιοχή του πλανήτη. Και οι αγωγοί από το Αζερμπαϊτζάν (το άλλο τους …αγαπημένο παιδί) οι οποίοι κατευθύνονται προς δυσμάς, από το έδαφος της Τουρκίας διέρχονται. Το ίδιο και ο σχεδιαζόμενος πλέον πρόσφατος, αυτός που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το κοίτασμα Σαχ Ντενίζ ΙΙ της Κασπίας. Για την Τουρκία, ΤΑΡ ή Νabucco μεγάλη διαφορά δεν υπάρχει.