Του Δημήτρη Τσίρκα

Φυσικά η εν λόγω αριστερή στάση δεν ήταν ανοιχτά εθνικιστική, δεν διεκδικεί την ελληνικότητα του ονόματος «Μακεδονία» στη βάση της εθνοφυλετικής συνέχειας των Ελλήνων από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως σήμερα. Τύποις ακόμη, δηλώνει πως δεν έχει πρόβλημα να ονομάζεται όπως θέλει η γειτονική χώρα, αλλά… Είναι αυτό το αλλά όμως που συνοδεύεται από μία σειρά ασυνάρτητους και αντιφατικούς μεταξύ τους ισχυρισμούς που ακυρώνει πλήρως αυτή τη φαινομενική αδιαφορία για το όνομα. Όπως στο παράδειγμα του ασθενούς του Φρόιντ που αρνείται τρεις  φορές ότι έσπασε την τσαγιέρα που δανείστηκε από τον γείτονα του με δικαιολογίες που στην πράξη επιβεβαιώνουν ότι την έσπασε.

Στην προσπάθεια του ο αριστερός – πατριωτικός λόγος να παραμείνει τυπικά εντός της αριστερής αφήγησης και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί τα εθνικά «δίκαια» κινητοποιεί δύο γραμμές επιχειρηματολογίας.  Στη μία καταγγέλλει τον εθνικισμό των γειτόνων προκειμένου ν’ αρνηθεί έμμεσα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους.  Το ζήτημα, ισχυρίζεται, δεν είναι το όνομα της Μακεδονίας αλλά ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός των Σκοπιανών. Πως όμως αυτός ο (πολύ υπαρκτός) εθνικισμός των γειτόνων δίνει το δικαίωμα στο ελληνικό κράτος να τους εμποδίζει να ονομασθούν όπως θέλουν; Και αν οι γείτονες χρησιμοποιούν προσχηματικά το όνομα, όπως ισχυρίζονται οι αριστεροί πατριώτες, για να προβάλλουν εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας γιατί η τελευταία δεν δέχεται το συνταγματικό τους όνομα ώστε να τους αφαιρέσει αυτό το πρόσχημα και να καταδείξει σε όλη τη διεθνή κοινότητα αυτές τις διεκδικήσεις;  Η αλήθεια φυσικά είναι ότι η Μακεδονία δεν προβάλλει διεθνώς, στα επίσημα φόρα, καμία εδαφική διεκδίκηση κατά της Ελλάδας και το μόνο θέμα που διεκδικεί είναι το όνομα, το οποίο η Ελλάδα επιχειρεί να καθορίσει χρησιμοποιώντας τη δύναμη της και τη θέση της σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Ο επιτιθέμενος στο ζήτημα του ονόματος είναι ξεκάθαρα η Ελλάδα και καμία ρητορική για τον εθνικισμό των άλλων δεν μπορεί να το συγκαλύψει.

Η δεύτερη γραμμή επιχειρηματολογίας του αριστερού πατριωτικού λόγου είναι πως η FYROM είναι ένα κατασκεύασμα και προτεκτοράτο του ιμπεριαλισμού και ως εκ τούτου κάθε αίτημα της δεν μπορεί παρά να είναι εκ του πονηρού ή αντιδραστικό. Πράγματι η γειτονική χώρα συγκροτήθηκε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στην οποία συνέβαλε και επικύρωσε κατόπιν η Δύση.
 Η Ελλάδα όμως πόσο διαφορετικά πρόεκυψε; Μήπως με στρατιωτική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς την οποία τώρα θα ήμασταν τμήμα της Αιγυπτιακής επικράτειας και θα λατρεύαμε όλοι τον Αλλάχ;  Και δεν καθορίζονταν η πολιτική ζωή της χώρας από τις ίδιες Μεγάλες Δυνάμεις, για δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία σε σημείο που τα βασικά κόμματα της χώρας να ονομάζονται «Ρωσικό», «Γαλλικό» και «Αγγλικό»; Ας υποθέσουμε όμως ότι πράγματι η Μακεδονία είναι πιόνι των ιμπεριαλιστών. Η Ελλάδα από πότε έγινε αντιιμπεριαλιστική χώρα ώστε να γίνεται στόχος των ιμπεριαλιστών και  να χρησιμοποιούν το «πιόνι» τους για να την πλήξουν;

Η ειρωνεία είναι πως η ίδια (πατριωτική) Αριστερά θεωρεί και την Ελλάδα υποτελή και εξαρτημένη χώρα με την αστική της τάξη και το κράτος να είναι πιόνια του ιμπεριαλισμού, που θυσιάζουν τα συμφέροντα του ελληνικού λαού προς όφελος των ξένων. Μόνο που όταν η συζήτηση πάει  στα «εθνικά» ζητήματα η Ελλάδα μετατρέπεται από πιόνι του ιμπεριαλισμού σε θύμα του. Κατασκευάζεται εδώ μία αφήγηση που θέλει τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους να χρησιμοποιούν τις γειτονικές χώρες που είναι εξαρτήματα τους, όχι  μόνο τη Μακεδονία αλλά και την Τουρκία και την Αλβανία για να υπονομεύσουν τη χώρα μας, ακόμα και να της αποσπάσουν εδάφη. Γιατί να το θέλουν αυτό οι ιμπεριαλιστές τη στιγμή που η Ελλάδα είναι πιστή σύμμαχος τους ή και προτεκτοράτο τους, όπως τη θέλει η πατριωτική Αριστερά, παραμένει μυστήριο. Η Ελλάδα για παράδειγμα είναι χώρα μέλλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συντάσσεται σε όλα τα διεθνή (πλέον και στα εσωτερικά) ζητήματα με τις αποφάσεις των ιμπεριαλιστών και παρόλα αυτά εκείνοι θέλουν να την πλήξουν.

Η αλήθεια φυσικά είναι ότι αυτή η πατριωτική Αριστερά προσπαθεί να συγκαλύψει την πλήρη ταύτιση της με τις εθνικιστικές θέσεις του ελληνικού κράτους επιχειρώντας να τις αναβαπτίσει σε προοδευτικές εν μέσω παραδοσιακής αριστερής φρασεολογίας. Πάντα όμως καταλήγει σε καρικατούρα. Έτσι όταν πρέπει να παλέψει  τον ελληνικό εθνικισμό αρνείται επικαλούμενη τον εθνικισμό των άλλων (αλήθεια πώς η ελληνική Αριστερά θ’ αντιπαλέψει τον μακεδονικό εθνικισμό;). Και όταν καλείται να δώσει εξηγήσεις γιατί έμμεσα ή άμεσα στηρίζει  πλήρως τις εθνικιστικές θέσεις του ελληνικού κράτους, όπως το ν’ αρνείται το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού σε μία χώρα, κατασκευάζει μία ηρωική αφήγηση της Ελλάδας και του ελληνικού λαού ως εγγενώς, σχεδόν, αντιιμπεριαλιστικών που γίνονται μονίμως στόχος επιβουλής από τους ιμπεριαλιστές.  Εκεί που ο δεξιός εθνικιστικός λόγος αποδίδει φυλετική ή πολιτισμική ανωτερότητα στους Έλληνες, η πατριωτική Αριστερά ανακαλύπτει μία αντιιμπεριαλιστική ουσία στον ελληνικό λαό που παραμένει αναλλοίωτη όσο και αν το ελληνικό κράτος ταυτίζεται διαχρονικά με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, από συμφέρον ή ανάγκη. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι ίδιο – οι Έλληνες είτε φυλετικά-πολιτισμικά, είτε αγωνιστικά – αντιιμπεριαλιστικά, παραμένουν έθνος ανάδελφο και γι αυτό η εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους είναι πάντοτε δίκαιη και αμυντική. Και κάπως έτσι η Αριστερά γίνεται ουρά της αστικής ιδεολογίας…