Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Παπαδομανωλάκης

Στην προηγούμενη δικάσιμο ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των Σενάν Οκτάι και Χαλίλ Ντεμίρ, οι οποίοι απέρριψαν οποιαδήποτε σχέση με τις κατηγορίες για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Οι Τούρκοι αγωνιστές και αγωνίστριες έχουν κερδίσει την αναστολή της ποινής της πρωτόδικης απόφασης μετά από 96 ημέρες απεργίας πείνας. Όπως έχουν καταγγείλει στο ΤΡΡ, η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε σε ανύπαρκτα και παράλογα στοιχεία, ενώ πριν ξεκινήσει το δικαστήριο «η κυβέρνηση είχε ήδη ανακοινώσει πως είμαστε τρομοκράτες» και «ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Σοϊλού, ανακοίνωσε σε ένα κανάλι ότι η Τουρκία ζήτησε να συλληφθούμε και να φυλακιστούμε και ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση, που το έπραξε». Ακόμα, έχουν καταγγείλει πως έχουν δεχθεί επανειλημμένα αστυνομικά βασανιστήρια.

Η συνεδρίαση ξεκινάει και η πρόεδρος διαβάζει τα ονόματα των κατηγουμένων, οι οποίοι είναι όλοι παρόντες. Ο συνήγορος κ. Καμπαγιάννης απουσιάζει λόγω ανάγκης να παρουσιαστεί σε άλλη δίκη και ο κ. Σαραφιανός ανακοινώνει πως θα εκπροσωπήσει τον πελάτη του στη σημερινή δικάσιμο. Ο Χαλίλ Ντεμίρ ζητά να συμπληρώσει τη κατάθεση του, αναφέροντας πως οι κάμερες μπήκαν στο σπίτι, όχι μόνο για τους ληστές, αλλά τον κίνδυνο να υπάρξει χτύπημα της ΜΙΤ, όπως συνέβη στο Παρίσι εναντίον Κούρδισσων γυναικών. Καταθέτει ακομα τα ποιήματα του για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η πρόεδρος τον ρωτάει αν γράφει στρατευμένη ποίηση και απαντά καταφατικά.

«Με έβαλαν φυλακή, απλώς επειδή βρέθηκα δύο ώρες σε ένα σπίτι»

Ο Σάντι Νάτσι Οζπολάτ ξεκινάει ευχαριστώντας τον ελληνικό λαό για την υποστήριξη του, που δείχνει ότι οι αγώνες των λαών της Τουρκίας δεν είναι χαμένοι. Αναφέρει πως έχασε τον έναν θείο του όταν ήταν 6 ετών και τον άλλο όταν ήταν 8, καθώς δολοφονήθηκαν από το τουρκικό κράτος. Δηλώνει πως δεν θα επεκταθεί στον χαρακτήρα του τουρκικού φασισμού, καθώς αυτά είναι γνωστά, αλλά θα μιλήσει για την προσωπική του ιστορία. Αναφέρει πως συμμετείχε στον δημοκρατικό αγώνα των φοιτητών με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βασανιστεί. Κάνει λόγο για τη συμμετοχή του σε απεργία πείνας στις τουρκικές φυλακές, στις οποίες συμμετείχε και έχουν χάσει μέχρι στιγμής της ζωής τους εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι. Ο ίδιος εργάστηκε στο περιοδικό «Ψωμί και δικαιοσύνη», ενώ ήταν ενεργός στο σύλλογο για τα βασικά δικαιώματα και τις ελεύθερες και είχε δράση σε διάφορους δημοκρατικούς φορείς. Το 2008 έφυγε από την Τουρκία, ζητώντας πολιτικό άσυλο στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά εφόσον δεν το κατάφερε, ήρθε στην Ελλάδα το 2017. Διευκρινίζει σε ερώτηση της προέδρου ότι ενώ η Γαλλία αρνήθηκε το άσυλο, η Γερμανία δεν το απέρριψε, αλλά δημιούργησε διάφορα γραφειοκρατικά προβλήματα.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα νοίκιασε ένα σπίτι στο Νέο Κόσμο, όπου συνελήφθη και έμεινε ενάμιση χρόνο στη φυλακή, αλλά αθωώθηκε στον πρώτο βαθμό. Έκτοτε ζούσε στο σπίτι στη Τζαβέλα. Η πρόεδρος ζητά πληροφορίες για το προηγούμενο δικαστήριο, με τους συνήγορος να την ενημερώνουν πως η πλειοψηφία των κατηγουμένων αθωώθηκε πρωτοδίκως, ενώ οι άλλοι πήραν μικρές ποινές, οι οποίες έπεσαν στον δεύτερο βαθμό. Εξηγεί στην πρόεδρο ότι κυρίως δουλεύει ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, ενώ ασχολείται και με τη διανομή του περιοδικού «Αγώνας» και φαγητού σε φεστιβάλ. Αναφέρει τα ονόματα κάποιων από τα βιβλία του. Η πρόεδρος αναφέρει πως τα βιβλία του έχουν πολιτικό περιεχόμενο, όπως τα ποιήματα του Ντεμίρ.

Στη συνέχεια, ο Οζπολάτ κάνει λόγο για παράνομη πρωτόδικη απόφαση, η οποία τον έχει καταδικάσει σε 30 χρόνια, κάτι που όπως λέει φάνηκε από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού. Αναφέρει πως ο μόνος λόγος που φυλακίστηκε είναι επειδή βρέθηκε για δύο ώρες σε ένα σπίτι, όπου συνελήφθη. Θυμάται πως εκείνη τη μέρα ήταν στη Τζαβέλα και πήγε με τα πόδια στην Αυλώνος με τον Χαλίλ Ντεμίρ, ώστε να κάνουν εγγραφή για την εκπομπή «Πολεμος κατά των Ναρκωτικών». Σε ερώτηση της προέδρου απαντά πως έχει πάει άλλες δύο φορές, για να κάνει εκπομπές κατά των ναρκωτικών. Αναφέρει πως δεν κατάλαβε ποτέ ήρθε ο Σενάν Οκτάι, ο οποίος ενώ ηχογραφούσε εκπομπή, τον εμφανίστηκε και τον ρώτησε αν θέλει να επιστρέψουν μαζί με το αυτοκίνητο. Η πρόεδρος ρωτάει από που προκύπτει η θεματολογία κατά των ναρκωτικών με τους αγώνες τους. Ο Οζπολάτ απαντά πως έχουν πολύ σχέση, καθώς η η διακίνηση των ναρκωτικών σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται από τον φασισμό και τον ιμπεριαλισμό. Εκτός αυτού εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν και ως δημοσιογράφος το θεωρεί σημαντικό ζήτημα, που αφορά τα δικαιώματα.

Η πρόεδρος τον ρωτάει αν ξέρει κάτι για τα όπλα και το τούνελ. Απαντά αρνητικά. Τον ρωτάει επίσης αν έχει σχέση με την οργάνωση DHKP-C. Απαντά πως δεν έχει σχέση, καταγγέλοντας πως ο αστυνομικός θεωρεί κάθε αστέρι και σφυροδρέπανο σύμβολο της συγκεκριμένης οργάνωσης. Προσθέτει πως στη Τζαβέλα δεν υπάρχει σημαία της οργάνωσης. Η πρόεδρος ρώτα αν σύμβολο της οργάνωσης είναι το σφυροδρέπανο μέσα σε ένα αστέρι. Ο Οζπολάτ απαντά πως είναι σύμβολο σε πολλών αγώνων. Δείχνει φωτογραφίες. Αναφέρει πως τα σύμβολα πολλών οργανώσεων είναι παρόμοια, προσθέτοντας πως το DHKP-C δεν έχει δράση στην Ευρώπη, παρά μόνο στην Τουρκία. Εκτός αυτού, αν σε έναν σύλλογο βρίσκεται μια φωτογραφία ενός ηγέτη, δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι διαμένοντες ως μέλη της οργάνωσης. Αναφέρει πως υπολογιστή του έχει φωτογραφίες του Μάο και του Φιντέλ, αλλά δεν είναι σοβαρό το δικαστήριο να πει πως είναι μέλος του ΚΚ Κίνας ή Κούβας. Αυτά κατατέθηκαν στην πρώτη δίκη, αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη από την έδρα. Αναφέρει πως βρίσκονται τρία χρόνια φυλακή με τον ισχυρισμό ότι καταπάτησαν τους νόμους, αλλά στην ουσία το δικαστήριο που τους καταδίκασε σε 33 χρόνια είναι αυτό που καταπάτησε τους νόμους. Προσθέτει ότι πραγματοποίησαν την απεργία πείνας όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά για να μην περάσει η παρανομία, θέλοντας να εξηγήσουν στον ελληνικό λαό πως μπορεί να ζήσει την ίδια αδικία.

Καταλήγει σχετικά με τη σημαία και τη φωτογραφία πως για εκείνον χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, όταν έμενε λιγότερο στο σπίτι από άλλους που αφέθηκαν ελεύθεροι. Ενδεικτικό της αντιφατικότηταςντου κατηγορητηρίου είναι πως κατηγορούνται για συμμετοχή και άνθρωποι που έμεναν σε άλλο σπίτι όπου δεν βρέθηκαν σύμβολα. Όμως αν είναι κάποιος μέλος σε μια τρομοκρατική οργάνωση δεν το φωνάζει. Αναφέρει σχετικά με τη κατηγορία της τρομοκρατίας πως χρησιμοποιείται συχνά από τη Τουρκία για να φυλακίσει δημοσιογράφους, δικηγόρους, δικαστές και άλλα επαγγέλματα, απλώς επειδή κάνουν τη δουλειά τους. Στις φυλακές το κράτος μπορεί να πυροβολήσει και να σκοτώσει τους κρατούμενους, χωρίς να κρατούν ούτε πέτρα, όμως δεν θεωρείται το κράτος τρομοκράτης, αλλά οι φυλακισμένοι. Αναφέρει για παράδειγμα τη δολοφονία με δεκάδες σφαίρες ενός ανήλικου παιδιού και δίπλα του άφησαν ένα καλάσνικοφ, ώστε να μην κατηγορηθεί κανέναν αστυνομικός. Η πρόεδρος επαναλαμβάνει ότι δεν χρειάζεται να πείσουν την έδρα για τον χαρακτήρα του τουρκικού καθεστώτος, αλλά να απαντήσουν αν οι δικές τους μορφές αντίστασης περιορίζονται στα ειρηνικά μέσα. Απαντά πως δεν έχει σχέση με τα όπλα και την οργάνωση, όπως έχει πει και στην ανακριτρια και στο προηγούμενο δικαστήριο, αλλά με τους νόμους κατά της τρομοκρατίας βρέθηκε στη φυλακή.

Η εισαγγελέας ρωτάει τον Οζπολάτ τη σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Απαντά πως δεν έχει ίδια σχέση με όλους, αλλά μπορεί να απαντήσει για έναν έναν. Διευκρινίζει την ερώτηση της η εισαγγελέας, αναφέροντας πως επειδή με κάποιους υπάρχει διαφορά ηλικίας, μήπως έχει πιο στενή σχέση με άλλους. Απαντά πως τους περισσότερους τους γνώρισε εδώ, με εξαίρεση κάποιους που γνώριζε από Τουρκία. Η εισαγγελέας ρωτάει με τι έγγραφα κινείται αφού δεν έχει ακόμα αναγνωστεί το άσυλο του, με τον ίδιο να απαντά πως έχει προσωρινή άδεια διαμονής. Τον ρωτάει για τα μαχαίρια, τα οποία κατά την αστυνομία είχε πάνω του, με τον ίδιο να ξεκαθαρίζει πως είναι δύο σουγιάδες, οι οποίοι σύμφωνα με την έκθεση του πραγματογνώμονα δεν αποτελούν όπλα. Επίσης δεν κυκλοφορούσε με αυτά, αλλά τα είχε στη τσάντα του, γιατί τα είχαν χρησιμοποιήσει σε πικ νικ για κόβουν τρόφιμα, όπως έκαναν και άλλοι άνθρωποι. Αν όλοι αυτοί συλλαμβάνονταν θα είχαν γεμίσει τα δικαστήρια, αναφέρει. Επίσης η εισαγγελέας ρωτάει αν από το 2017 μέχρι το 2020 έχει ταξιδέψει σε άλλη χώρα, αφού το κατηγορητήριο λέει πως την περίοδο αυτή το DHKP-C δραστηριοποιούταν στην Ευρώπη. Απαντά πως το περισσότερο διάστημα ήταν στη φυλακή και δεν έχει ταξιδέψει εκτός Ελλάδας.

Σε ερώτηση της προέδρου αν η οργάνωση δραστηριοποιείται σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, εξηγεί πως πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει καταδικαστεί κανείς ως μέλος του DHKP-C. Η Γερμανία, η Γαλλία και οι άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες αφήνουν χώρο στους φασίστες, αλλά κατηγορούν όλες τις αντιφασιστικές κινήσεις και τις δράσεις ενάντια στο τουρκικό καθεστώς, χωρίς όμως να έχει κατηγορηθεί κανείς για τρομοκρατική δράση. Η εισαγγελέας ρωτάει αν έχει εκδοθεί ένταλμα από τις τουρκικές αρχές και πότε. Ο Οζπολάτ απαντά πως είχε εκδοθεί ένταλμα ενώ ήταν σε εξέλιξη η δίκη του 2017, το οποίο απορρίφθηκε. Διακοπή για να επιδιορθωθεί ο κλιματισμός. Η κα. Κούρτοβικ αναφέρει στην έδρα πως θα πρέπει να πάει σε άλλο δικαστήριο και θα την αντικαταστήσει η κα. Ζορμπαλά, στην υπεράσπιση των Χαλίλ Ντεμίρ και Σάντι Νάτσι Οζπολάτ.

«Δεν σπάσαμε δίσκους, αφού μας χειροπέδισαν αμέσως – Αστυνομικός λέει ψέμματα κατά δύο γυναικών»

Ανέβηκε στο βήμα η Χάρικα Κιζιλκαγια, η οποία αναφέρει πως στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Νόμιζε ότι εκεί θα μπορούσε να έρθει σε επαφή ιδέες, αλλά στο καθεστώς της Τουρκίας αυτό δεν γίνεται. Αναφέρει πως ξεκίνησε να αγωνίζεται για δωρεάν παιδεία, καθώς είναι φτωχοί άνθρωποι και σπουδές στην Τουρκία είναι δεν είναι δημόσιες. Διαδήλωσαν την Πρωτομαγιά και την Μέρα της Γυναίκας, με αποτέλεσμα να τους οδηγήσουν σε δίκη για τη συμμετοχή στις πορείες. Έκανε 7 μήνες φυλακή, που κρατούνταν 600 φοιτητές. Αφού αποφυλακίστηκε, παρακολουθούνταν συνεχώς από την αστυνομία, ενώ δεχόταν συνεχώς πίεση η οικογένεια της και η ίδια. Πήγε σε συναυλία ενός σοσιαλιστικού συγκροτήματος, όπου συμμετείχε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, αλλά πάλι συνελήφθη, είδε βασανιστήρια στις φυλακές. Τότε έμαθε την Επιτροπή Αλληλεγγύης για τους Πολιτικούς Κρατούμενους, η οποία έστειλε γράμματα αλληλεγγύης στους φοιτητές, που ήταν κρατούμενοι στις φυλακές, οπότε αποφάσισε να φύγει στην Ελλάδα.

Στη χώρα μας ηρθε σε επαφή με την Επιτροπή, η οποία της έδωσε βοήθεια για να πάρει πολιτικό άσυλο, να βρει δουλειά και σπίτι. Τότε έμεινε ένα διάστημα στη Τζαβέλα και άρχισε να εργάζεται. Προσθέτει πως ως φοιτήτρια είχε ευαισθησία για το λαό και τη πατρίδα της, οπότε αισθάνθηκε την ανάγκη να βοηθήσει, καθώς δεν ήρθε εδώ για να βρει λεφτά, αλλά για τις ιδέες της. Αναφέρει πως δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν τις ιδέες τους, επειδή έφυγαν από τη χώρα τους. Έτσι προσφέρθηκε να βοηθήσει στη σελιδοποίηση του περιοδικού «Ο αγώνας», ενώ ξεκίνησε μαθήματα ελληνικών. Συμμετείχε σε πορείες στην Ελλάδα, που πουλούσαν το περιοδικό για οικονομική ενίσχυση, πουλάνε τα βιβλία τους σκαι φτιάχνουν τούρκικο φαγητό σε φεστιβάλ.

Αναφέρει πως έκανε πολλές δουλειές, ενώ η πρόεδρος θυμάται πως ένας από τους μάρτυρες την θυμόταν από την εργασία της στο εστιατόριο. Έμενε με την Σεκέρ Χαζάντ, αλλά σκέφτηκε πως για οικονομικούς λόγους θα ήταν καλύτερα να πάνε στην Αυλώνος. Ένα μήνα μετά της έπιασαν. Τα κορίτσια έμεναν στο ισόγειο και στον πάνω όροφο οι άνδρες. Η πρόεδρος ρωτάει αν είδε το τούνελ και η Χάρικα απαντά πως πρώτη φορά το έμαθε στην ανάκριση. Περιγράφει πως το τούνελ δεν φαινόταν, ενώ σε ερώτηση της προέδρου απαντά πως δεν είδε να το φτιάχνουν, ούτε τα λεγόμενα μπάζα. Η πρόεδρος την ρωτάει αν είχε κομπιούτερ, γιατί ο αστυνομικός τις κατηγόρησε πως έσπαγαν δίσκους. Την ρώτησε αν είδε όπλα και απάντησε αρνητικά.

Τη μέρα της σύλληψης, ξύπνησαν απότομα τα ξημερώματα από το θόρυβο, με τις πιτζάμες, μην γνωρίζοντας τι έχει συμβεί. Ανεβαίνουν τις σκάλες να δουν τι έγινε και βλέπουν μασκοφόρους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν πετάξει δακρυγόνα. Κατευθείαν τις πέταξαν στο πάτωμα, ενώ η ίδια φώναζε τι συμβαίνει, με τους αστυνομικούς να τους βάζουν χειροπέδες. Η πρόεδρος ζητάει διευκρίνιση για τις καταγγελίες του αστυνομικού για τους σπασμένους δίσκους και η Χάρικα αναφέρει πως αυτό δεν γίνεται, καθώς τις χειροπέδισαν αμέσως. Καταγγέλει πως ο αστυνομικός λέει ψέμματα σε βάρος δύο γυναικών. Απαντά σε ερώτηση της προέδρου πως της φάνηκε λογικό να έχει το σπίτι κάμερες, για αν προστατευθούν. Η πρόεδρος τη ρωτάει για το DHKP-C με την ίδια να απαντά πως δεν έχει δει τίποτα στην Επιτροπή Αλληλεγγύης που να σχετίζεται με την οργάνωση. Αναφέρει πόσο σημαντική είναι η δράση του συλλόγου, που βοηθά τους πρόσφυγες και ενημερώνει το κόσμο για τις διώξεις στη Τουρκία. Θεωρεί αδικία τις κατηγορίες. Ξεκαθαρίζει πως δεν υπήρχαν σημαίες και σύμβολα στο σπίτι.

Η εισαγγελέας ρωτάει αν ένιωθε ασφαλής στον σύλλογο, με την Χάρικα να θυμάται την απαγωγή ενός φίλου της από τις ελληνικές αρχές, οι οποίες τον παρέδωσαν στην Τουρκία. Μετά από έρευνα κατάλαβαν το αυτοκίνητο της απαγωγής είχε πινακίδες της ελληνικής αστυνομίας. Την επόμενη μέρα ο φίλος της ήταν φυλακή στην Τουρκία. Η απαγωγή έγινε με συνεργασία της τουρκικής με την ελληνική αστυνομία. Τότε σκέφτηκε πως θα μπορούσε να συμβεί και την ίδια, καθώς γνωρίζει πως η ΜΙΤ παρακολουθεί ανθρώπους στο εξωτερικό, οπότε οι κάμερες δεν της έκαναν εντύπωση. Η εισαγγελέας ρώτησε αν έχει φύγει ποτέ στο εξωτερικό, με την ίδια να απαντά πως όχι, καθώς αν και έχει χαρτιά, δεν της έχουν δώσει διαβατήριο. Επισημαίνει πως η οικογένεια της δεν μπορεί να έρθει Ελλάδα, καθώς οι τουρκικές αρχές τους ενοχλούν κάθε φορά που επικοινωνούν μαζί της, θεωρώντας την Ελλάδα εχθρική χώρα. Η εισαγγελέας ρωτά αν έχει ζητήσει η Τουρκία την έκδοση της και εκείνη απαντά καταφατικά, λόγω της συμμετοχής της στις πορείες της Πρωτομαγιάς και της Ημέρας της Γυναίκας. Δηλώνει περήφανη για την απεργία πείνας, καθώς ήθελαν να ακουστούν.

«Όταν εισέβαλε η αστυνομία, έριξε δακρυγόνο, με αποτέλεσμα να μου κάψει το χέρι και με χτύπησαν στο κεφάλι, αλλά δεν με πήγαν στο νοσοκομείο»

Έρχεται η σειρά του Ισμαήλ Ζαντ, οποίος αναφέρει πως είναι παντρεμένος με τρία παιδιά και δούλευε σε ένα εργοστάσιο, όπου απολύθηκε λόγω συνδικαλιστικής δράσης. Τότε ξεκίνησε απεργία πείνας για να επιστρέψει στη δουλειά του. Για το λόγο αυτό προσήχθη και προφυλακίστηκε, αλλά μετά συνεχίστηκε η καταπίεση σε βάρος του, οδηγώντας τον να ζητήσει άσυλο από την Ελλάδα. Όταν πήγε να μείνει στο σύλλογο, συμμετείχε στις πολιτικές και πολιτισμικές δραστηριότητες. Μεταξύ άλλων, πήρε μέρος σε εκδηλώσεις μνήμης των νεκρών αγωνιστών του ελληνικού αγώνα. Στη συνέχεια άνοιξε ένα εστιατόριο, το οποίο δεν πήγε καλά οπότε έκανε άλλες δουλειές που ήξερε από Τουρκία, όπως μπογιατζής, μάζευε πορτοκάλια στην επαρχία και άλλα.

Η πρόεδρος ρωτάει για το βράδυ της σύλληψης. Ο Ισμαήλ απαντά πως έμεινε στην Αυλώνος 3-4 μέρες για να κάνουν εργασίες. Εκείνος έβαφε. Δεν γνωρίζει τίποτα για το τούνελ και τα όπλα. Την ώρα της σύλληψης κοιμόταν, όταν άκουσε έναν δυνατό θόρυβο και μέσα είχε γεμίσει καπνούς. Του πέρασαν χειροπέδες και τον έβαλαν στο πάτωμα, ενώ ένα δακρυγόνο του έκαψε το χερι. Στη συνέχεια τον χτύπησαν με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι, αλλά δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Δηλώνει πως δεν ξέρει κάτι για την οργάνωση DHKP-C, αλλά είναι ένας απλώς εργάτης, που ήρθε εδώ για αν συνεχίσει τη ζωή του. Η εισαγγελέας ρωτάει αν αυτά τα 25 χρόνια έχει φύγει ποτέ από την Ελλάδα, με τον ίδιο να απαντά αρνητικά. Σχετικά με τις κάμερες απαντά πως ήταν ήδη εκεί όταν πήγε στο σπίτι. Η εισαγγελέας ρωτά αν έχει υπάρξει ένταλμα σύλληψης από τη Τουρκία και απαντά καταφατικά, αλλά δεν θυμάται την ημερομηνία. Ο εφέτης ρωτάει που έμενε, αφού στην Αυλώνος πήγε μόνο για λίγες ημέρες, με τον Ισμαήλ να απαντά στη Τζαβέλα.

«Ο υπ. Εσωτερικών της Τουρκίας παραδέχθηκε πως οι συλληφθέντες παρακολουθούνταν από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, γεγονός ότι δείχνει πως είχαν δίκιο για τη τοποθέτηση των καμερών»

Ο Χασάν Καγιά ανεβαίνει στο βήμα, δηλώνοντας πως ήρθε στην Ελλάδα γιατί διώχθηκε για συμμετοχή σε διαδηλώσεις κατά των αμερικανονατοϊκών βάσεων. Έχει προσαχθεί πολλές φορές και έχει βασανιστεί. Όταν ήρθε στην Ελλάδα για άσυλο, πήγε στο κέντρο αποκατάστασης θυμάτων από βασανιστήρια. Στη Τουρκία δούλευε ως μάγειρας, ενώ γράφει επίσης βιβλία, ποιήματα και μυθιστορήματα. Καταθέτει ένα χαρτί από εκδοτικό οίκο. Η πρόεδρος ρωτάει αν έχουν σχέση και αυτά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τον ίδιο να απαντά πως μερικά από αυτά ναι, αλλά υπάρχουν κι άλλα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ξεκίνησε να πηγαίνει στην Επιτροπή, ενώ ένα χρόνο μετά εκλέχθηκε πρόεδρος του συλλόγου Κάππα. Δούλευε στο εστιατόριο του παραπάνω συλλόγου, ενώ συμμετείχε και στις δράσεις της Επιτροπής Αλληλεγγύης. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στη Τουρκία επιβλήθηκε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, με τους ίδιους να στέλνουν αποστολές για συμπαράσταση για την απόλυση της ακαδημαϊκού Νουριέ Γιουλμέν.

Εξαιτίας της κατάστασης στη Τουρκία άρχισαν να έρχονται περισσότεροι πρόσφυγες και αποφάσισαν να νοικιάζουν και τον δεύτερο χώρο στην Αυλώνα, στο όνομα του, καθώς ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου. Δεν γνωρίζει τίποτα για το τούνελ και τα όπλα, ενώ απουσίαζε από το σπίτι όταν ο Σενάν Οκτάι τα μετέφερε. Ακόμα και το ότι ήρθε εκείνη τη μέρα ο Σενάν στο σπίτι, το έμαθε από το κατηγορητήριο. Αναφέρει πως τη μέρα της αστυνομικής επιχείρησης, ήταν μαζί με τον Ισμαήλ, στο χέρι του οποίοι οι αστυνομικοί έριξαν ένα δακρυγόνο. Καταγγέλει πως οι αστυνομικοί τον χτύπησαν, αλλά δεν τους μετέφεραν στο νοσοκομείο. Δηλώνει ότι δεν έχει καμία σχέση με τις κατηγορίες και ζητά την αθώωση του.

Η πρόεδρος ρωτάει αν ο Σενάν Οκτάι τον είχε ενημερώσει για το τούνελ, με τον Χασάν να ξεκαθαρίζει πως αν το ήξερε δεν θα το επέτρεπε. Η πρόεδρος ρωτάει αφού το σπίτι ήταν στο όνομά του, γιατί τα δύο άτομα ζήτησαν από τον Σενάν Οκτάι να σκάψουν το τούνελ και όχι στον ίδιο. Ο Χασάν απαντάει πως δεν τους γνώριζε, ενώ εκείνο το διάστημα δούλευε στο εστιατόριο όλη μέρα και δεν είχε καν χρόνο για τις οικοδομικές εργασίες. Η πρόεδρος τον ρωτάει τι απαντά στις κατηγορίες πως είναι μέλος του DHKP-C, που υποτίθεται δραστηριοποιείται στη χώρα μας υπό τις εντολές του Σενάν Οκτάι. Ο Χασάν απαντά πως η συγκεκριμένη οργάνωση δραστηριοποιείται μόνο στη Τουρκία. Έχει συναντήσει μέλη πολλών οργανώσεων στις φυλακές, όπου τα μέλη του DHKP-C ανέφεραν ρητά πως η οργάνωση δεν έχει δράση στο εξωτερικό. Δραστηριοποιείται χρόνια στο λαϊκό κίνημα και δεν υπήρχε ποτέ δίωξη εναντίον του στην Ελλάδα, οπότε δεν θα μπορούσε ξαφνικά να συμμετέχει σε κάποια οργάνωση. Ερωτάται για τον Σενάν, τον οποίο δηλώνει πως γνώρισε το 2007 στην επιτροπή αλληλεγγύης και συμμετείχαν από κοινού στους δημοκρατικούς αγώνες. Αναφέρει πως ο Σενάν έκανε συνήθως τις οικοδομικές εργασίες και βοηθούσε την επαφή των προσφύγων με δικηγόρους. Τον γνωρίζει ως έναν ευαίσθητο άνθρωπο. Η πρόεδρος ρωτάει αν ο Σενάν έδινε εντολές στους άλλους. Ο Χασάν απαντά ότι αντίθετα έκανε εργασίες και τους έλεγαν να μην κουράζεται πολύ γιατί έχει πρόβλημα υγείας.

Η εισαγγελέας ρωτάει τι ξέρει για τις κάμερες, με τον Χασάν να απαντά πως ο ιδιοκτήτης του ακινήτου είχε πει στον Χαλίλ Ντεμίρ πως είχαν γίνει πολλές ληστείες στην περιοχή. Οπότε ο σύλλογος πήρε απόφαση να μπουν κάμερες. Ο ίδιος ήθελε να μπουν κάμερες και για την ασφάλεια από τη ΜΙΤ, η οποία είχε δολοφονήσει τρεις γυναίκες στο Παρίσι. Η πρόεδρος αναφέρει πως δεν κατάλαβαν όμως την αστυνομική επιχείρηση. Ο Χασάν απαντά πως ήταν πολύ νωρίς το πρωί και κοιμόντουσαν. Δεν είχαν σκεφτεί να βάλουν κάποιον να φυλάει. Η εισαγγελέας ρωτάει έχει κάτι να πει για τα πλαστά έγγραφα. Ο Χασάν επανέρχεται για τις κάμερες, επικαλούμενος τη δήλωση του υπουργού εσωτερικών της Τουρκίας, πως όλοι οι συλληφθέντες παρακολουθούνταν από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, γεγονός ότι δείχνει πως είχαν δίκιο για τη τοποθέτηση των καμερών. Για τα πλαστά έγγραφα απαντά πως στο σπίτι έχουν μείνει περιστασιακά πολλοί πρόσφυγες που θα μπορούσαν να τις έχουν αφήσεις. Ο Οζπολάτ ζητάει το λόγο να προσθέσει κάτι για τις κάμερες, καθώς το δικαστήριο δίνει έμφαση. Αναφέρει πως όταν ήρθε στη Τζαβέλα υπήρχαν επίσης κάμερες. Οι κάμερες δεν μπορούν να σταματήσουν τους ενόπλους, αλλά μπορούν να καταγράψουν άμα μπει κανείς στο σπίτι. Οι πρόσφυγες δεν μπορούν να προστατεύσουν τη ζωή τους με τα όπλα, αλλά μπορούν να πάρουν μέτρα ασφαλείας.

«Δεν έχει λογική να έχουν τοποθετηθεί οι κάμερες για το τούνελ, εφόσον έχουν καταγραφεί και αποθήκευση του υλικού»

Ο Αλί Ερτζάν Γκόκουγλου ερωτάται από την πρόεδρο γιατί διωκόταν στη Τουρκία. Αναφέρει πως έχει τελειώσει την δημοσιογραφική σχολή στην Άγκυρα και εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1991, ενώ είναι συγγραφέας για τον εκδοτικό οίκο «Μποράν». Αναφέρει τα ονόματα των βιβλίων του. Εκτός από τα δικά του βιβλία, ασχολείται με τις διορθώσεις για τα βιβλία του εκδοτικού οίκου. Έχει εργαστεί στη εφημερίδα «Επαναστατικοι εργάτες», «Απελευθέρωση», «Πατρίδα», «Ψωμί και δικαιοσύνη», στο οποίο ιδιαίτερα ήταν εκδότης και αρχισυντάκτης. Επειδή το περιοδικό ήταν πολιτικό υπήρχε πάντα αστυνομική καταπίεση, απειλές, ενώ ο ίδιος απήχθη.

Καθώς συνέχιζε να εκδίδεται το περιοδικό, ο ίδιος συνελήφθη και βασανίστηκε, ενώ ασκήθηκαν διώξεις από την Τουρκία εισαγγελία εις βάρος του. Θεωρεί πως η έδρα γνωρίζει πως οι δημοσιογράφοι είναι στο στόχαστρο του καθεστώτος, ενώ αναφέρεται στους αριθμούς των κρατουμένων δημοσιογράφων στην Τουρκία. Η πρόεδρος αναφέρει πως όλοι γνωρίζουν πως ο τύπος στην Τουρκία διώκεται, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, καθώς οι πρώτοι που θα διωχθούν σε ένα απολυταρχικό καθεστώς είναι οι δημοσιογράφοι. Ο Γκόκουγλου αναφέρει μόνο τα ονόματα των δημοσιογράφων που έχουν δολοφονηθεί, καθώς κάποιοι είναι φίλου του. Προσθέτει πως το περιοδικό «Ψωμί και ελευθερία» έκλεισε με δικαστική απόφαση και ο ίδιος άρχισε να εργάζεται στο περιοδικό «Πορεία». Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος διώχθηκαν πολλοί δημοσιογράφοι, ανάμεσα τους ο ίδιος, οπότε αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα. Η πρόεδρος ρωτάει πως ήρθε εδώ, αφού είχε ένταλμα σύλληψης, με τον ίδιο να απαντά πως έφυγε παράτυπα για να ζητήσει άσυλο.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα πήγε στην Επιτροπή Αλληλεγγύης και τον βοήθησε να βρει σπίτι, με τον ίδιο να συνεχίζει τη συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο και την δημοσιογραφική δράση μέσω ίντερνετ. Ανέφερε πως το 2017, ένα μήνα αφού είχε έρθει στην Ελλάδα, είχε γίνει επίθεση από τους αστυνομικούς στο σπίτι που έμενε, οπότε προφυλακίστηκε. Στη συνέχεια φάνηκε πως οι περισσότερες κατηγορίες δεν είχαν βάση και απορρίφθηκαν, ενώ οι άλλες μειώθηκαν στον δεύτερο βαθμό. Προσθέτει πως ακόμα και στη φυλακή συνέχισε τη συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο και όταν αποφυλακίστηκε συνέχισε τη δημοσιογραφική δράση. Βοήθησε και τους Χαλίλ και Χασάν, τους οποίους γνώρισε καλύτερα στη φυλακή, να εκδώσουν βιβλία στον ίδιο εκδοτικό οίκο. Πριν έρθει Ελλάδα δεν τους ήξερε προσωπικά, παρά μόνο έστειλαν υλικό στην εφημερίδα για δημοσίευση.

Στο σπίτι στην Αυλώνος ασχολιόταν με τις διαδικτυακές εκπομπές και κάποιες εργασίες. Εφόσον δεν είχε πολύ χρόνο, δεν είχε πολλές επαφές με τους πρόσφυγες που έμεναν εκεί. Η Χαζάντ είναι κόρη φίλου του από την Τουρκία, οπότε έμεινε μαζί του στο σπίτι που είχε νοικιάσει το 2017. Η πρόεδρος ρωτάει αν είδε οικοδομικές εργασίες, όταν επισκέφθηκε το σπίτι. Όταν πήγε κει δεν υπήρχαν οικοδομικές εργασίες αλλά έπρεπε να βαφτούν κάποιες πόρτες και παράθυρα, για αυτό το λόγο λίγες μέρες πριν την επιχείρηση είχε έρθει ο Ισμαήλ Ζαντ για να βοηθήσει. Απαντάει πως για το τούνελ δεν γνωρίζει τίποτα. Ερωτάται για τους υπολογιστές που υπήρχαν στο σπίτι και απαντά πως υπήρχε ένας υπολογιστής που έκανε δουλειά εκείνος και ένας για τις εκπομπές.

Στη συνέχεια, ερωτάται για την αστυνομική επιχείρηση και αναφέρει πως κοιμόταν στον δεύτερο όροφο στο σαλόνι, οπότε ξύπνησε με έναν δυνατό θόρυβο που θύμιζε σύγκρουση αυτοκινήτου. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα να δει τι γίνεται και είδε τους αστυνομικούς με καλυμμένα τα πρόσωπα τους, ενώ κάποιοι από αυτούς προσπαθούσαν να ανέβουν από τις σκάλες στον πάνω όροφο. Μέχρι να καταλάβει τι γίνεται, χτυπήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με αποτέλεσμα να αρχίσει να αιμορραγεί. Τον έριξαν στο πάτωμα και το έσυραν στο πίσω μέρος του σαλονιού, όπου κοιμούνταν οι κάποιοι συγκατηγορούμενοι του, οι οποίοι είχαν ξυπνήσει απο τον θόρυβο. Στη συνέχεια το σπίτι γέμισε από αστυνομικούς, οι οποίοι έμπαιναν από όλες τις πλευρές. Αναφέρει πως οι αστυνομικοί έσπασαν τον τοίχο και την εξωτερική πόρτα με βαριοπούλα. Όσο τους είχαν στο πάτωμα είδε πως έσπασαν τα γυαλιά στα μάτια του Χαλίλ Ντεμίρ, από τα οποία έτρεχαν αίμα. Επίσης, αίμα έτρεχε από τον Ισμαήλ Ζαντ, αλλά και από τον ίδιο. Στη συνέχεια είδε τους αστυνομικούς να σπρώχνουν τη Χάρικα και την Χαζάντ, στον ίδιο χώρο. Όλοι ήταν δεμένοι στη πλάτη, με τα κεφάλια στο πάτωμα, ενώ τον καθένα κρατούσαν κάτω 3-4 αστυνομικοί. Για να διαμαρτυρηθούν στα βασανιστήρια, άρχισαν να φωνάζουν χτυπήματα και οι αστυνομικοί άρχισαν πάλι να τους χτυπούν.

Η πρόεδρος τον ρωτάει αν αντιστάθηκε. Απαντά πως εφόσον χτύπησε στο κεφάλι και είχε τα χέρια δεμένα, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα, παρά μόνο να προσπαθούσε να σηκώσει το κεφάλι που του πίεζαν στο πάτωμα, ώστε να δει τους φίλους του. Στη συνέχεια τους έβγαλαν έξω, καλύπτοντας τα πρόσωπα με τα ρούχα τους. Απαντά πως δεν έσπασε δίσκους. Μάλιστα τονίζει τις αντιφάσεις της κατάθεσης του μάρτυρα αστυνομικού, ο οποίος έκανε λόγω για CD, τα οποία δεν δέχονται οι υπολογιστές που χρησιμοποιούν. Μάλιστα, στη δικογραφία δεν αναφέρεται τίποτα τέτοιο, παρά μόνο στη κατάθεση του αστυνομικού. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει πως δεν έσπασε κανέναν δίσκο και δεν είδε να σπάνε τίποτα.

Σε ερώτηση για την οργάνωση DHKP-C αναφέρει πως τη γνωρίζει ως δημοσιογράφος και έχει γράψει και βιβλία για τις οργανώσεις στη Τουρκία, αλλά δεν έχει καμία σχέση. Αναφέρει πως στο βιβλίου δεν αναφέρεται μόνο στο συγκέντρωση οργάνωση, καθώς στην Τουρκία υπάρχουν πολλές οργανώσεις. Η πρόεδρος συνεχίζει ρωτώντας αν υπάρχει το DHKP-C στην Ελλάδα, με τον ίδιο να απαντά αρνητικά. Αναφέρει πως δεν έχει σχέση με κανένα μέλος της οργάνωσης. Η πρόεδρος ρωτάει αν ο Σενάν Οκτάι είχε ηγετικό ρόλο. Απαντάει πως όχι μόνο δεν είναι αρχηγός, αλλά τον έχει γνωρίσει ως έναν εργατικό άνθρωπο, που τρέχει συνεχώς, για να μαγειρέψει, να καθαρίσει, να πάει για ψώνια, ενώ ξέρει από οικοδομικές εργασίες.

Η εισαγγελέας ρωτάει ποιος ήταν ο αρχηγός του DHKP-C στη Τουρκία, την περίοδο που συνελήφθησαν. Ο κατηγορούμενος απαντά πως δεν γνωρίζει. Η εισαγγελέας λέει ότι στο κατηγορητήριο η οργάνωση εμφανίζεται να έχουν πολλούς αρχηγούς, στην Ελλάδα, στη Τουρκία, στην Ευρώπη κλπ. Απαντά πως μετά τον θάνατο του Καρατάς, η οργάνωση δεν ανακοίνωσε το όνομα κάποιου άλλου ηγέτη. Στη συνέχεια, η εισαγγελέας ρωτάει σχετικά με την κατηγορία του αστυνομικού πως πέταξε μια κορνίζα για να ξεφύγει. Απαντά αρνητικά. Ερωτάται για τις κάμερες, καθώς η εισαγγελέας σημειώνει πως το κατηγορητήριο αναφέρει πως μπήκαν για να μπορούν να σκάψουν το τούνελ. Ο ίδιος απαντά πως ήδη όταν πήγε στο σπίτι οι κάμερες ήταν τοποθετημένες, ενώ δεν έχει λογική να μπουν κάμερες για αυτόν το λόγο. Όλοι οι άνθρωποι βάζουν κάμερες για να πάρουν μέτρα ασφαλείας. Ο ίδιος δηλώνει πως για αυτό το λόγο αισθανόταν ποιο ασφαλής όταν έμενε εκεί, καθώς οι κάμερες κάνουν καταγραφή, σε περίπτωση που κάποιος εισέλθει στο χώρο παράνομα. Αν είχαν τοποθετηθεί για το τούνελ δεν θα είχε νόημα οι κάμερες να κάνουν καταγραφή και αποθήκευση του υλικού. Τέλος τον ρωτάει αν έχει διεθνή προστασία και αν υπάρχει ένταλμα εναντίον του στη Τουρκία. Απαντάει πως υπήρχε ένταλμα το 2018, όταν βρέθηκε στη φυλακή, ενώ το αίτημα αφορούσε τις διώξεις σε βάρος του. Το ραντεβού για το άσυλο του το έχουν δώσει για το 2025.

Σχετικά με τις κατηγορίες, ζητάει την αθώωση του για τις κατηγορίες για όπλα, ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση, πλαστά έγγραφα, αντίσταση κατά των αστυνομικών, καθώς είναι δημοσιογράφος και δεν έχει καμία σχέση με όσα τον κατηγορούν. Σημειώνει ότι έχει υποστεί βασανιστήρια, όπως κρέμασμα και ηλεκτροσόκ, τα οποία αποτελούν αδίκημα κατά της ανθρωπότητας. Μάλιστα συνελήφθη ακόμα και ο γιατρός που του έδωσε βεβαίωση για τον βασανισμό του. Αναφέρει πως έχει κάνει συνεντεύξεις στα θύματα βασανιστηρίων, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί σε βιβλίο. Πρέπει να ακουστεί πως και στην Ελλάδα υπάρχουν βασανιστήρια, με τους ίδιους να κατηγορούνται για αντίσταση κατά των αρχών, ενώ η αστυνομία τους χτύπησε και τους βασάνισε μέσα στη δικαστική αίθουσα κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Η πρόεδρος λέει πως δεν μπορεί να δεχθεί πως γίνονται βασανιστήρια στην Ελλάδα. Διακοπή για την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου στις 9.30πμ.