Το νόημα που συναρθρώνεται από τις δύο δηλώσεις χαρακτηρίζει ουσιαστικά την κατάσταση στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Δηλαδή, πριν ακόμα από την φριχτή οικονομική κρίση που το τσάκισε ολοσχερώς. Και φυσικά, χαρακτηρίζει και την ίδια την εργασιακή κατάσταση στην Ελλάδα από την οικονομική κρίση και έπειτα.
Δεν αποτελεί και κανένα κρυφό μυστικό αυτό που δήλωσε ο Αλέξης Πατέλης σχετικά με την κατοχή διδακτορικού και την ιδιωτική εργασία. Όποιος έχει έστω και την ελάχιστη επαφή με τον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, θα έχει παρατηρήσει πως συνήθως προτιμώνται τα βιογραφικά υποψήφιων εργαζομένων που παρουσιάζουν εργασιακή εμπειρία και ένσημα, παρά μεταπτυχιακά και διδακτορικά. Αφενός, γιατί η εργασία σε μια ιδιωτική επιχείρηση κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει καμία σχέση με τις εξειδικευμένες σπουδές του καθενός, αφετέρου γιατί τα πολλά πτυχία κοστίζουν παραπάνω στους εργοδότες που είναι διατεθειμένοι να υπογράψουν συλλογική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, και όχι να εκμεταλλευτούν τη σύμβαση έργου με το ανεκδιήγητο μπλοκάκι. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τους μηχανικούς κάθε ειδικότητας στην Ελλάδα, όπου κατά κύριο λόγο μελέτη και πεδίο πάνε μαζί, σπάνια θα προτιμηθεί κάποιος υποψήφιος εργαζόμενος με εξειδικευμένες σπουδές που δεν σχετίζονται άμεσα με τις λεγόμενες ανάγκες της αγοράς.
Αυτή η προσαρμογή γίνεται ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια, με την εισαγωγή των εταιριών και επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια, όπου σε συντριπτικό επίπεδο, βγάζουμε συγκεκριμένα ερευνητικά αποτελέσματα για εταιρίες και χρηματοδοτούμενα προγράμματα παρά συστηματικές έρευνες για την επιστήμη. Η «καθαρή» επιστήμη έχει πάει περίπατο από το 1980 και έπειτα, έχει γίνει μια ρομαντική χίμαιρα σε προνομιούχους ή φαντασιόπληκτους ακαδημαϊκούς που βγάζουν το γούστο τους. Κοινώς, όσοι δεν ασχολούνται ακαδημαϊκά με θέματα που έχουν άμεση συσχέτιση με την αγορά εργασίας, δεν μπορούν να έχουν καμία αξίωση να βρεθούν στην αγορά εργασίας.
Κάπου εδώ συνδέεται και η δήλωση του μαϊντανού Πούμπουρα με αυτή του Πατέλη. Αν υπάρχει ένας χώρος όπου η δωρεάν εργασία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της ύπαρξης του, και μάλιστα με σαφώς νοηματοδοτημένα σημαίνοντα και σημαινόμενα, αυτός είναι ο χώρος του πανεπιστημίου και της ακαδημαϊκής έρευνας. Ήδη από τα πρώτα έτη του πανεπιστημίου, οι φοιτητές που ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους και τη μετέπειτα πορεία τους, οφείλουν να συνδεθούν με ένα πανεπιστημιακό εργαστήριο, γραφείο, αρχείο, βιβλιοθήκη. Να συνδράμουν, συνήθως δωρεάν, με πολλές καθημερινές εργατοώρες στην ερευνητική διαδικασία, αποκτώντας, διασυνδέσεις και εμπειρία, διευρύνοντας τον ακαδημαϊκό τους κύκλο.
Στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί οι φοιτητές που εκτελούν χρέη του παιδιού για όλες τις δουλειές, που κουβαλούν προτζέκτορες σε ένα πανεπιστήμιο που πλέον δεν υπάρχουν λέκτορες, να κερδίσουν κάποια συμβασούλα μερικών μηνών και πενιχρών χρημάτων σε κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα και καμιά αναφορά του ονόματός τους σε κάποια δημοσίευση. Στην χειρότερη -που αποτελεί την πλειονότητα- να κερδίσουν αέρα κοπανιστό. Ένα bullet εθελοντικής εργασίας στο βιογραφικό τους, που για την αγορά εργασίας αποτελεί επίσης αέρα κοπανιστό. Ένα τίποτα, ένα πουκάμισο αδειανό, nada, που λένε. Πιο εύκολα γίνεσαι ανέκδοτο μπροστά στους υποψήφιους εργοδότες σου, παρά σε παίρνουν στα σοβαρά, και ας έχεις φάει κοντά μια δεκαετία στη ζωή σου δουλεύοντας τζάμπα στα πανεπιστήμια, ενισχύοντας έρευνες άλλων, γνωρίζοντας άρτια την επιστήμη σου. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορεί να αποδείξει την επιστημονική σου αρτιότητα στην αγορά εργασίας, από τη στιγμή που είμαστε εξαρχής τόσοι πολλοί για μια τόσο μικρή πίτα. Στην αγορά εργασίας μετράνε είτε τα ένσημα, είτε οι γνωριμίες. Αυτές οι γνωριμίες που αν ήσουν προσαρμοσμένος, ίσως τις έκανες από τα φοιτητικά χρόνια.
Δεν θα μιλήσουμε καν για τις κλίκες και τις σέχτες εντός του πανεπιστήμιου, για τις συνεργασίες, τα γλειψίματα, τις εκδουλεύσεις. Για τα παιδιά του κομματικού σωλήνα, που ταϊζονται με καναβούρι -και δωράκια τα θέματα εξετάσεων- από τις κυβερνητικές φοιτητικές παρατάξεις με το που πατάνε το πόδι τους στις σχολές και προωθούνται με κάθε μέσο και τρόπο, λες και είναι οι δελφίνοι οι ίδιοι. Που, μάλιστα, συμπεριφέρονται και ως αλαζόνες παντοκράτορες, κανονίζοντας τις ψήφους στις εκλογές σαν να είναι θέσεις στα μπουζούκια σε πάρτι της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Εκείνους που κάθε τρεις και λίγο βρίσκονται αγκαλιά με πανεπιστημιακούς διδάσκοντες σαν να ήταν φιλαράκια από το στρατό που βρέθηκαν μετά από 15 χρόνια.
Και τι να πρωτοπούμε και για εκείνους τους πανεπιστημιακούς διδάσκοντες, που κατασκεύασαν ένα πανεπιστήμιο του εθελοντισμού και της εκμεταλλευόμενης εργασίας. Που πάτησαν πάνω στα όνειρα νέων παιδιών που διψούσαν να διδαχτούν την επιστήμη τους και να συνδράμουν στην ακαδημαϊκή έρευνα, πασσάροντας τους μια εξατομικευμένη αντίληψη της έρευνας και της εργασίας. Φουσκώνοντας τα μυαλά νέων επιστημόνων ότι πρόκειται για κάποιους επιλεγμένους εκλεκτούς, την κρεμ ντε λα κρεμ της σχολής τους, την αφάν γκατέ της νέας επιστημονικής σκέψης. Νέοι φοιτητές, οι οποίοι πίστεψαν πως το να δουλεύουν δωρεάν σε πανεπιστημιακά εργαστήρια και γραφεία ήταν μια υπερβατική επιλογή από τον Καθηγητή-Θεό. Εκείνον τον Καθηγητή-Θεό, που αντιλήφθηκε την ξέχειλη ευφυία τους, τις μοναδικές δεξιότητές τους και τις ανυπέρβλητες δυνατότητες που με τη σκληρή -και δωρεάν- εργασία, θα έβγαιναν στην επιφάνεια και θα τους σφυρηλατούσαν σε αξιόλογους επιστήμονες. Και έπειτα από χρόνια και χρόνια αμίσθωτης καθημερινής δουλειάς, υποστήριξης και συνεργασίας, ήταν εξίσου εύκολο, αυτοί οι νέοι ερευνητές που πάλιωσαν πλέον, να πεταχτούν έξω με την ίδια ευκολία όπως πετάχτηκαν και οι παλαιότεροι, όταν επιτέλους αποφάσισαν να διεκδικήσουν μια αξιοπρεπή πληρωμή για την εργασία τους. Κάτι σαν τις υψικαμίνους στην ταινία ‘’Μάθε παιδί μου γράμματα’’ με τον Τσάκωνα.
Έχει πλάκα να δουλεύεις τζάμπα όταν είσαι 19 χρονών φοιτητούδι, μέσα στα πλαίσια και της πανεπιστημιακής κοινωνικοποίησης, αλλά δεν είναι καθόλου αστείο όταν είσαι 35 χρονών γομάρι. Σε έναν χώρο, όμως, που η ύπαρξή του η ίδια -όπως και οι καλές αξιολογήσεις του- βασίζεται κυρίως σε αυτή τη δωρεάν εργασία, η πρόθεση πραγματικής καριέρας δεν αγγίζει τα όρια του φαντασιακού -είναι η επιτομή του φαντασιακού.
Δεν χρειάζεται να φέρω καμιά στατιστική με μεγαλεπίβολα νούμερα, όποιος είναι στο πανεπιστήμιο καταλαβαίνει τι εννοώ. Εδώ και χρόνια παρατηρείται η συρρίκνωση των πανεπιστημιακών τμημάτων και το πετσόκομμα των δημόσιων δαπανών. Εδώ και χρόνια επικρατεί ο άγραφος νόμος του ερευνητή-μάνατζερ, ο οποίος χαρακτηρίζεται περισσότερο από τη συγγραφή προτάσεων που θα επιφέρουν ερευνητικά προγράμματα, χρηματοδοτήσεις, ΕΣΠΑ, Θαλήδες και Horizons, παρά για το επιστημονικό και διδακτικό του έργο αυτό καθ’αυτό. Εδώ και χρόνια τα όνειρα πολλών νέων ερευνητών εναποτίθενται σε αυτά τα ξεροκόμματα που θα τους δοθούν από αυτά τα προγράμματα, ανυπομονώντας με όλη τους την ψυχή να δουν το όνομά τους να συμπεριλαμβάνεται μέσα σε αυτά. Και έρχονται οι στιγμές, που οι εξειδικεύσεις τους δεν ‘’χωράνε’’ στα εκάστοτε προγράμματα, που βρίσκονται στην απέξω και η γη χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Και που όταν θα αναζητήσουν την τύχη τους έξω από την προστατευτική ακαδημαϊκή γυάλα, οι εργοδότες θα τους κοιτάξουν περιφρονητικά καθώς τόσα χρόνια υπήρξαν οι προνομιούχοι του συστήματος. Τόσα χρόνια σπούδαζαν αντί να λιώνουν το κορμί τους σε εργοτάξια ή σε γραφεία για 10ωρα με 500 ευρώ μεικτά χωρίς πληρωμή υπερωριών, ώστε να αποκτήσουν αυτή την τόσο ακριβοθώρητη ‘’προϋπηρεσία’’.
Οπότε, πέραν της υποκρισίας περί αριστείας και αξιοκρατίας, ο πραγματικός λόγος που ενοχληθήκαμε τόσο πολύ με τις δηλώσεις του Πατέλη και του Πούμπουρα, είναι ότι συναρθρώνουν τη στυγνή, τρομακτική πραγματικότητα. Αυτήν την σκληρή πραγματικότητα, όπου ο μόνος λόγος που οι περισσότεροι μπήκαν στη διαδικασία εκπόνησης ενός μεταπτυχιακού και μιας διδακτορικής διατριβής ήταν τα μόρια. Αυτά τα πολυπόθητα μόρια που ίσως, κάποτε, εάν και εφόσον αλλάξει η κατάσταση, μας χαρίσουν και εμάς μια θέση, αόριστου ή ορισμένου χρόνου, στον δημόσιο τομέα. Αυτά τα πτυχία που ίσως μας οδηγήσουν σε εκείνον τον δρόμο που θα διαβούμε επιτέλους τον εργασιακό ρουβίκωνα της επισφάλειας και θα βρεθούμε με μια μόνιμη ή ημι-μόνιμη θέση, χωρίς να έχουμε την έγνοια ενός πρόσκαιρου εργοδότη που μας ξεζουμίζει κάθε ρανίδα παραγωγικότητας και όρεξης για ζωή για μισθούς πείνας.
Όλοι γνωρίζουμε πως η νεοφιλελεύθερη πολιτική, όσο κρατικοδίαιτη και αν είναι, τσακίζει εξίσου κάθε πτυχή του δημόσιου τομέα, αλλά αυτή η ελπίδα παραμένει. Ειδικά σε όσους πραγματικά αγαπάμε την επιστήμη μας και τη δουλειά μας, οπότε ο δημόσιος τομέας δεν αποτελεί απλά μια ωδή προς τη νόμιμη μονιμότητα, η ελπίδα ότι πραγματικά θα καταφέρουμε να ασκήσουμε την επιστήμη μας με παραγωγικό τρόπο και όχι με ‘’καινοτόμο’’ που απλά φέρνει φράγκα, αποτελεί το όνειρο. Το όνειρο του δασκάλου, του καθηγητή, του ερευνητή, του επιστήμονα που θα εργάζεται με αξιοπρεπή μισθό, με αξιοπρεπείς εργασιακές ώρες, που θα έχει τον χρόνο να εντρυφήσει στην προσωπική του έρευνα χωρίς το άγχος της επόμενης χρηματοδότησης και του επόμενου ΕΣΠΑ. Αυτό το όνειρο, όπου η ενασχόληση με την ανάλυση ενός χωρίου της Οδύσσειας ή με τη νεολιθική κεραμική είναι ισάξια με τον σχεδιασμό ενός αμορτισέρ για μια αυτοκινητοβιομηχανία ή τη μελέτη όμβριων υδάτων, είναι ο λόγος που ακόμα εξοργιζόμαστε με αυτές τις δηλώσεις.
Γιατί αντιλαμβανόμαστε πόσο απαξιωτικές και πόσο μειωτικές είναι για την ίδια την αξία της Επιστήμης ως λυδία λίθου της ανθρώπινης κοινωνίας μετά τον Διαφωτισμό. Γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι αυτές οι αντιλήψεις έχουν γίνει πλέον ο κανόνας, μέσα στην εξαιρετική κατάσταση στην οποία εντοπίζονται. Γιατί τρέμουμε για αυτό το μέλλον που έρχεται, όπου η εκπαίδευση είναι υποβαθμισμένη και υποτιμημένη για τον λαό, όπου η έννοια του κάθε αυτοδημιούργητου άξεστου λαμόγιου που πάτησε επι πτωμάτων για να αναδυθεί -όπως, φερειπείν, ο τοκογλύφος μαφιόζος Ριχάρδος με τα 44 ενεχυροδανειστήρια που ήπιε το αίμα του κόσμου την περίοδο της βαθιάς κρίσης- αποτελεί το νέο κοινωνικό πάνθεο.
Και μη γελιέστε, στην χώρα όπου κυβερνούν Μαρινάκηδες, Σαββίδηδες, πουλημένοι δημοσιογράφοι, χαζοβιόληδες τηλεοπτικοί μαϊντανοί και ακροδεξιοί πολιτικοί με αλλεργία για την σοβαρή διανόηση, όπου ο Στέλιος Ράμφος και η Σώτη Τριανταφύλλου θεωρούνται οι πνευματικοί μας ταγοί, η Αναστασία Ζαννή θεωρείται διεθνούς φήμης σοπράνο και κάτι καθάρματα σαν τον Ριχάρδο ως καινοτόμοι και ευρηματικοί επιχειρηματίες, δεν υπάρχει χώρος για όλους τους υπόλοιπους.