«Μου καταγγέλθηκε ένα περιστατικό, το οποίο νομίζω ότι έπρεπε να δημοσιοποιηθεί και το οποίο έρχεται σε συνέχεια και σε επίρρωση όλης αυτής της αστυνομικής αυθαιρεσίας, θηριωδίας θα έλεγα, που επικρατεί στα Εξάρχεια τον τελευταίο καιρό» ανέφερε αρχικά η δικηγόρος, μιλώντας στο TPP. «Γιατί πρέπει να σας πω ότι κάθε εβδομάδα έχουμε συλλήψεις και κακοποιήσεις συλληφθέντων. Αυτό είναι ένα δεδομένο που θα έπρεπε να το θέσουμε. Πρόσφατα είχαμε και την κακοποίηση δύο δικηγόρων κλπ. Τώρα είχαμε ένα άλλο περιστατικό» συνέχισε, ενώ αμέσως μετά αναφέρθηκε λεπτομερώς στην υπόθεση, που είχε δημοσιοποιήσει με ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

«Τέσσερις με πέντε το πρωί ξημερώματα του Σαββάτου 10/9, μία νέα γυναίκα διασκέδαζε στην Τσαμαδού και μετά κατευθύνθηκε προς τα κάτω προς τη Στουρνάρη, για να πάρει το μηχανάκι της που το είχε σταθμεύσει εκεί. Η διμοιρία, η οποία φυλάει τη λαμαρίνα άρχισαν να την γιουχάρουν, να σφυρίζουν, να κάνουν διάφορες εκδηλώσεις τελοσπάντων, να της λένε πράγματα. Αντέδρασε, τους είπε φύγετε από εδώ κλπ. Όταν λοιπόν αντέδρασε λεκτικά διαμαρτυρόμενη για την προηγούμενη προσβολή που είχε δεχθεί, την άρπαξαν. Άνοιξαν την πόρτα του εργοταξίου και την έβαλαν μέσα με το ζόρι, την έσυραν προς τα μέσα. Ο αρχιδιμοιρίτης της είπε: “Τώρα θα δεις τι θα πάθεις. Θα φας μια προσαγωγάρα”. Και συγχρόνως την τράνταζαν και την σέρνανε. Την έβαλαν μέσα στο εργοστάσιο και έκλεισαν τη λαμαρίνα με ένα σύρτη που υπάρχει εκεί. Μέσα στο εργοτάξιο υπήρχαν δύο τρεις γυναίκες αστυνομικοί. Εντωμεταξύ κάλεσαν και το περιπολικό, με το οποίο χωρίς κανένα λόγο θα τη συνελάμβαναν, θα της κάνανε προσαγωγή ή οτιδήποτε. Η γυναίκα ήταν έντρομη. Καταλαβαίνετε τώρα, μόνη της…».

Η γυναίκα μίλησε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», περιγράφοντας πως «με ταρακουνούσαν, με έβριζαν χυδαία. Τα έχασα! Αρχισα να ουρλιάζω “βοήθεια” και να χτυπάω τις λαμαρίνες για να με ακούσει κάποιος απ’ έξω. Είχα τρομοκρατηθεί και εξοργιστεί, καθώς δεν πίστευα το τι μου συμβαίνει! Και, κυρίως, γιατί δεν ήξερα τι θα μπορούσε να μου συμβεί! Βρήκα το θάρρος και άνοιξα μόνη μου την πόρτα, ενώ δεν είχα σταματήσει να καλώ σε βοήθεια. Πετάχτηκα έξω από τις λαμαρίνες, με τους αστυνομικούς να με απειλούν. Είχε εν τω μεταξύ μαζευτεί κάποιος κόσμος, υπάρχουν μάρτυρες».

«Επικοινώνησε η ίδια μαζί μου, την άλλη μέρα το βράδυ, γιατί ήταν πάρα πολύ σοκαρισμένη. Την έχω δει. Φέρει μώλωπες στα χέρια της. Πονάει σε όλο της το σώμα και κυρίως είναι πολύ σοκαρισμένη από αυτό που της συνέβη. Η ίδια κατήγγειλε ότι δεν είχε μετά τα χρήματα που είχε βάλει σε μία ειδική θήκη και προοριζόταν για το ενοίκιο της. Εκατό ευρώ» άνεφερε η Άννυ Παπαρρούσου, προσθέτοντας ότι η γυναίκα εξετάζει το ενδεχόμενο να κινηθεί δικαστικά. «Θα δούμε νομικά τι δυνατότητες υπάρχουν. Γιατί ξέρετε ότι κάθε άνθρωπος είναι λίγο δύσκολο να φέρει μόνος του το βάρος όλων αυτών των νομικών διαδικασιών. Εμείς οι νομικοί παραστάτες είμαστε δίπλα στους ανθρώπους, αλλά κάτι που θα πρέπει και αυτό να το συμπεριλάβουμε έτσι σε μια αποτίμηση των περιστατικών είναι μετά και η ψυχική ταλαιπωρία που έχουν υποστεί. Και πώς αυτό αποτυπώνεται στο κουράγιο του κάθε ανθρώπου, του κάθε εργαζόμενου ανθρώπου, αλλά και την στοχοποίησή του μετά. Όλα αυτά είναι παράμετροι τις οποίες ο κάθε άνθρωπος τις υπολογίζει».

Τόνισε πάντως ότι, οι αστυνομικοί που επιτέθηκαν στη γυναίκα είναι πολύ εύκολο να βρεθούν και να ταυτοποιηθούν. «Η δυνατότητα που έχει κάθε πολίτης είναι να ασκήσει μία μήνυση κατά αγνώστων αστυνομικών. Οι οποίοι ωστόσο προσδιορίζονται πάρα πολύ καλά από την ώρα, από τη θέση και από άλλα συνοδά στοιχεία, όπως το γεγονός ότι κλήθηκε περιπολικό για να προσαγάγουν την κοπέλα. Άρα λοιπόν υπάρχει απόλυτος προσδιορισμός και της διμοιρίας και του χρόνου. Κάλλιστα μπορούν να βρεθούν. Δηλαδή είναι ήδη γνωστοί.»

Οι επιθέσεις αστυνομικών σε πολίτες, ειδικά στην περιοχή των Εξαρχείων, μοιάζουν πλέον με «καθημερινότητα» σύμφωνα με τη δικηγόρο. Πριν λίγες μέρες άλλωστε, είχαμε και τις καταγγελίες δύο δικηγόρων για την αναίτια αστυνομική βία που δέχτηκαν, όταν η διμοιρία τους σταμάτησε για έλεγχο. Οι καταγγελίες και τα ντοκουμέντα προκάλεσαν και την επίσημη αντ΄διραση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που ζήτησε συνάντηση με τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκο.

«Είμαστε πια στα πλαίσια άκρατης ανομίας» σχολίασε η Άννυ Παπαρρούσου. «Μιλώ για καθημερινή χρήση βίας. Όταν έχουμε συλλήψεις, πάντοτε οι συλληφθέντες είναι βαριά κακοποιημένοι και έχουμε συλλήψεις από αυτές που δημιουργούνται με την απλή επαφή με τον αστυνομικό, ο οποίος κατοικοεδρεύει εκεί. Δηλαδή, η οποιαδήποτε κίνηση του πολίτη αποτιμάται ως αδίκημα από τον αστυνομικό. Αμέσως έχουμε την απείθεια, όταν κληθεί ο πολίτης να δώσει τα στοιχεία του και φανεί ότι δεν τα δίνει αρκετά γρήγορα, έχουμε απείθεια, μετά θα έχουμε αντίσταση, εξύβριση και απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Αυτά είναι τα στάνταρ αδικήματα που προκύπτουν από την καθημερινή επαφή με τους αστυνομικούς των Εξαρχείων, για όποιον άνθρωπο δεν χαμηλώσει το βλέμμα και δεν περάσει μπροστά τους, χωρίς να δώσει την οποιαδήποτε σημασία στην παρουσία τους και στην ένταση που πυροδοτεί αυτή ακριβώς η παρουσία με την προκλητική στάση των αστυνομικών».

«Βρισκόμαστε πλέον σε μη δημοκρατικά πλαίσια, μη ανεκτά, ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από τους νόμους, ούτε από τις εγκατεστημένες δημοκρατικές δομές που νομίζαμε μέχρι τώρα είχαμε» τόνισε επίσης.