Συγκεκριμένα, το Εθνικό Σύστημα Στατιστικής της Ζωής των ΗΠΑ κατέγραψε ότι η αστυνομική βία έπαιξε ρόλο σε 13.700 θανάτους από το 1980 έως το 2018. Ωστόσο εξετάζοντας τρεις μη κυβερνητικές βάσεις δεδομένων ανοιχτού κώδικατ – τη «The Counted» του Guardian, τη «Fatal Force» της Washington Post και το πρόγραμμα «Χαρτογράφηση της Αστυνομικής Βίας» – οι ερευνητές εκτιμούν ότι το πραγματικό σύνολο ήταν πάνω από 30.800 θάνατοι.

Η μελέτη αυτή αποτελεί συνέχεια μιας προηγούμενης μελέτης από τη Σχολή Υγείας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια τον Ιούνιο του 2018, η οποία δημοσιεύθηκε επίσης στο Lancet. Η μελέτη υποστήριξε ότι η αστυνόμευση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα δημόσιας υγείας, αναγκάζοντας ολόκληρο το σύστημα στελέχωσης και εκπαίδευσης της αστυνομίας να αλλάξει.

Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον εμβαθύνει στο ζήτημα της καταγραφής των ονομάτων, των ηλικιών, του φύλου, της φυλής και της εθνικότητας, της τοποθεσίας, της ημερομηνίας, του έτους και της ώρας θανάτου, διαφόρων λεπτομερειών που οδηγούν στον θάνατο, καθώς και στις εκθέσεις ιατρών και ιατροδικαστών για την αιτία του θανάτου. Επισήμανε ότι η υποτίμηση ήταν υψηλότερη για τους μη ισπανόφωνους μαύρους Αμερικανούς, στο 59,5%. Ακολουθούν κατά 56,1% οι μη ισπανόφωνοι λευκοί και κατά 50% οι ισπανόφωνοι. Διαπίστωσε επίσης ότι οι Αφροαμερικανοί είναι 3,5 φορές πιο πιθανό να σκοτωθούν από την αστυνομία σε σχέση με τους λευκούς Αμερικανούς.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι η Οκλαχόμα είχε το υψηλότερο ποσοστό εσφαλμένων αναφορών από οποιαδήποτε πολιτεία στο 83,7%, ακολουθούμενη από το Γουαϊόμινγκ κατά 79,1%, Αλαμπάμα κατά 76,9%. Λουιζιάνα κατά 75,7% και στη Νεμπράσκα κατά 72,9%.

Σημείωσε επίσης ότι ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν ιατροδικαστές που δεν είχαν εκπαιδευτεί στην ιατροδικαστική παθολογία και είχαν βαθείς δεσμούς με την αστυνομία, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες σχετικά με τους θανάτους καταγράφηκαν στα πιστοποιητικά θανάτου και αργότερα στις κυβερνητικές βάσεις δεδομένων. Μεταξύ των συστάσεων, οι συγγραφείς ανέφεραν ότι η καλύτερη εκπαίδευση στην τεκμηρίωση της αστυνομικής βαρβαρότητας σε πιστοποιητικά θανάτου, όπως και η εργασία των ιατροδικαστών ανεξάρτητων από τους αξιωματικούς της αστυνομίας μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ελλιπών αναφορών.

Χαρακτηριστικά στην περίπτωση της αστυνομικής δολοφονίας του Αφροαμερικάνου Τζόρτζ Φλόιντ, η έκθεση αυτοψίας ανέφερε πως «ο άνδρας πέθανε μετά από ιατρικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης με την αστυνομίας». Η αναφορά απέδωσε το θάνατό του στο ιστορικό της καρδιακής νόσου του Φλόιντ, στη χρήση ουσιών και στο χαρακτηριστικό του δρεπανοκυτταρικού αναιμίας. Το δρεπανοκυτταρικό χαρακτηριστικό είναι μια γενετική διαταραχή που επηρεάζει δυσανάλογα τους Αφροαμερικανούς. Ενώ μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, το χαρακτηριστικό συχνά μεταδίδεται από το γονέα στο παιδί χωρίς συμπτώματα.

Σε ένα άρθρο του Μαΐου του 2021, «Πώς ένα γενετικό χαρακτηριστικό των μαύρων ανθρώπων μπορεί να δώσει την αστυνομική κάλυψη», οι New York Times ανέφεραν 47 περιπτώσεις όπου το χαρακτηριστικό αναφέρθηκε σε εκθέσεις αυτοψίας, δικαστικές αρχειοθετήσεις και άλλα δημόσια αρχεία σε θανάτους κατά την αστυνομική κράτηση. Η γενναιότητα της Νταρνέλα Φραζίρ, της έφηβης που κινηματογράφησε το περιστατικό με το κινητό της για 10 λεπτά και το ανέβασε στο Facebook, ήταν αυτή που οδήγησε στη καταδίκη του αστυνομικού της Μινεάπολης Ντέρεκ Σωβέν για τη δολοφονία. Το βίντεο της Φραζίρ έδειξε ότι, παρά τα όποια σημαντικά προβλήματα υγείας, ο Φλόιντ πέθανε πραγματικά επειδή ο Σωβέν γονάτισε στο λαιμό του για 9 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα.

«Η ελλιπής αναφορά συσκοτίζει και υπομετρά το μεγαλύτερο πρόβλημα δημόσιας υγείας, το υψηλό ποσοστό θανάτων από αστυνομικές δραστηριότητες με σοβαρές διαφοροποιήσεις σε ότι αφορά τη φυλή και την εθνικότητα», έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης, η οποία είναι είναι μια από τις πιο ολοκληρωμένες έρευνες σχετικά με την αστυνομική βία στις ΗΠΑ και έρχεται ένα χρόνο μετά από τις εκτεταμένες διαμαρτυρίες που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα μετά τις δολοφονίες άοπλων μαύρων από την αστυνομία.