Ο εμβολιασμός με το εμβόλιο της AstraZeneca, με αφορμή την πρόσφατη σύσταση για χορήγηση του στους άνω των 60 ετών και το πρόγραμμα του mix-n-match έχουν τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων ειδικών και λοιμωξιολόγων.  Η Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, κατά την ενημέρωση της Δευτέρας για την πορεία της πανδημίας στη χώρα, σημείωσε πως «η χώρα βρίσκεται σε χαμηλά έως μέτρια επίπεδα διασποράς του ιού, με σταθερή τάση περαιτέρω μείωσης», ανακοινώνοντας ότι «στην παρούσα φάση η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών εισηγείται τον εμβολιασμό με 1η δόση με AstraZeneca των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών, στα οποία το όφελος υπερτερεί σαφώς έναντι του κινδύνου θρόμβωσης με θρομβοπενία».

«Θα πρέπει να γίνει υπενθύμιση ότι παραμένει η σύσταση για τη δεύτερη δόση στα άτομα που έχουν εμβολιαστεί ήδη με AstraZeneca, δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυτής της σπάνιας ανεπιθύμητης ενέργειας είναι εξαιρετικά σπάνιος στη δεύτερη δόση, μόλις 1,3 περιστατικά θρόμβωσης ανά 1 εκατομμύριο δόσεις εμβολίων» σημείωσε, προσθέτοντας ότι «εξαιρούνται μόνο τα άτομα που έχουν εκδηλώσει σοβαρές παρενέργειες, κυρίως θρομβώσεις, ή ειδικά ιατρικά προβλήματα για τα οποία μπορεί ο θεράπων ιατρός να αιτηθεί την έγκριση διαφορετικού εμβολίου στη δεύτερη δόση». Μάλιστα, σε άλλο σημείο της τοποθέτησής της επεσήμανε ότι «η σύσταση γίνεται για να κάνει καλύτερα τα πράγματα και όχι για να τα χειροτερέψει» και πως «το πρόγραμμα του mix-n-match είναι κάτι το οποίο έχει υιοθετηθεί σε μικρή κλίμακα σε ορισμένες χώρες, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα με ακρίβεια και σε βάθος χρόνος το ανοσολογικό αποτέλεσμα του συνδυασμού των εμβολίων».

«Οι διαφορές προσεγγίσεις δεν βοήθησαν τα εμβολιατικά προγράμματα»

Για το πώς οι διαφορετικές προσεγγίσεις για το εμβόλιο της Astrazeneca από τις εθνικές επιτροπές εμβολιασμού στις χώρες της ΕΕ και ευρύτερα προκάλεσαν προβλήματα στα εμβολιαστικά προγράμματα μίλησε στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Open ο Γενικός Γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους. Σημειώνοντας πως είναι κατανοητή η ως ένα βαθμό ανησυχία που προκλήθηκε, ανέφερε: «Αυτό που αντιμετώπισε και η δική μας Επιτροπή Εμβολιασμών, οι δικοί μας επιστήμονες, έχει συμβεί σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ … η πανδημία είναι αρκετά δύσκολο φαινόμενο, έχει αρκετά επιστημονικά θέματα που πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθούν με απλότητα για να γίνουν κατανοητά … έχουμε δει τα ηλικιακά όρια του εμβολίου της Astrazeneca να μετακινούνται, με βάση επιστημονικά κριτήρια».

«Οι εθνικές επιτροπές εμβολιασμών αποφασίζουν με βάση το τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή στη χώρα. Στην Ελλάδα η απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών δεν ήρθε ξαφνικά. Βασίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα και έχει γίνει και σε άλλες χώρες» τόνισε. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι «όλη αυτή η διαφορετική προσέγγιση των χωρών της ΕΕ για το Astrazeneca δεν βοήθησε ούτε το συγκεκριμένο εμβόλιο ούτε τα εμβολιαστικά προγράμματα». Όσον αφορά την ουσία της απόφασης, ο κ. Θεμιστοκλέους σημείωσε ότι «έχει αλλάξει το ηλικιακό όριο γιατί μειώθηκαν τα κρούσματα … αν αυξηθούν, πάλι υπάρχει περίπτωση το ηλικιακό όριο να κατέβει», ξεκαθαρίζοντας πως η απόφαση αυτή στηρίζεται στον αριθμό των κρουσμάτων.

Για τη δεύτερη δόση, τόνισε ο ίδιος, από τις 27 χώρες της ΕΕ και τις επιπλέον του ενιαίου οικονομικού χώρου, «οι 20 συστήνουν ανεπιφύλακτα δεύτερη δόση με το εμβόλιο της Astrazeneca. Μόνο 5 συστήνουν δεύτερη δόση με mRNA εμβόλιο (Pfizer/BioNTech ή Moderna) με την παρατήρηση ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να στηριχθεί ανοσιακή απάντηση, ενώ 4 δεν έχουν αποφασίσει. Σε εμάς, η σύσταση της Επιτροπής είναι να επαναληφθεί ο εμβολιασμός με το ίδιο εμβόλιο. Οι αρνητικές πιθανότητες αν δεν έχει συμβεί κάτι στην πρώτη δόση είναι απειροελάχιστες». Για την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού διαφορετικών εμβολίων, πάντως, «απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με σαφήνεια, επειδή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι κλινικές μελέτες του mix and match. Απαντιέται σε πολύ μεγάλο βαθμό ότι δεν κινδυνεύει όποιος το κάνει, αλλά δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ότι παρέχει καλή ανοσία», είπε ο κ. Θεμιστοκλέους. «Για να καλυφθεί πλήρως, με βάση τις κλινικές μελέτες, τα επιστημονικά δεδομένα, κάποιος που έχει κάνει την 1η δόση Astrazeneca, συστήνεται να κάνει και την 2η με Astrazeneca».

Αυτό επιβεβαιώνει και η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ, Αθηνά Λινού, μιλώντας στον «Κόκκινο 105,5», τονίζοντας, επίσης, ότι καλό θα ήταν να μην γίνει συνδυασμός εμβολίων καθώς δεν υπάρχουν ακόμη τα απαραίτητα στοιχεία για το τι μπορεί να προκληθεί αν γίνει η 1η δόση με ένα σκεύασμα και η 2η με ένα διαφορετικό.

Για ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, το οποίο έχει σώσει χιλιάδες ζωές και στη χώρα μας δεν έχει τύχει της καλύτερης επικοινωνιακά διαχείρισης, μίλησε στην ΕΡΤ η Ιωάννα Παυλοπούλου, καθηγήτρια Παιδιατρικής και λοιμωξιολόγος. Το μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών έδωσε διευκρινίσεις για το εμβόλιο της AstraZeneca και τον προβληματισμό που έχει προκαλέσει στους πολίτες η απόφαση να μην εμβολιάζονται με αυτό οι πολίτες ηλικίας κάτω των 60 ετών.

«Δεν έχει αλλάξει η ασφάλεια του εμβολίου. Είναι και ασφαλές και αποτελεσματικό. Έχει ένα μικρό ρίσκο, το σπάνιο σύνδρομο των θρομβώσεων. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο κίνδυνος από τη νόσο. Η χώρα μας βρίσκεται σε μέτριο προς χαμηλό επιδημιολογικό φορτίο και βάζοντας σε μια ζυγαριά τον κίνδυνο από τη νόσο και τον κίνδυνο οδηγήθηκε η Επιτροπή σε αυτή την απόφαση. Αυτή τη στιγμή η επιδημιολογική κατάσταση μάς επιτρέπει να εμβολιάσουμε με όσο λιγότερο ρίσκο» τόνισε.

Σχολιάζοντας τις επικρίσεις του κόσμου ότι η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών καθυστέρησε στο να πάρει αυτή την απόφαση και ενδεχομένως έθεσε σε κίνδυνο τους πολίτες που εμβολιάστηκαν με το AstraZeneca η κ. Παυλοπούλου δήλωσε: «Εδώ έχουμε έναν πόλεμο. Αυτή την στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε ατομική πολιτική, ούτε ατομική στατιστική. Πριν από δύο μήνες η χώρα βρισκόταν στο κόκκινο και ο κίνδυνος από τη νόσο ήταν πολύ μεγάλος». Αναφορικά με τα άτομα που έχουν κάνει την πρώτη δόση του εμβολίου (της AstraZeneca), τόνισε πως «δε θα πρέπει να ανησυχούν και να προγραμματίσουν τη δεύτερη δόση. Το ρίσκο της θρόμβωσης είναι της τάξης του 1,2 -1,3 % ανά εκατομμύριο».

«Πρέπει να δοθούν σαφείς οδηγίες, να βγει η Πρόεδρος της Επιτροπής Εμβολιασμού και να δώσει σαφείς οδηγίες» τόνισε η Πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, Ματίνα Παγώνη, μιλώντας στην εκπομπή του ΑΝΤ1, «Καλημέρα Ελλάδα». Εξήγησε πάντως ότι όσοι δεν αντιμετώπισαν προβλήματα κατά τον εμβολιασμό τους με την πρώτη δόση του σκευάσματος, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, καθώς τα στατιστικά δείχνουν ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να παρουσιάσουν κάτι μετά τη δεύτερη δόση.

Τους λόγους για τους οποίους η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών οδηγήθηκε στην απόφαση το εμβόλιο της AstraZeneca να χορηγείται μόνο σε πολίτες άνω των 60 ετών εξήγησε ο καθηγητής Μικροβιολογίας του πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Αλκιβιάδης Βατόπουλος. Μιλώντας στον ΣΚΑΪ και την εκπομπή «Καλημέρα»  επισήμανε ότι  η πιθανότητα να προκληθεί θρόμβωση από το εμβόλιο της AstraZeneca παραμένει χαμηλή, 1 προς 150.000. «Δεν έχει αλλάξει η πιθανότητα για παρενέργεια του εμβολίου. Έχει αλλάξει η πιθανότητα να νοσήσεις βαριά από Covid», τόνισε.

Πρόσθεσε δε ότι την εποχή που άνοιξε η πλατφόρμα για την ηλικιακή ομάδα 30-45 ετών για εμβολιασμό μόνο με AstraZeneca, μπορεί να μην υπήρχε μεγάλη διαθεσιμότητα εμβολίων, διότι το ύψιστο ήταν να εμβολιαστεί πάρα πολύ γρήγορα ο πληθυσμός. Ο κ. Βατόπουλος ανέφερε ότι αν κάποιος που είναι κάτω των 60 ετών έχει κλείσει ήδη ραντεβού για εμβολιασμό με AstraZeneca, θα πρέπει να το αλλάξει με άλλο εμβόλιο. Ωστόσο, για τους πολίτες που έχουν κάνει την πρώτη δόση με AstraZeneca, συνέστησε να  κάνει τη δεύτερη δόση του ίδιου εμβολίου τονίζοντας ότι η πιθανότητα θρόμβωσης από τη 2η δόση AstraZeneca έχει υπολογιστεί στη Βρετανία ότι μειώνεται ακόμα περισσότερο, στη 1 στο 1 εκατ.

Παράλληλα, η χώρα έστειλε τη Δευτέρα στα Τίρανα 20.000 εμβόλια Astrazeneca, τα οποία δωρίζει για τον αλβανικό λαό η ελληνική κυβέρνηση. Στο διεθνές αεροδρόμιο των Τιράνων, παρουσία της πρέσβη της Ελλάδας στην Αλβανία, Σοφίας Φιλιππίδου, παρέλαβε τα εμβόλια η Αλβανίδα υφυπουργός Υγείας Εουγκένα Τομίνι. Η υπουργός Υγείας της Αλβανίας Ογκέρτα Μαναστιρλίου, εξέφρασε τις ευχαριστίες της κυβέρνησής της προς την ελληνική κυβέρνηση και επισήμανε ότι αποτελεί σημαντική συμβολή για να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας για τον εμβολιασμό όλου του πληθυσμού.