Εξίσου αξιοσημείωτα όμως είναι τα όσα μοιράζονται στην υποκειμενική τους συγκρότηση: όλα ξέσπασαν έξω από τα καθιερωμένα οργανωτικά πλαίσια, ανέδειξαν έντονα το στοιχείο της αυτο-οργάνωσης και συνδύασαν την διεκδίκηση αμεσοδημοκρατικών ή/και συμμετοχικών μορφών πολιτικής έκφρασης με οικονομικο-κοινωνικά αιτήματα. Τέλος όλα προέβαλαν έναν έντονο «εθνικό» χαρακτήρα, με την καθολική παρουσία εθνικών σημαιών, την ντε φάκτο αποστασιοποίηση από τα σύμβολα της Αριστεράς, αλλά ταυτόχρονα και έναν διεθνισμό, με έντονα τα στοιχεία της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας επιρροής και χρήσης συμβόλων και συνθημάτων.

Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν σχετικά ενιαίο κύκλο λαϊκών κινημάτων μεγάλης εμβέλειας με καινοτόμα και εξεγερσιακά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια διαπίστωση προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ελληνική εμπειρία των πλατειών, σίγουρα από τις κορυφαίες στιγμές αυτού του κύκλου. Μπορούμε βάσιμα λοιπόν να υποθέσουμε ότι η σημασία της είναι ευρύτερη, τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο, στο βαθμό ειδικά που ο νέος διεθνής κύκλος εξεγέρσεων που ξεκίνησε το 2019 στην Αλγερία και την Χιλή (ίσως να πρέπει να εντάξουμε σ’αυτόν και τα «Κίτρινα Γιλέκα» της Γαλλίας) έχει τις καταβολές του σε αυτόν των αρχών της δεκαετίας.

Η στιγμή της «οργανικής κρίσης»

Μ’αυτήν την έννοια, η κατανόηση της ελληνικής εμπειρίας επιτρέπει την διεξαγωγή συμπερασμάτων με γενικότερη ισχύ ως προς το κύριο πρόβλημα που ανέδειξε αυτός ο κινηματικός κύκλος: την απόκλιση ανάμεσα στην μαζική εξεγερσιακή του διάσταση και την πολιτική του αδυναμία, δηλαδή την ανικανότητα να οδηγήσει σε τομές που να ικανοποιούν τους βασικούς του στόχους1. Θα επιχειρήσουμε μια ανάλυση των λόγων που οδήγησαν σ’αυτήν την εξέλιξη ξεκινώντας από μία έννοια που είχαμε προτείνει προ δεκαετίας σε ένα κείμενο «εν θερμώ» παρέμβασης στα γεγονότα2. Η έννοια αυτή είναι η «οργανική κρίση» όπως την επεξεργάστηκε ο Αντόνιο Γκράμσι στα Τετράδια της φυλακής την διετία ένθεν κι ένθεν της ανόδου στην εξουσία του ναζισμού3.

Η οργανική κρίση παραπέμπει σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την απότομη και ριζική διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών δυνάμεων που έως τότε επιτελούσαν αυτήν την λειτουργία. Πρόκειται για μια ειδική μορφή πολιτικής κρίσης ενός σύγχρονου κοινοβουλευτικού κράτους στα πλαίσια το οποίου ένα ευρύ και εσωτερικά διαφοροποιημένο, άρα πλουραλιστικό, θεσμικό σύστημα οργανώνει τους όρους της συναίνεση των από κάτω στην κυριαρχία του αστικού μπλοκ. Αυτό το ηγεμονικό σύστημα κλυδωνίζεται συθέμελα και χάνει την συνοχή του – εξ’ου και ο «οργανικός» χαρακτήρας της κρίσης – κάτω από την επίδραση ενός διπλού παράγοντα: από την μιά, μια αποτυχία της κυρίαρχης τάξης σε ένα στρατηγικής σημασίας εγχείρημα, πχ ένας πόλεμος ή μια εθνικής σημασίας υπόθεση. Από την άλλη, από το ξαφνικό πέρασμα μεγάλων μαζών από την παθητικότητα σε μια ενεργητική στάση. Αυτό το πέρασμα, τονίζει ο Γκράμσι, οδηγεί σε μια έκρηξη των διεκδικήσεων των εν κινήσει μαζών αλλά αυτές οι διεκδικήσεις, στις συγκεκριμένες συνθήκες, αποτελούν ένα «ανοργανικό» (disorganico), δηλαδή μη-συνεκτικό σύνολο. Ενα σύνολο που συγκροτεί παρ’όλα αυτά μια επανάσταση, που θέτει, χωρίς όμως να το λύνει, το αίτημα μια ριζικής τομής ικανής να τερματίσει μια κρίση που παίρνει χαρακτήρα κρίσης ηγεμονίας, κρίσης του κράτους στο σύνολό του.

Από την πρώτη στιγμή, είχα την πεποίθηση ότι αυτή η ανάλυση του Γκράμσι αποτελούσε ένα αναντικατάστατο κλειδί για την κατανόηση της τροπής που έπαιρνε η ελληνική κρίση την άνοιξη του 2011 και τούτο γιατί ήταν σε θέση να ερμηνεύσει ορισμένα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της. Τα Μνημόνια αντιστοιχούν προφανώς σε μια στρατηγική ήττα της κυρίαρχης τάξης γιατί αναιρούν τα θεμέλια του κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, μετατρέποντας το στρατηγικό όραμα της ονομαζόμενης ευρωπαϊκής πορείας της χώρας σε εφιάλτη και επιβάλλοντας καθεστώς κηδεμονίας και απώλειας εθνικής κυριαρχίας. Ο συνδυασμός αυτών των τριών διαστάσεων έχει καταλυτικές επιπτώσεις καθώς οδηγεί στην ιδεολογική απονομιμοποίηση όχι μόνο του πολιτικού προσωπικού αλλά και του ηγεμονικού συστήματος στο σύνολό του. Εξ’ου και η κατάρρευση της αξιοπιστίας των ΜΜΕ, των οργανικών διανοούμενων του συστήματος αλλά και η αμφισβήτηση των ίδιων των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ακόμη και των δυνάμεων που λειτουργούσαν στα πλαίσιά τους ως αντιπολίτευση, δηλαδή της Αριστεράς. Ολα αυτά συγκροτούν μια ριζική αμφισβήτηση της ικανότητας των από πάνω να διευθύνουν την κοινωνία και να ηγούνται της χώρας, του εθνικού σχηματισμού. Ταυτόχρονα σηματοδοτούν την αδυναμία διαμόρφωσης εναλλακτικών λύσεων στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος όπως είχε αποκρυσταλλωθεί από την δεκαετία του 1980.

Πρέπει σ’αυτό το σημείο να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία της εθνικής διάστασης της κρίσης. Το καθεστώς Τροϊκανής κηδεμονίας που επέβαλαν τα Μνημόνια οδήγησε σε απώλεια της εθνικής λειτουργίας της ελληνικής άρχουσας τάξης και του προσωπικού της, και συνδυάσηκε με μια ταξική επίθεση πρωτοφανούς βιαιότητας για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης. Αυτός ο συνδυασμός της εθνικής και της ταξικής διάστασης εξηγεί κατά τη γνώμη μου το βάθος της τομής που επέφερε η ελληνική κρίση αν την συγκρίνουμε πχ με την αντίστοιχη ισπανική ή πορτογαλική. Εξηγεί επίσης γιατί η ελληνική σημαία ήταν σε τέτοιο βαθμό κυρίαρχη στις πλατείες, σηματοδοτώντας την απόσχιση του λαού-έθνους από τους κατ’όνομα εκπρόσωπούς του. Εξηγεί τέλος και την ιστορική ευκαιρία που απετέλεσε η κρίση για την Αριστερά, που βρέθηκε ξαφνικά, και χωρίς να το έχει επιδιώξει, σε θέση να παλέψει με ηγεμονικούς όρους, κάτι που συμβαίνει σπάνια σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού και αποτελεί ασφαλώς ιστορικής σημασίας ευκαιρία.

Μεγαλείο και όρια των πλατειών

Η στιγμή των πλατειών σηματοδοτεί με ακρίβεια την είσοδο ευρύτερων μαζών στο προσκήνιο, δηλαδή την ενεργοποίηση μεγάλων λαϊκών στρωμάτων πέραν των οργανωμένων πολιτικο-συνδικαλιστικών δυνάμεων που ως τότε κατείχαν τον πρώτο ρόλο στις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις. Ετσι, οι πλατείες του 2011 παίρνουν θέση στην μακρά σειρά γεγονότων της νεοελληνικής ιστορίας που σφραγίζονται καθοριστικά από την ορμητική παρουσία του λαϊκού παράγοντα, συγκρίσιμη πχ με τα Ιουλιανά του 1965. Εκεί έγκειται το μεγαλείο τους. Από την άλλη πλευρά, ο ξαφνικός και εκρηκτικός χαρακτήρας τους λαϊκού ξεσπάσματος καθορίζει και την αντιφατικότητα των μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται. Στερούμενος στην πλειονότητά του πρότερης εμπειρίας συλλογικής δράσης και οργάνωσης, ο «λαός των πλατειών» προβάλλει ένα μη-συνεκτικό, συχνά αντιφατικό σύνολο διεκδικήσεων και πρακτικών. Οποιος έζησε το κλίμα της πλατείας Συντάγματος εκείνες τις μέρες γεύτηκε αυτό το μείγμα οργής και αγωνιστικότητας αλλά και γηπεδικών συμπεριφορών, ριζοσπαστικότητας αλλά και συλλήβδην απόρριψης της πολιτικής, αναζήτησης μορφών αυτοοργάνωσης και δημοκρατίας με την σαγήνη που ασκούσαν προτάσεις που φάνταζαν ως μαγικές λύσεις (από τις επικλήσεις περί «αθηναϊκής δημοκρατίας» έως τις θέσεις για το χρέος του Δημήτρη Καζάκη).

Η πιο κομβική αντίφαση ήταν ίσως αυτή που συμπύκνωνε το πιο διαδεδομένο και κοινά αποδεκτό από τους συμμετέχοντες πρόταγμα, το αίτημα για «άμεση δημοκρατία». Ενα από τα βασικά όρια των πλατειών είναι ότι δεν κατάφεραν να δώσουν σάρκα και οστά σε αυτό το «άμεσο». Για πολλούς σήμαινε ένα είδος αυθόρμητου, έως και ακατέργαστου, αντικοινοβουλευτισμού («να καεί-να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»), για άλλους μια ιδέα αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας πρόπλασμα της οποίας ήταν οι μορφές αυτοοργάνωσης που αναδύονταν στις πλατείες. Για άλλους ακόμη σήμαινε μια ακαθόριστη αλλά ριζική θεσμική μεταρρύθμιση, ή, πιο απλά, την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους δημοκρατικής λειτουργίας που είχαν βίαια καταλύσει τα Μνημόνια και η αυταρχική κλιμάκωση που τα συνόδευσαν.

Οι πλατείες δεν κατάφεραν να συνθέσουν αυτές τις έννοιες σε κάτι που να αποτελεί ένα εναλλακτικό και στοιχειωδώς συνεκτικό σχέδιο πολιτικής αναδιοργάνωσης. Οπως και δεν κατάφεραν να αθρώσουν ένα σχέδιο εναλλακτικής οικονομικής αναδιοργάνωσης που ξεπερνούσε την απόρριψη των μνημονιακών μέτρων. Από αυτήν την άποψη μοιράζονται τον «αρνητικό» χαρακτήρα του κύκλου του λαϊκών ξεσηκωμών της τελευταίας δεκαετίας που επισημαίνει ο Αλέν Μπαντιού όταν τονίζει πως ο βασικός, αν όχι αποκλειστικός, ενοποιητικός τους παράγοντας είναι η καθολική απόρριψη των κυβερνώντων4. Η απουσία θετικού προτάγματος, με άλλα λόγια εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου και οράματος, οδηγεί σε τελευταία ανάλυση στην ανημπόρια και, κατά κανόνα, στην αντιδραστική παλινόρθωση.

Το πρωταρχικό όριο των πλατειών πρέπει όμως, κατά την γνώμη μας, να αναζητηθεί σε ένα άλλο επίπεδο που ίσως να καθορίζει εν τέλει και τα υπόλοιπα. Και αυτό δεν είναι τόσο το γεγονός ότι δεν διαμόρφωσαν μια συνολική εναλλακτική λύση, ούτε καν ότι δεν απέτρεψαν την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, γιατί τέτοιοι στόχοι ήταν εξ’αρχής έξω από τις δυνατότητές τους. Το αποφασιστικό έλλειμα είναι ότι δεν άφησαν πίσω τους ένα σχέδιο οργάνωσης ικανό να συγκροτήσει σε νέες, αναβαθμισμένες βάσεις, τον μετέπειτα λαϊκό αγώνα. Ασφαλώς έδωσαν πολύτιμα στοιχεία για ένα τέτοιο εγχείρημα, στοιχεία που αποδείχτηκαν δόκιμα, και, εν μέρει, ανθεκτικά στο χρόνο. Ανανέωσαν εντυπωσιακά το ρεπερτόριο των συλλογικών δράσεων. Εδωσαν ώθηση σε τοπικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, αυτοργάνωσης και άμεσης δράσης. Αλλά δεν αποκρυστάλλωσαν κάτι που θα οργάνωνε σε ανώτερο επίπεδο τον λαϊκό αγώνα στην μετέπειτα περίοδο και αυτό είναι ένα όριο που μοιράζονται με τα αντίστοιχα κινήματα που ξεσπούσαν διεθνώς εκείνη την περίοδο αλλά, όπως φαίνεται, και με τα πιο πρόσφατα. Εδώ πρέπει να αναζητηθεί, κατά την άποψή μας, και ο κύριος λόγος της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην εντυπωσιακή ικανότητα μαζικής κινητοποίσης που επέδειξαν και στην ικανότητά τους να πετύχουν ένα απτό και θετικό αποτέλεσμα.

Από τις πλατείες στο ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ

Ειδωμένη από την σκοπιά του αρνητικού ορίου που επισημαίνει ο Μπαντιού, η ελληνική περίπτωση αποτελεί μια μερική εξαίρεση. Εξαίρεση με την έννοια ότι οι πλατείες και γενικότερα ο κύκλος λαϊκής κινητοποίησης της περιόδου 2010-2012 οδήγησαν σε ριζική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Ως γνωστόν κερδισμένος της περιόδου αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί υπήρξε η μόνη δύναμη που με το πρόταγμα της «αριστερής κυβέρνησης» φάνηκε να δίνει διέξοδο στο αίτημα πολιτικής ανατροπής που έθεταν οι πλατείες χωρίς να είναι σε θέση να το υλοποιήσουν. Από αυτήν την άποψη, αλλά μόνο από αυτήν, αναδείχθηκε ως ο φορέας που κατανόησε την δυνατότητα που άνοιγε η «οργανική κρίση». Αυτό αποτελεί ένα βασικό δίδαγμα της όλης περιόδου: η λαϊκή κινητοποίηση δημιουργεί μεν προϋποθέσεις ανατροπής προς τα αριστερά αλλά για να υλοποιηθούν αυτές χρειάζεται συγκροτημένη πολιτική πρωτοβουλία.

Και εδώ βέβαια ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο, των ευθυνών του συγκεκριμένου φορέα που αναλαμβάνει έναν τέτοιο ρόλο. Προφανώς μια συνολική αποτίμηση δεν μπορεί να επιχειρηθεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Ας πούμε μόνο σχηματικά και τηλεγραφικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρκέστηκε εν τέλει σε μια στενή εκλογική διαχείριση της δυναμικής που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω χωρίς σε καμμία στιγμή να προτείνει ένα σχέδιο οργάνωσης του λαϊκού αγώνα, άρα χωρίς να προετοιμάσει στοιχειωδώς τους όρους μιας νικηφόρας έκβαση της μάχης. Και ανάμεσα σ’αυτούς τους όρους ένας κατείχε στρατηγική σημασία: η αναμέτρηση με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα όπλα που με απόλυτα προβλέψιμο τρόπο θα έστρεφε ενάντια σε οποιαδήποτε κυβέρνηση τολμούσε να αμφισβητήσει την Τροϊκανή κηδεμονία.

Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι ο πολιτικός κύκλος που σηματοδότησε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδιάφορος ως προς την έκβαση της ελληνικής κρίσης. Δεν σημαίνει με άλλα λόγια, όσο ανοίκειο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο σήμερα, ότι δεν παίχτηκε ένα ιστορικής σημασίας στοίχημα σε αυτό το μοιραίο πρώτο εφτάμηνο του 2015. Σημαίνει όμως ότι η πραγματική στιγμή της αλήθειας της όλης περιόδου δεν ήταν η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά το γεγονός ότι αυτή η εκλογική επιτυχία, παρά κι ενάντια στην θέληση της ηγεσίας του, οδήγησε σε ένα ανώτερο επίπεδο τον σύγκρουσιακό κύκλο που άρχισε το 2010. Η στιγμή της αλήθειας της πενταετίας που αρχίζει με το πρώτο Μνημόνιο είναι το δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015. Η πραγματική κληρονομιά των πλατειών, ακριβώς γιατί μια τέτοια κατάληξη δεν ήταν σε καμμιά περίπτωση προδιαγεγραμμένη αλλά προέκυψε ως συνθετικό αποτέλεσμα των αντιθέσεων της περιόδου, ήταν η μεγαλειώδης συγκέντρωση της 3ης Ιουλίου 2015 στο Σύνταγμα και το 61,3% του ΟΧΙ.

Αυτό το ΟΧΙ που κατέπληξε παγκοσμίως ανατράπηκε όπως ξέρουμε λίγες μόνο μέρες μετά και έγινε ΝΑΙ στα χέρια αυτών που με το στανιό το διαχειρίστηκαν. Από πηγή ελπίδας η Ελλάδα έγινε μεμιάς συνώνυμο ενός τραύματος που η εγχώρια και διεθνής Αριστερά πολύ απέχει από το να έχει ξεπεράσει. Οσο σκληρή κι αν είναι η εμπειρία αυτή δεν χάθηκε ωστόσο για όλους. Η τουλάχιστον εξαρτάται από μας να μην χαθεί. Ακριβώς γιατί ζήσαμε μια κινηματική δυναμική αυτών των διαστάσεων ξέρουμε ότι δεν μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα που η ίδια θέτει. Μάθαμε έτσι τον αναγκαίο και καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση ρόλο της πολιτικής. Από την άλλη βιώσαμε ότι όποια πολιτική πρόταση παρουσιάζεται ως αριστερή αλλά αρνείται να σκεφτεί με την δέουσα σοβαρότητα τους όρους μιας νικηφόρας έκβασης δεν δικαιούται της παραμικρής επιείκειας ή ανοχής.

 

 

 

*Το κείμενο αυτό βασίζεται σε διαδικτυακή παρέμβαση στην εκδήλωση με θέμα «Δέκα χρόνια από τις πλατείες: υπάρχει ακόμα χώρος για μια νέα ριζοσπαστική ελπίδα;» που οργάνωσαν η Αναμέτρηση-Ομάδα Κομμουνιστών/στριών και η Συνάντηση για μια αντικαπιταλιστική Αριστερά στις 17 Ιουλίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

1 Μερική εξαίρεση η Τυνησία, όπου η εξέγερση (σε αντίθεση με την Αίγυπτο) οδήγησε σε πολιτειακή ανατροπή, με στοιχεία εκδημοκρατισμού αλλά χωρίς να επιφέρει την παραμικρή βελτίωση των συνθηκών ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας, που συνεχίζουν να επιδεινώνονται οδηγώντας τη χώρα σε παρατεταμένη πολιτική και θεσμική κρίση.

2 Στάθης Κουβελάκης, «Η ώρα της κρίσης. Εξι θέσεις για την εξέγερση», Δρόμος της Αριστεράς, 13/6/2011 προσβάσιμο εδώ.

3 Βλέπε ειδικότερα το κείμενο από το Τετράδιο 13 § 23 «Παρατηρήσεις πάνω σε ορισμένες πλευρές της συγκρότησης των πολιτικών κομμάτων στις περιόδους οργανικής κρίσης», Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, την πολιτική και το σύγχρονο κράτος, Ηριδανός, χ. χ., σελ. 94-96.

4 Βλέπε Alain Badiou, « On the current conjuncture », 21/12/2020 προσβάσιμο εδώ.