«Ένας πίνακας είναι σαν μια παρτίδα με χαρτιά: πρέπει εξαρχής να ξέρεις τι θες να πετύχεις – να δουλεύεις αντίστροφα έτσι ώστε να έχεις τελειώσει πριν ακόμη αρχίσεις». Η έκθεση «Matisse: Pairs and Series» παρουσιάζει 60 πίνακες και 30 σχέδια, μέσα από τα οποία φαίνεται πώς ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους επαναλάμβανε ακατάπαυστα τις ίδιες συνθέσεις, μέχρι να μείνει ικανοποιημένος. «Ο Ματίς ήταν εμμονικός, αναστατωμένος, πλημμυρισμένος αμφιβολία από την αρχή μέχρι το τέλος… αυτό φαίνεται από τον συνεχή πειραματισμό στα έργα του. Με αυτή την έκθεση θέλαμε να ταρακουνήσουμε την κοινή πεποίθηση ότι ήταν ένας χαρούμενος ζωγράφος, ένας βιρτουόζος της απλότητας». Κάπως έτσι χαρακτηρίζει η επιμελήτρια της έκθεσης, Σεσίλ Ντεμπρί, τον ηγέτη του κινήματος των Φωβιστών, με δηλώσεις της στο πρακτορείο Reuters. Και μάλλον αναφέρεται σε πίνακές του όπως το «Le bonheur de vivre» (1906), που καταδεικνύουν μια στάση ζωογόνου αισιοδοξίας – παρότι ο ζωγράφος είχε και μία ανασφαλή, πολύ συγκρατημένη πλευρά, που παρέμεινε αμετάβλητη καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξηντάχρονης καριέρας του.
Η ιδιαιτερότητα της έκθεσης έγκειται στην προθυμία που έδειχνε ο Ματίς να παρουσιάζει δημοσίως την (κοπιαστική) διαδικασία πίσω από τη δουλειά του: όπως παρουσιάζεται στο Πομπιντού, το 1945 ο ζωγράφος τοποθέτησε στην γκαλερί του στο Παρίσι έξι τελειωμένα έργα και δίπλα τους κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τα διάφορα στάδια της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να δείξει το μέγεθος της πολυπλοκότητας που μπορεί να κρύβεται πίσω από μια φαινομενική ευκολία. «Τον θεωρούσαν λιγάκι ευφυολόγο. Ίσως ο Μαρσέλ Ντισάν (γνωστός σουρεαλιστής καλλιτέχνης) να λάτρευε κάτι τέτοιο – αλλά ο Ματίς δεν ήταν τέτοιος… Έδινε συνεχώς εξηγήσεις για ό,τι έκανε, ήθελε να τον παίρνουν στα σοβαρά». Σήμερα, 58 χρόνια μετά τον θάνατό του και παρά την αβεβαιότητά του, ο Ματίς μνημονεύεται από πολλούς ως ο σημαντικότερος Γάλλος ζωγράφος του 20ου αιώνα.
Info: Matisse. Pairs and Series, 07/03-18/06 στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού. Μετά το Παρίσι, η έκθεση θα παρουσιαστεί στο Statens Museum for Kunst της Κοπεγχάγης και στο MoMA της Νέας Υόρκης.