Την Πέμπτη βρεθήκαμε σε μία γεμάτη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ για την συνέντευξη Τύπου των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων Σωματείων στην Έρευνα, στο πλαίσιο του πρώτου Πανελλήνιου Συντονισμού και της 24ωρης απεργίας τους. Πρόκειται για έναν κλάδο που οι κυβερνήσεις διαχρονικά επικαλούνται για τις «εθνικές» του επιτυχίες διεθνώς, αλλά όλο και απαξιώνουν, με το 62-65% των εργαζομένων να δουλεύει υπό καθεστώς ελαστικών σχέσεων εργασίας, χωρίς συλλογικές συμβάσεις, με μπλοκάκια, σε εργαστήρια εξαθλιωμένα και παρατημένα, με πενιχρή έως ανύπαρκτη κρατική χρηματοδότηση. Βέβαια, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στην έλλειψη πόρων, αλλά και στην σκόπιμη κατεύθυνση πολλών από τους υπάρχοντες στην πολεμική οικονομία και την παραγωγή τεχνογνωσίας προς όφελος ιδιωτικών startup εταιρειών. Στη συνέχεια, μιλήσαμε με την Ελένη Μήτση, η οποία είναι συμβασιούχος εργαζόμενη στο Ερευνητικό κέντρο ΕΚΕΦΕ (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Φυσικών Επιστημών) του Δημόκριτου για την στροφή του Ιδρύματος προς την πολεμική βιομηχανία σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ. «Σκοπός μας δεν είναι να καθιστούμε το λαό μας και τους άλλους λαούς με την εργασία μας θύτες και ταυτόχρονα θύματα, αφήνοντας κοράκια του πολέμου να πλουτίζουν και συνεργαζόμενοι με μία σειρά δολοφονικές μηχανές και κράτη δολοφόνους» ξεκαθάρισε.

Ρεπορτάζ της Ηλιάνας Ζερβού

Σε μία αίθουσα γεμάτη επιστήμονες και επιστημόνισσες, με πραγματικό μεράκι για μια έρευνα που θα προάγει τη γνώση και την κοινωνική ευημερία, συνειδητοποίησα τι σημαίνει ένα κράτος να καταστρέφει την πρόοδο και την πνευματική εξέλιξη, να θυσιάζει τους ερευνητές και τις ερευνήτριες του στη διάθεση των ιδιωτικών εταιρειών, μέσα σε ένα κλίμα πλήρους εργασιακής ανασφάλειας ή να τους διώχνει στο εξωτερικό, απορρώντας γιατί φεύγουν τα «καλύτερα μυαλά της χώρας;». Όμως, την Πέμπτη έγινε η αρχή για έναν ενιαίο συντονισμό και αγώνα που, όπως μου φάνηκε χαζεύοντας τους, αποτέλεσε μια κάποια ελπίδα.

Μια ωραία μέρα για την έρευνα

Με αυτή τη διαπίστωση ξεκίνησε και η συνέντευξη Τύπου, με τον Δημήτρη Κάσση, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Ερευνητικά Κέντρα και Ιδρύματα. «Ουσιαστικά είναι μια ωραία μέρα για την έρευνα σήμερα, γιατί πραγματικά έγινε ένας όμορφος συντονισμός, μια κουβέντα, ένας κοινός βηματισμός πολλών σωματείων δευτεροβάθμιων, κλαδικών, πρωτοβάθμιων, επιχειρησιακών» αναγνώρισε, συμπληρώνοντας ότι ένα από τα προβλήματα της έρευνας είναι ότι σε επίπεδο συνδικαλιστικό δεν υπάρχει επαρκής επικοινωνία, καθώς είναι ένας τεράστιος χώρος που εκτείνεται σε πολλά διαφορετικά ερευνητικά κέντρα και σε πανεπιστήμια.

Μάλιστα, την ίδια στιγμή που εμείς βρισκόμασταν στην Ακαδημίας, στην καρδιά της πρωτεύουσας, μετά την ολοκλήρωση της διαμαρτυρίας των ερευνητών/ερευνητριών έξω από το Υπουργείο Ανάπτυξης, σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας πραγματοποιούνταν αντίστοιχες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις. «Ήταν πραγματικά μια πανελλαδική μέρα δράσης στην έρευνα και θα συνεχίσουμε σε αυτό το βηματισμό» είπε ο κ. Κάσσης.

Αναφέροντας μερικές από τις επικοινωνιακές ατάκες της κυβέρνησης για την έρευνα, ο κ. Κάσσης ξετύλιξε όλη της την υποκρισία. «”Η έρευνα ως μοχλός ανάπτυξης”. “Η έρευνα είναι το εργαλείο μας για να προχωρήσουμε στη νέα εποχή”. “Η Ελλάδα 2.0 κτλ”. Ένα σωρό ατάκες ακούμε για την έρευνα, αλλά τελικά ποια είναι πραγματικά η έρευνα και τι συμβαίνει στην έρευνα; Αυτό που πρέπει να ακουστεί δεν έχει ακουστεί» τόνισε ο ίδιος, πριν παρουσιάσει ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι/ες στην έρευνα στην Ελλάδα.

Εργασιακή ανασφάλεια, Διακρίσεις, Υποχρηματοδότηση και Εξαθλιωμένες Υποδομές

«Η έρευνα έχει καταντήσει όσον αφορά τις υποδομές της, το έμψυχο δυναμικό της και τις εργασιακές σχέσεις σε πλήρη απορρύθμιση» είπε ο κ. Κάσσης, αναφέροντας μάλιστα ότι προηγήθηκε και συνάντηση με τον νέο υφυπουργό, αρμόδιο για θέματα έρευνας, του υπουργείου Ανάπτυξης, τον κύριο Σταύρος Αθ. Καλαφάτη, όπου του έθεσαν το θέμα των εργασιακών ζητημάτων. «Τα εργασιακά είναι μια μεγάλη πληγή για τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια» προσέθεσε ο κ. Κάσσης.

Όσον αφορά τα ερευνητικά κέντρα, πρότεινε μια υπόθεση εργασίας: «Αν κάποιος θέλει να κάνει μια μελέτη, έρευνα, ένα διδακτορικό στις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα, μπορείτε να του πείτε πήγαινε σε ένα ερευνητικό κέντρο και θα τα βρεις όλα εκεί. Το 62 με 65% αυτή τη στιγμή των εργαζόμενων στην Έρευνα εργάζεται με μπλοκάκια και ελαστικές συμβάσεις εργασίας. Μιλάμε για τα 2/3 δηλαδή των ερευνητικών κέντρων που αυτή τη στιγμή λειτουργούν έτσι και έχουμε ένα πολύ μικρότερο ποσοστό εργαζομένων στην έρευνα, οι οποίοι είναι μόνιμοι, κυρίως παλαιότεροι».

Περιέγραψε ότι οι ερευνητές και οι ερευνήτριες πολλές φορές αναγκάζονται η να εγκαταλείψουν τη χώρα και το σπίτι τους, η παράλληλα με την έρευνα να εξασκούν και άλλες εργασίες για να επιβιώσουν. «Ψάχνονται κάπου αλλού και παλεύουν ακόμα με τα χίλια ζόρια, κρατώντας έτσι το μετερίζι του ελαστικά εργαζόμενου στα ερευνητικά κέντρα». Σχετικά με τις προσλήψεις, εξήγησε ότι «τα ερευνητικά κέντρα λειτουργούν με εκατοντάδες κενές οργανικές θέσεις. Οι προσλήψεις γίνονται με το σταγονόμετρο. Οι τελευταίες προσλήψεις είχαν γίνει το 2005 με το Προεδρικό διάταγμα του Προκόπη Παυλόπουλου και με τα χίλια ζόρια προκηρύχθηκαν λίγες 150 θέσεις. Φανταστείτε για όλα τα ερευνητικά της χώρας. Μιλάμε για 15 φορείς». Όπως σημείωσε αυτές οι θέσεις υλοποιήθηκαν επι κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας το 2023.

«Αυτοί είναι οι ρυθμοί της ελληνικής Πολιτείας, της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτή είναι η στήριξη που έχει στο έμψυχο δυναμικό της έρευνας» κατήγγειλε. Προειδοποίησε, ακόμα, ότι το έμψυχο δυναμικό των ερευνητικών κέντρων στην επόμενη 5ετία θα είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Θα μιλάμε για τεράστια ποσοστά, περίπου 80% των πάγιων οργανικών αναγκών που θα καλύπτονται από ελαστικά εργαζόμενους/ες. «Είναι τραγική η συνθήκη αυτή» σχολίασε.

«Οι περισσότεροι/ες είναι ελαστικά εργαζόμενοι/ες, αναλώσιμοι/ες, υψηλά καταρτισμένοι βέβαια, γιατί έτσι θέλουμε να έχουν και διδακτορικό και τρεις γλώσσες και εμπειρία 8 χρόνια. Και άμα δείτε τις προκηρύξεις που βγαίνουν στα ερευνητικά κέντρα, αυτά ζητούν» σχολίασε με νόημα. «Αλλά από την άλλη, δεν έχουν ούτε το ωράριο του διπλανού τους, που είναι μόνιμος, ούτε μπορούν να πάνε να δουλέψουν σε κάποιο πρόγραμμα, ούτε να φύγουν και μια μέρα να πάνε να παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο γιατί είναι εκεί, στενά δεμένοι/ες με το δημόσιο υπαλληλικό κώδικα, του 40ωρου» εξήγησε ουσιαστικά το καθεστώς στο οποίο εργάζονται οι ερευνητές/τριες υπό καθεστώς ΙΔΟΧ (Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου).

Όσον αφορά το κομμάτι της χρηματοδότησης η πιο σωστά υποχρηματοδότησης, ενημέρωσε ότι «οι προϋπολογισμοί είναι παγωμένοι για χρόνια. Οι ίδιοι προϋπολογισμοί θα ακούσετε στα κανάλια πολλές φορές και από την κυβέρνηση να λένε ότι “εμείς δώσαμε λεφτά”. Θα ακούσετε κάτι ποσά τέτοια 400 εκατομμύρια ευρώ στην έρευνα κτλ. Λοιπόν, αυτά δεν ισχύουν» ξεκαθάρισε και συμπλήρωσε πως «αυτά, είναι λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι μια κοροϊδία να λέγεται αυτό το πράγμα. Είναι λεφτά τα οποία έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης και ήταν να λήξουν τέλος του ‘25, αλλά πήραν παράταση τώρα για το ‘26. Είναι λεφτά που δίνονται, που δόθηκαν για τον Covid τότε». Όπως εξήγησε αφορούν συγκεκριμένα έργα, κάποια κτιριακά και ούτε έμψυχο δυναμικό καλύπτουν, ούτε ερευνητικές υποδομές υποστηρίζουν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της υποχρηματοδότησης είναι οι υποδομές. Ο κ. Κάσσης μας είπε ότι «οι ερευνητικές υποδομές είναι παρατημένες στην τύχη τους. Από το παράδειγμα του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιας Έρευνας) που δεν έχει καν ωκεανογραφικό σκάφος πια, μέχρι τα ερευνητικά κέντρα τα οποία παλεύουν να συντηρήσουν βασικές υποδομές και να πληρώσουν συνδρομές σε ευρωπαϊκούς φορείς που συμμετέχουν. Δεν πληρώνει η πολιτεία ούτε καν τις συνδρομές» τόνισε και προσέθεσε ότι «αν συμμετέχουμε σε κοινά ευρωπαϊκά φόρουμ, η πολιτεία δεν πληρώνει τις συνδρομές και λέει στα κέντρα πληρώστε εσείς από τους ΕΛΚΕ σας (Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας), δεν πληρώνει για το ρεύμα, δεν πληρώνει για το νερό, δεν πληρώνει για κανένα λειτουργικό έξοδο. Ίσα ίσα οι προϋπολογισμοί είναι για τους μισθούς των μόνιμων, δηλαδή του 30% του κέντρου και όλα τα άλλα το κέντρο θα πρέπει να τα βγάλει από τις παρακρατήσεις των προγραμμάτων» περιέγραψε την εγκατάλειψη στην πράξη που βιώνουν τα ερευνητικά κέντρα από το κράτος.

«Δεν καλύπτονται τα οδοιπορικά μας»

Ο Δημήτρης Μπάρκας, μέλος του ΣΕΡΕΤΕ (Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση) και εντεταλμένος διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο ανέλυσε την κατάσταση για τους ερευνητές και τις ερευνήτριες στα Δημόσια Πανεπιστήμια. Έκανε λόγο για μερικές χιλιάδες εργαζόμενους/ες, οι οποίοι/ες καλούνται εξάμηνο το εξάμηνο να κυνηγάνε θέσεις εργασίας, να κάνουν αιτήσεις μαζικά με άγνωστο το αν θα τους πάρουν ή όχι. «Συνήθως είναι μια διαδικασία αρκετά επίπονη να κάνεις μια τέτοια αίτηση για ένα τέτοιο πρόγραμμα, για μια τέτοια θέση εργασίας απλήρωτη. Πρόκειται για μια διαδικασία που υποτιμά πάρα πολύ τη δουλειά που παρέχουμε, καθώς καλύπτουμε χιλιάδες κενά μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Είναι πάρα πολλά τα πανεπιστήμια που δεν θα λειτουργούσαν χωρίς αυτές τις επισφαλείς θέσεις εργασίας, ακριβώς επειδή δεν προκηρύσσονται άλλες θέσεις. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πλέον, νομίζω σε κανένα πανεπιστήμιο δεν θεωρούμαστε μισθωτοί εργαζόμενοι» περιέγραψε.

Στη συνέχεια, παρουσίασε έναν ακόμα πολύ σημαντικό παράγοντα επιβάρυνσης των ανθρώπων αυτών, λέγοντας ότι «ένας νέος επίκουρος καθηγητής πρέπει να κάνει 8 ώρες διδασκαλία την εβδομάδα. Εμείς πρέπει να κάνουμε έξι ώρες διδασκαλία με αρκετά μικρότερο μισθό. Ενίοτε αυτό μπορεί να σπάσει η σύμβαση και να είναι 3 ώρες διδασκαλία μέσα στη βδομάδα που σημαίνει ακόμα λιγότερα χρήματα για ανθρώπους σαν εμένα και πάρα πολλούς εκατοντάδες, αν όχι πάνω από την πλειοψηφία των συναδέλφων». Στο σημείο αυτό πληροφόρησε ότι «αυτό σημαίνει πολύ μεγάλα κόστη μετακίνησης. Δεν καλύπτονται τα οδοιπορικά μας. Εγώ για παράδειγμα πηγαίνω κάθε Παρασκευή αυθημερόν, ξυπνάω 4 το πρωί, παίρνω 6 ώρα αεροπλάνο, παίρνω ΚΤΕΛ, διδάσκω, παίρνω ΚΤΕΛ, παίρνω αεροπλάνο πίσω, χτυπάω ένα 20άρι δηλαδή μέσα στη μέρα, χωρίς να καλύπτονται τα οδοιπορικά μου. Όλα αυτά βγαίνουν από την τσέπη των συναδέλφων και άρα παλεύουμε για να μην μπούμε μέσα να αποφύγουμε τη διανυκτέρευση, μπας και βγάλουμε κάτι για την επομένη, για να μπορέσουμε να έχουμε τα προς το ζην».

«Η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας είναι πρώτα και κύρια μια πράξη αναγνώρισης της εργασίας μας»

Η Κούρλα Μικαέλα, μέλος του ΣΕΡΕΤΕ, έθεσε το ζήτημα της κυβερνητικής επίθεσης στο δημόσιο πανεπιστήμιο και την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. «Στο στόχαστρο μπήκε ξανά η ελευθερία του λόγου και της συνδικαλιστικής δράσης εντός των ιδρυμάτων, με αποδιοπομπαίους τράγους φυσικά τους εργαζόμενους και όχι μόνο τους εργαζόμενους που σηκώνουν στην πλάτη τους όλη τη δημόσια εκπαίδευση και έρευνα της χώρας, αλλά εκείνους που ενοχλούν, που αγωνίζονται, που βγαίνουν μπροστά για να μπουν κόντρα στα σχέδιά τους. Πού βρίσκεται όμως η πραγματική ανομία εντός των ιδρυμάτων της χώρας; Στη στάση του Πρύτανη, του κυρίου κυρίου Ιωάννη Χατζηγεωργίου» τόνισε, υπενθυμίζοντας τα περιστατικά προσβολών, αυθαιρεσιών και αυταρχικών πρακτικών του συγκεκριμένου προσώπου. Ενδεικτικό παράδειγμα η Βραδιά του Ερευνητή, όταν ο Πρύτανης χαρακτήρισε τους ερευνητές/τριες «μη συμβατά μοσχεύματα», σε μία έξαρση ακροδεξιάς ρητορικής και επιβολής εξουσίας.

Άσκησε, επίσης, έντονη κριτική στο αφήγημα της κυβέρνησης περί «ανομίας» στα δημόσια πανεπιστήμια, διατυπώνοντας κρίσιμα απανωτά ερωτήματα: «Δεν είναι ανομία ότι οι ερευνητές και οι ερευνήτριες μένουν απλήρωτοι από προγράμματα καλύπτοντας πάγια και μόνιμα κενά; Δεν είναι ανομία ότι τα αποτελέσματα του “Trust Your Stars” λάμπουν δια της απουσίας τους για παραπάνω από ένα χρόνο και όλοι σιγοψιθυρίζουν ότι εν τέλει δεν θα δοθούν καν; Δεν είναι ανομία ότι το ΙΚΥ (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών) επιμένει να ζητά ακόμη και σήμερα 30.000 ευρώ ανά συνάδελφο και συναδέλφισσα το κεφάλι. Δεν είναι ανομία οι συμβασιούχοι διδάσκοντες να καλύπτουν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες;».

Συνέχισε λέγοντας «και αν αυτό δεν είναι, μήπως είναι ότι οι συμβασιούχοι μένουν απλήρωτοι, ότι τους κόβεται εκ των υστέρων μισθός, ότι στις συμβάσεις που έχουν υπογράψει με το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο και έχουν ανέβει στη Διαύγεια, περιέχεται άρθρο που μας υποχρεώνει να δουλεύουμε κανονικά μετά το πέρας της εργασίας μας. Μαύρη εργασία στο ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο. Δεν είναι ανομία ότι το εργατικό δίκαιο εντός των ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων έχει πάει περίπατο. Η λέξη αριστεία εν τέλει πάει μαζί με τις λέξεις σκάνδαλο και ανομία» ξεκαθάρισε με ένα δυναμικό τόνο στη φωνή της.

Έκλεισε την τοποθέτηση της, σημειώνοντας ότι «η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) είναι αναγκαίο εργαλείο σε ένα κλάδο όπως η έρευνα, όπου τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα στους πρώτους στις πρώτες 15 μέρες του μήνα. Σε έναν κλάδο που ουσιαστικά οι περισσότεροι δουλεύουμε απλήρωτοι με μπλοκάκι, δεν θεωρούμαστε καν εργαζόμενοι και τώρα πάνε να μας φορτώσουν και το ηλεκτρονικό τιμολόγιο που ουσιαστικά θα πληρώνουμε από την τσέπη μας κάθε μήνα» είπε. Κατέληξε ότι «Η ΣΣΕ είναι πρώτα και κύρια μια πράξη αναγνώρισης της εργασίας μας, διασφάλιση της αξιοπρέπειας, της φωνής και της ελευθερίας μας. Χωρίς τη συλλογική σύμβαση εργασίας η επιστημονική έκφραση πνίγεται. Ο ερευνητής τελικά δεν μπορεί να ερευνήσει σε βάθος, δεν μπορεί να στοχαστεί και εν τέλει δεν μπορεί να αμφισβητήσει τίποτα».

Η Όλγα Βήτου, ερευνήτρια, επισήμανε την επικινδυνότητα που επιφέρουν για τους ερευνητές και τις ερευνήτριες οι παλαιωμένες υποδομές και οι έλλειψη μέτρων ασφαλείας. «Πλήρως απαξιωμένη είναι και η κατάσταση στους όρους εργασίας που διεξάγουμε την έρευνα μας με την εγκατάλειψη και την κατάρρευση των υποδομών, τις ελλιπείς συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, ειδικά σε χώρους υψηλής επικινδυνότητας, όπως είναι για παράδειγμα ο Δημόκριτος». Τόνισε, επίσης, ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην έλλειψη πόρων αλλά στην κατανομή τους, διαπιστώνοντας ότι είναι εξόφθαλμη η στροφή στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο σήμερα και στην πολεμική οικονομία.

Συμπλήρωσε ότι «φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πλέον όλο και περισσότερο μας καλούν να συμμετέχουμε σε προγράμματα έρευνας για πολεμικούς σκοπούς, καθώς και η στροφή στην πολεμική οικονομία να συγκεντρώνει εκεί τα περισσότερα κονδύλια. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που νομίζω το “φωτίζουν”, όπως είναι για παράδειγμα και ο επιταχυντής στο Δημόκριτο, τα καλέσματα του ΝΑΤΟ και του IDF (ισραηλινού στρατού) για να δημιουργηθούν νέα προγράμματα» ανέφερε, ξεκαθαρίζοντας πως το ερευνητικό δυναμικό δεν έχει καμία πρόθεση να συνδράμει στα πολεμοκάπηλα σχέδια τους.

Εργαζόμενη στο ερευνητικό κέντρο «Δημόκριτος» μιλά στο TPP: «Φαίνεται η στροφή στην πολεμική βιομηχανία»

Καθώς ο κόσμος αποχωρούσε από το κτίριο της ΕΣΗΕΑ, προσπαθώντας να καταλάβω καλύτερα πως λειτουργεί η κατεύθυνση της έρευνας προς τους πολεμικούς εξοπλισμούς, μίλησα με την Ελένη Μήτση, η οποία είναι συμβασιούχος εργαζόμενη στο Ερευνητικό κέντρο ΕΚΕΦΕ (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Φυσικών Επιστημών) του Δημόκριτου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Εργαζομένων του Δημοκρίτου και μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Ερευνητικά Κέντρα και Ιδρύματα. Κάνοντας ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι μου περιέγραψε ότι όλο και περισσότερο παραχωρείται φυσικός χώρος των ερευνητικών κέντρων του Δημόκριτου για δοκιμές τεχνολογιών του ΝΑΤΟ.

Ειδικότερα μας εξήγησε πως «ο Δημόκριτος αποτελεί ουσιαστικά έναν από τους τέσσερις πυλώνες, τα τέσσερα φυσικά κέντρα στην Ελλάδα, που αποτελούν τμήμα αυτού που λέγεται επιταχυντής Καινοτομίας και Έρευνας για πολεμικούς σκοπούς ή αλλιώς “DIANA”, το οποίο ουσιαστικά είναι ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης που αποφασίστηκε πριν κάποια χρόνια σε Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, υλοποιείται αν δεν απατώμαι από το 2022». Πολύ καλά, λοιπόν, θυμόταν η Ελένη, καθώς όπως διαφημιζόταν από τα κυρίαρχα μέσα τον Απρίλιο του 2022: «Ο Επιταχυντής Αμυντικής Πρωτοβουλίας (Defence Innovation Accelerator for the North Atlantic) ή αλλιώς “DIANA” θα φέρει το προσωπικό της Συμμαχίας σε επαφή με τις καλύτερες και πιο έξυπνες νεοφυείς επιχειρήσεις των κρατών μελών, με επιστημονικούς ερευνητές και εταιρείες τεχνολογίας με στόχο τον εκσυγχρονισμό των αμυντικών συστημάτων της Συμμαχίας».

«Είχε το πρώτο του μίτινγκ στο Δημόκριτο τον Ιανουάριο του 2024 και ουσιαστικά φτιάχτηκε με σκοπό την επιτάχυνση της έρευνας και την ανάπτυξη τεχνολογιών για αμυντικούς και πολεμικούς σκοπούς και την χρηματοδότηση ουσιαστικά ιδιωτικών κατά βάση κεφαλαίων με αξιοποίηση δημόσιων υποδομών. Γι αυτό και υπάρχουν 4 φυσικά κέντρα ο Δημόκριτος, το ΙΤΕ (Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνα) στην Κρήτη και τα δυο κτίρια του ΕΚΕΤΑ (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης)». Αυτό που γίνεται, δηλαδή, εμφανώς είναι πως τα κέντρα αυτά επιστήμης και έρευνας που πραγματικά θα μπορούσαν να λειτουργούν προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας, αξιοποιούνται για τους σκοπούς του ΝΑΤΟ. Όπως μας είπε ακόμα η Ελένη «τα κονδύλια αφορούν ιδιωτικές εταιρείες και startups στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας, μια τάση που φαίνεται ουσιαστικά να διευρύνεται με πολύ ραγδαίους ρυθμούς και πάρα πολύ έντονα και ουσιαστικά. Τα δημόσια ερευνητικά κέντρα παραχωρούν φυσικό χώρο και υποδομές σε αυτό».

Πριν λίγες εβδομάδες πραγματοποιήθηκε και η έκθεση εμπόρων όπλων DEFEA στην Αθήνα (Defence Exhibition Athens), με το υπουργείο Εξωτερικών μας να υποδέχεται εμπόρους θανάτου από πολλές χώρες και κυρίως εκείνων του γενοκτονικού Ισραήλ. Η Ελένη, με έντονη πικρία μας πληροφορεί ότι ως Δημόκριτος «συμμετείχαμε δυστυχώς σε μια σειρά τέτοιου τύπου εκθέσεις. Φαίνεται ουσιαστικά η στροφή στην πολεμική βιομηχανία να προωθείται πάρα πολύ έντονα και μέσα από το κέντρο. Μας προκαλεί ντροπή και οργή, ως άνθρωποι με μεράκι και αγάπη για το αντικείμενό μας, υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το οποίο έχει ένα όνειρο και σκοπός μας δεν είναι να καθιστούμε το λαό μας και τους άλλους λαούς με την εργασία μας θύτες και ταυτόχρονα θύματα, αφήνοντας κοράκια του πολέμου να πλουτίζουν και συνεργαζόμενοι με μία σειρά δολοφονικές μηχανές και κράτη δολοφόνους». Συμπλήρωσε, ότι «θεωρούμε απαράδεκτο αυτό ότι κρύβονται ουσιαστικά πίσω από το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που ονομάζεται ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ και διαφημίζουν ιδιωτικές εταιρείες που στόχο έχουν να σκοτώνουν άλλους λαούς».

«Ποιός είναι ο σκοπός σας;» την ρωτάω στο τέλος, μάλλον επιχειρώντας όλη αυτή η δραματική κατάσταση να κλείσει με το όραμα και την ελπίδα των ίδιων των εργαζομένων στην έρευνα, των ίδιων των ανθρώπων που πονούν την επιστήμη και τη γνώση για τον άνθρωπο. «Σκοπός μας είναι η έρευνα να προάγει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, να προάγει την ποιότητα ζωής τη δικιά μας, να κάνει πιο όμορφη και πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων και όχι να κερδίζουν λίγοι. Να πηγαίνει προς όφελος των εργαζομένων και ουσιαστικά να προχωράμε συνολικά ως άνθρωποι από εργατική τάξη», μπορεί να κόμπιασε αλλά είπε όλη την ουσία.