Οι «έξι της Μόριας»: Βαριές καταδίκες κατά εφήβων προσφύγων που μοιάζουν προαποφασισμένες
του Θάνου Καμήλαλη
Το περασμένο Σάββατο, στη Χίο, ολοκληρώθηκε σε πρώτο βαθμό η δίκη τεσσάρων έφηβων προσφύγων, από τους έξι που κατηγορήθηκαν για τον εμπρησμό του καταυλισμού της Μόριας, στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 2020. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν η ομόφωνη καταδίκη των τεσσάρων σε 10 χρόνια φυλάκιση, χωρίς αναστολή και χωρίς να αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Είχε προηγηθεί τον Μάρτιο, η δίκη των άλλων δύο, ανηλίκων, που καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια φυλάκιση. Εν μέσω όλων αυτών, οργανώσεις κατήγγειλαν σειρά παρατυπιών γύρω από τις διαδικασίες, θέτοντας σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον προστατεύεται το δικαίωμα των κατηγορούμενων σε μία δίκαιη δίκη. Την Παρασκευή επίσης, αποφασίστηκε η δίκη να διεξαχθεί «κεκλεισμένων των θυρών», με την έδρα να αποκλείει τους δημοσιογράφους και δικηγόρους – διεθνείς παρατηρητές, με πρόσχημα την πανδημία.
Το TPP συνομίλησε με την ομάδα των δικηγόρων (Βίκυ Αγγελίδου, Έφη Δούση, Βασίλης Ψώμος και Νατάσα Νταϊλιάνη) που ανέλαβε την υπεράσπιση των 6 κατηγορουμένων. Οι απαντήσεις τους δόθηκαν συλλογικά και αντιπροσωπεύουν τη σωρεία πολύ σοβαρών ζητημάτων που ανέκυψαν, από την αρχή των ερευνών και τις συλλήψεις των προσφύγων, μέχρι και τις βαριές καταδικαστικές αποφάσεις.
«Είναι σαν να λέει ένας Έλληνας ότι “αναγνωρίζω τον Γιώργο, τον Θανάση και τον Κώστα, που μένουνε στους Αμπελόκηπους”»
Όπως αναφέρει η νομική ομάδα, το μόνο στοιχείο που συνδέει τους «έξι» με την πυρκαγιά, είναι μία κατάθεση ενός μάρτυρα. Έξι μέρες μετά την πυρκαγιά στη Μόρια, κλητεύεται αυτοβούλως από την αστυνομία ένας κάτοικος του καταυλισμού, που δίνει στην αστυνομία πέντε μικρά ονόματα, υποστηρίζοντας ότι είδε τους συγκεκριμένους ανθρώπους να βάζουν φωτιά στη ζώνη 12, όπου ο ίδιος κατοικούσε. Στη συνέχεια, η αστυνομία του δείχνει έξι φωτογραφίες και ο μάρτυρας δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι αναγνωρίζει τους έξι «εμπρηστές» του καταυλισμού.
«Δεν γνωρίζουμε με ποιο κριτήριο κλητεύεται. Αφού λέει μία ιστορία, ότι είναι ένας καλός οικογενειάρχης, με γυναίκα και παιδιά και ότι εκπροσωπεί τη φυλή του που μένει στη Μόρια, υποστηρίζει ότι είδε κάποιους ανθρώπους να βάζουν φωτιά στη ζώνη 12 που κατοικούσε, τα οποία τα ξέρει γιατί κατοικούσαν κι αυτοί στην ίδια ζώνη. Στη συνέχεια δίνει τα μικρά τους ονόματα. Χωρίς επώνυμα χωρίς κάτι άλλο. Είναι σαν να λέει ένας Έλληνας ότι “αναγνωρίζω τον Γιώργο, τον Θανάση και τον Κώστα, που μένουνε στους Αμπελόκηπους”. Ως εκ θαύματος, η αστυνομία στην οποία πηγαίνει να καταθέσει αφού τον έχει κλητεύσει, μόνο αυτόν και κανέναν άλλον από τη Μόρια, του δείχνει τρεις φωτογραφίες. Αμέσως μετά ο ίδιος λέει ότι ξέρει κι έναν που κατοικούσε κοντά στη γραμμή του φαγητού και έναν ακόμα που είναι ο αρχηγός των ανηλίκων σε μία φυλή. Αυτός ο ανήλικος καταδικάστηκε τον Μάρτιο. Δίνει άλλα δύο μικρά ονόματα. Η αστυνομία κάνει μία αναζήτηση, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο, χωρίς επώνυμο ή άλλα χαρακτηριστικά όπως ύψος κλπ, του δείχνει 5 φωτογραφίες συν μία ακόμα έξι και αυτός δηλώνει ότι τους αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα. Ουσιαστικά δημιουργείται μία δικογραφία με βάση αυτήν την κατάθεση, η οποία δίνεται στις 14 Σεπτεμβρίου του 2020, έξι μέρες μετά την πρώτη φωτιά» αναφέρει συγκεκριμένα η νομική ομάδα.
Σημειώνει επίσης αναντιστοιχία γύρω από την ημέρα που καίγεται το συγκεκριμένο σημείο του καταυλισμού. Ο μάρτυρας υποστηρίζει ότι η ζώνη 12 καίγεται στις 8 Σεπτεμβρίου, ωστόσο η αυτοψία της Πυροσβεστικής αναφέρει ότι εκείνη τη μέρα δεν υπήρξε φωτιά στο σημείο. Η συγκεκριμένη ζώνη φαίνεται να καίγεται στις 9/9 και μάλιστα όχι από εστία που δημιουργείται στο συγκεκριμένο σημείο, αλλά λόγω των βορειοανατολικών ανέμων που μεταφέρουν τις νέες φωτιές και εκεί.
Μία περίεργη αναντιστοιχία υπάρχει, σύμφωνα με την υπεράσπιση που επικαλείται τα επίσημα έγγραφα, και στον χρόνο αλλά και στον τόπο των συλλήψεων που πραγματοποιούνται από τις αρχές. «Συνελήφθησαν το βράδυ, απολογήθηκαν νωρίτερα το μεσημερί» σχολιάζει χαρακτηριστικά
Οι απολογίες των κατηγορουμένων τοποθετούνται χρονικά πριν τις εκθέσεις των συλλήψεών τους. «Στις 15 Σεπτεμβρίου το πρωί εκδίδονται εντάλματα σύλληψης για τους κατηγορούμενους, οι 4 από του οποίους εμφανίζονται να συλλαμβάνονται κάνοντας βόλτα κοντά στο Αστυνομικό Τμήμα Μυτιλήνης. Τους συλλαμβάνουν μεταξύ 23:00 και 23:30 το βράδυ. Παρόλο που η έκθεση σύλληψης γράφει συγκεκριμένη ώρα, οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι φέρονται να απολογούνται ενώπιον της αστυνομίας, στην προανάκριση, μεταξύ 13:00 και 13:30 το μεσημέρι στις 15/9. Πριν συλληφθούν δηλαδή».
«Συλλάβαμε τους εμπρηστές» και «δεν βρίσκουμε τον μάρτυρα»
Την ημέρα που συμβαίνουν αυτά, ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Νότης Μηταράκης, αλλά και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, ενημερώνονται, το μεσημέρι, για τις συλλήψεις και σπεύδουν να καταλύσουν το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορούμενων. Το μήνυμά τους είναι ότι «πιάσαμε τους εμπρηστές». «Στις 14:23 κάνει μία ανάρτηση ο Μηταράκης στο twitter και λέει ότι οι εμπρηστές της Μόριας συνελήφθησαν, ενώ 14:24 το μεσημέρι βγαίνει σε απευθείας σύνδεση ο Χρυσοχοϊδης και λέει ότι η ελληνική αστυνομία έκανε το καθήκον της και συνέλαβε τους εμπρηστές της Μόριας. Οι οποίοι συλλαμβάνονται αργότερα το βράδυ».
Οι εμπρηστές της Μόριας κρατούνται, η προσωρινή δομη είναι ετοιμη, τα τεστ για covid19 γίνονται. Και η ασφάλεια ολων διασφαλίζεται.
— Νότης Μηταράκης – Notis Mitarachi (@nmitarakis) September 15, 2020
Σύμφωνα με την υπεράσπιση, δύο εβδομάδες μετά την κατάθεσή του, στις 28 Σεπτεμβρίου, ο βασικός μάρτυρας παίρνει άσυλο. «Δεν ξέρουμε καν αν νωρίτερα έχει κάνει συνέντευξη, αλλά στις 28/9 παίρνει άσυλο και τη δυνατότητα να πάει στην ενδοχώρα, σε μία εποχή που κανένας δεν πήγαινε στην ενδοχώρα, διότι ήταν αποκλεισμένοι οι μετανάστες από οποιαδήποτε μετακίνηση λόγω Covid» σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμπτωση, δεδομένου ότι δεν είναι γνωστό σε ποιο σημείο της διαδικασίας βρισκόταν ο συγκεκριμένος πρόσφυγας. Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει στη συνέχεια, είναι ότι ο βασικός μάρτυρας στην υπόθεση δεν εμφανίζεται να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου σε καμία από τις δύο δίκες. Η υπεράσπιση καταγγέλλει εδώ ότι η κατάθεσή του έγινε δεκτή, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε καμία προσπάθεια να αναζητηθεί από τις εισαγγελικές αρχές.
Πιο συγκεκριμένα, η νομική ομάδα σημειώνει ότι όλοι οι αιτούντες άσυλο ή όσοι έχουν λάβει ταξιδιωτικά έγγραφα καταγράφονται στο ειδικό σύστημα «Αλκυόνη» του υπουργείου Μετανάστευσης, που έχει δημιουργηθεί ειδικά γι αυτόν τον σκοπό. Η Εισαγγελία ωστόσο, συνεχίζουν, δεν αποστέλλει ποτέ ερώτημα στην Υπηρεσία Ασύλου ώστε να δοθούν στοιχεία σχετικά με το πού βρίσκεται ο συγκεκριμένος μάρτυρας. Η υπεράσπιση προσπαθεί να τον βρει, αλλά λαμβάνει την απάντηση ότι δεν υπάρχει ειδικό έννομο συμφέρον, ώστε να λάβει τα προσωπικά του δεδομένα:
«Η μοναδική περίπτωση που μπορεί να αναγνωστεί μία τέτοια κατάθεση, είναι αν ο μάρτυρας έχει πεθάνει, αν έχει σοβαρή και μακροχρόνια ασθένεια και δεν μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο, ή αν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο ότι ο μάρτυρας δεν μπορεί να ανευρεθεί. Στην κατάθεση που δίνει ο μάρτυρας στην αστυνομία, δηλώνει κάτοικος Μυτιλήνης, χωρίς συγκεκριμένη διεύθυνση. Η Μυτιλήνη έχει 40.000 κατοίκους. Προφανώς στη συνέχεια δεν υπάρχει καμία βούληση να ανευρεθεί. Για παράδειγμα, ανακριτής έχει ζητήσει στοιχεία από την Υπηρεσία Ασύλου για 7-8 πρόσφυγες που είχαν συμμετάσχει σε ένα ρεπορτάζ του BBC. Για να τους κλητεύσει να του πουν τι ακριβώς γνωρίζουν σε σχέση με τις συνεντεύξεις που έχουν δώσει. Και εδώ δεν ζητούνται από την Υπηρεσία Ασύλου τα στοιχεία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας, πού βρίσκεται, αν έχει πάρει άσυλο, ποια είναι η διεύθυνσή του κλπ.
Φτάνουμε στο δικαστήριο τον ανηλίκων τον Μάρτιο, όπου ο εισαγγελέας με μεγάλη στεναχώρια λέει ότι “κι εγώ θα ήθελα να βρίσκονται εδώ πέρα για να μπορέσουμε να τον ρωτήσουμε, αλλα δεν τον βρήκαμε”, χωρίς να έχει κάνει την παραμικρή αναζήτηση, τουλάχιστον μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου. Και στη συνέχεια στο επόμενο δικαστήριο, που κρίνει ότι πρέπει να αναγνωστεί η κατάθεσή του, γιατί είναι ανέφικτη η ανεύρεσή του
Εμείς απευθύναμε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για να μας γνωστοποιήσουν αυτά τα στοιχεία, αλλά μας απάντησαν ότι δεν έχουμε ειδικό έννομο συμφέρον για να μάθουμε προσωπικά δεδομένα του συγκεκριμένου ατόμου. Η Εισαγγελία προφανώς και έχει κάθε δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι και αρμοδιότητα της υπεράσπισης να αναζητά τους μάρτυρες.»
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη δικογραφία, ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι ο μόνος που αναγνωρίζει τους 6 κατηγορούμενους. Στη δίκη, ως μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν και άνδρες της Ασφάλειας και της Πυροσβεστικής, που επιχειρούσαν στο σημείο την ημέρα της πυρκαγιάς, χωρίς να έχουν γνώση για το ποιοι έβαλαν τη φωτιά.
Η «πραγματογνωμοσύνη – κουρελόχαρτο» για την ηλικία
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η υπεράσπιση στο ζήτημα της ανηλικότητας των 3 εκ των 4 κατηγορούμενων, που απασχόλησε έντονα τις έρευνες, κατά τους μήνες πριν από τη δίκη. Οι κατηγορούμενοι προσκόμισαν επίσημα έγγραφα από τις χώρες καταγωγής τους, που ανέφεραν ότι είναι ανήλικοι. Οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές αποφάσισαν να ακολουθήσουν μία περίεργη και άκρως αμφιλεγόμενη οδό, κάνοντας τη νομική ομάδα να καταγγέλλει μία «πραγματογνωμοσύνη – κουρελόχαρτο». Το ζήτημα της ηλικίας των ακτηγορούμενων έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ως ανήλικοι θα μειωνόταν σημαντικά η ποινή τους.
«Ο Μεταναστευτικός Νόμος, ο τελευταίος που ισχύει, προβλέπει ότι όταν οι άνθρωποι έχουν έγγραφα από τη χώρα καταγωγής τους, τα οποία αποδεικνύουν την ηλικία τους, αυτά τα έγγραφα θεωρούνται πειστήριο και αίρεται η αμφιβολία σε σχέση με την ανηλικότητά τους, επομένως θεωρούνται ανήλικοι. Οι κατηγορούμενοι δήλωσαν στον ανακριτή ότι είναι ανήλικοι και ζήτησαν age assessment (αξιολόγηση ηλικίας). Σε επόμενο στάδιο προσκομίσαμε τα σχετικά έγγραφα για την ηλικία τους από τις χώρες καταγωγής τους, το Ιράκ και το Αφγανιστάν και μεταφρασμένα επίσημα στα αγγλικά» αναφέρουν συγκεκριμένα οι δικηγόροι και προσθέτουν:
«Η πραγματογνωμοσύνη για την ηλικία ανατίθεται σε έναν εγκληματολόγο-ανθρωπολόγο, σε έναν κοινωνιολόγο δηλαδή, όχι σε έναν γιατρό όπως προβλέπει η σχετική Υπουργική Απόφαση σε σχέση με τη διαπίστωση ανηλικότητας. Αυτός τους λέει να στείλουν ακτινογραφίες άκρας χειρός και πανοραμική οδόντος για να διαπιστωθεί η ηλικία τους. Ο ανακριτής δίνει την εντολή στην αστυνομία να μεταχθούν οι άνθρωποι από το Αστυνομικό Τμήμα Μυτιλήνης στο Βοστάνειο Νοσοκομείο, για να πραγματοποιηθούν αυτές οι εξετάσεις. Η αστυνομία κατά βούληση, τους προσάγει όχι στο νοσοκομείο, που έχει οδοντιατρικό τμήμα για να κάνουν την εξέταση, αλλά στο Κέντρο Υγείας, όπου γίνεται μόνο η ακτινογραφία άκρας χειρός. Η οποία υποτίθεται ότι διαβάζεται από τον συγκεκριμένο εγκληματολόγο – ανθρωπολόγο, που προφανώς είναι παντελώς αναρμόδιος να τις διαβάσει γιατί δεν είναι γιατρός. Αυτός χωρίς να παραθέτει κανένα στοιχείο που να έχει να κάνει με οστική πυκνότητα κ.α., αυτά τέλος πάντων που προβλέπει ο νόμος για να αιτιολογήσει πως διαβάζεται η ακτινογραφία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα είναι ενήλικοι».
Συνεχίζουν εξηγώντας πως «ενώ στις πραγματογνωμοσύνες κανονικά υπάρχουν και προηγούμενα στάδια, γίνεται εξέταση από παιδίατρο και στη συνέχεια από εξειδικευμένο ψυχολόγο, ενώ αν χρειαστεί φτάνουμε στις συγκεκριμένες εξετάσεις, εδώ αυτά δεν έγιναν, ενώ ο συγκεκριμένος εγκληματολόγος λέει ότι διάβασε τις ακτινογραφίες από το Νοσοκομείο. Πράγμα το οποίο σε εμάς καταδεικνύει ότι δεν είδε καν τις ακτινογραφίες. Λέει επίσης ότι με βάση τα επιστημονικά δεδομένα οι κατηγορούμενοι είναι πάνω από 18 ετών. Στις κανονικές πραγματογνωμοσύνες που γίνονται, δεν αναφέρεται αν είναι άνω των 18 απλά, δίνεται ένα εύρος ηλικίας, για παράδειγμα 17-21. Η πραγματογνωμοσύνη δεν είχε καν σφραγίδα, απλώς μία χειρόγραφη υπογραφή του συγκεκριμένο εγκληματολόγου. Δεν είχε δηλαδή ούτε καν κάτι που να επιβεβαιώνει τις συγκεκριμένες ειδικότητες. Εμείς προσκομίσαμε σχετικά έγγραφα από την σωματεία Εγκληματολόγων και από ακαδημαϊκούς, όσον αφορά το ποιες είναι ακριβώς οι γνώσεις που μπορεί να έχουν οι συγκεκριμένοι επιστήμονες και τι δυνατότητες έχουν. Έγγραφα που προφανώς έλεγαν ότι δεν μπορούν να διαβάσουν μία ακτινογραφία χειρός για να φτάσουν σε συμπεράσματα».
Εντύπωση επίσης προκαλεί η αιτιολογία που έδωσε ο εισαγγελέας, απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση της υπεράσπισης περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου λόγω ανηλικότητας. Επικαλέστηκε τον όρο «επιστημοσύνη» προκαλώντας απορία στη πλευρά των προσφύγων. «Ο εισαγγελέας πρότεινε ότι με βάση την επιστημοσύνη του συγκεκριμένου ανθρώπου, οι συγκεκριμένες πραγματογνωμοσύνες είναι καταληκτικές και δεν μας ενδιαφέρουν τα έγγραφα που προσκομίζουν οι κατηγορούμενοι» καταγγέλλει η υπεράσπιση.
Ενώ παράλληλα σημειώνεται ότι όλα τα έγγραφα παραδόθηκαν στους κατηγορούμενους στα ελληνικά, κατά παράβαση οδηγιών της Ε.Ε. από το 2010, που ορίζει ότι οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να λαμβάνουν τα έγγραφά τους σε γλώσσα που κατανοούν. Ακόμα και η διερμηνεία, κατά τη διάρκεια της δίκης, κρίνεται πολύ προβληματική, με την υπεράσπιση να αναφέρει ότι πέρασε περίπου μισή ώρα από την ανακοίνωση της απόφασης, με τη διαδικασία να προχωράει στις ποινές και τα ελαφρυντικά, μέχρι το δικαστήριο να θυμηθεί ότι θα πρέπει αν γίνει διερμηνεία στους κατηγορούμενους.
Χωρίς δημοσιότητα, χωρίς παρατηρητές, χωρίς ελαφρυντικά
Την Παρασκευή, δημοσιογράφοι δύο τοπικών και δύο ξένων ΜΜΕ κατέθεσαν αίτημα να παρακολουθήσουν τη δίκη, καθώς λόγω και της απουσίας κοινού έπρεπε να διασφαλιστεί η αρχή της δημοσιότητας. Η υπεράσπιση παράλληλα, κατέθεσε αίτημα «για παρατηρητές της δίκης, που ήρθαν από διεθνείς οργανώσεις δικηγόρων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, από Ισπανία και Ελβετία συγκεκριμένα, με έγγραφα που τους διόριζαν συγκεκριμένα για την παρατήρηση της συγκεκριμένης δίκης». Τα αιτήματα δεν έγιναν δεκτά από την έδρα, την ώρα που όπως σημειώνεται, «θεωρήθηκε απαραίτητη η παρουσία 7-8 αστυνομικών και ασφαλιτών, σε μία αίθουσα με κάγκελα στα παράθυρα και μία μόνο έξοδο, εξώ από την οποία βρισκόταν όλη η υπόλοιπη αστυνομία».
Αποκλείστηκε επίσης, όπως καταγγέλλεται δικηγόρος που είχε στείλει η ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, παρά το γεγονός ότι είχε άμεσο ενδιαφέρον, λόγω του ότι συνεργάζεται με τις ελληνικές αρχές στις διαδικασίες ασύλου.
Αρνητικό τέλος, ήταν το δικαστήριο και στη χορήγηση ελαφρυντικών στους 4 κατηγορούμενους. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να θεωρηθεί και η μετεφηβική ηλικία, όπως σημειώνουν οι δικηγόροι. Ούτε αυτό συνέβη, μολονότι, όπως αναφέρουν«η ελληνική Πολιτεία, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αναγνώρισε δύο φορές την μετεφηβική ηλικία των κατηγορουμένων. Προφυλακίστηκαν σε ειδικό κατάστημα κράτησης στην Αυλώνα, όχι στον Κορυδαλλό δηλαδή, ενώ κατά τη μεταγωγή τους για να δικαστούν, δεν τους πήγε στις φυλακές Χίου, που είναι φυλακές ενηλίκων, αλλά τους κράτησε στο Αστυνομικό Τμήμα Χίου».
Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία, βγήκαν οι βαριές καταδίκες του Σαββάτου, που ακολούθησαν τις καταδικαστικές αποφάσεις, με παρόμοιο τρόπο, των 2 ανηλίκων τον Μάρτιο. Η έφεση, που κατατέθηκε άμεσα, αναμένεται να εκδικαστεί σε έναν με ενάμιση χρόνο, διάστημα για το οποίο οι «έξι της Μόριας» θα παραμείνουν στη φυλακή, με τις διαδικασίες τους για άσυλο όπως ειναι επόμενο να παγώνουν.
Η πλευρά τους πάντως, τονίζει ότι θα ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα, ώστε να αποδοθεί Δικαιοσύνη. «Αν φτάσουμε τελικά εκεί, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα “γελάει”» σχολιάζει.