του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Σύμφωνα με το SIPRI και ενώ η Ουάσινγκτον προσποιείται την αποστροφή της στον πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν πάνω από 800 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές δαπάνες, περισσότερα δηλαδή από τις δαπάνες των επόμενων εννέα εθνών αθροιστικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Οι στρατιωτικές ανήλθαν στο 3,5% του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών το 2021, μια κατά 1,4 % σε σύγκριση με το 2020, η οποία οφείλεται στον υψηλό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Οπότε, μπορεί η ποσοστιαία δαπάνη να μειώθηκε, αλλά οι συνολικές της δαπάνες ανήλθαν σε 801 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, δηλαδή 33 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα σε απόλυτες τιμές.
Η έκθεση δείχνει επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν πάνω από δυόμισι φορές από ό,τι η Κίνα για τον στρατό τους και πάνω από 10 φορές από τη Ρωσία. Συγκεκριμένα, η Κίνα ήρθε στη δεύτερη θέση με 293 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα το 2021 και κατέγραψε αύξηση 4,7% σε σύγκριση με το 2020, ενώ η Ρωσία δαπάνησε περίπου πάνω από 66 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνά της το 2021, που αντιστοιχεί περίπου στο 4,1 % του ΑΕΠ της, 2,9 % υψηλότερο από το προηγούμενο έτος, ερχόμενη στη πέμπτη θέση.
Οι υπόλοιπες κυβερνήσεις στη δεκάδα αποτελούν συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέσσερις από αυτές είναι μέλη του ΝΑΤΟ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία και μόνο αυτές μαζί με τις ΗΠΑ δαπανούν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών παγκόσμιων δαπανών το 2021, συνολικά 982 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνολικά τα μέλη του ΝΑΤΟ κατέγραψαν σημαντική αύξηση στις αμυντικές τους δαπάνες το 2021, με οκτώ ευρωπαϊκά έθνη να επιτύχουν τον στόχο του για τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ που δαπανώνται για την άμυνα. Η σύμμαχος των ΗΠΑ Ιαπωνία κατέγραψε αύξηση άνω του 7% στον αμυντικό της προϋπολογισμό το 2021, η οποία ήταν η υψηλότερη από το 1972. Η Νότια Κορέα και η Σαουδική Αραβία, επίσης δύο κύριοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, βρίσκονται επίσης στην πρώτη 10άδα του καταλόγου με τις υψηλότερες δαπάνες για τον στρατό. Μαζί με αυτές τις χώρες, οι ΗΠΑ και η συμμαχοί τους αντιπροσωπεύουν συνολικές δαπάνες ύψους σχεδόν 1.142 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλδή περισσότερο από το ήμισι στις συνολικές παγκόσμιες δαπάνες, οι οποίες κατέγγραψαν το ανησυχητικό ρεκόρ των 2.113 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αν μάλιστα προσθέσουμε και την Ινδία, μια χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου που όμως η κυβέρνηση της είναι σύμμαχος των ΗΠΑ, τα νούμερα γίνονται συντριπτικά. Η τρίτη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, η οποία προσπαθεί μέχρι στιγμής να κρατήσει μια πιο ουδέτερη στάση στη σύγκρουση στην Ουκρανία, κατέλαβε την τρίτη θεση, ξοδεύοντας 76,6 δισεκατομμύρια δολάρια,. Οι αμυντικές της δαπάνες ήταν σχεδόν 1% υψηλότερες από το προηγούμενο έτος.
Αναμένεται νέα αύξηση στις πολεμικές δαπάνες της Ουάσινγκτον
Οι δαπάνες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα αυξηθούν κατά 4% το οικονομικό έτος 2023 σύμφωνα με το σχέδιο που δημοσίευσε ο Λευκός Οίκος. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν δήλωσαν ότι το σχέδιο ύψους 773 δισεκατομμυρίων δολαρίων περιλαμβάνει νέα κονδύλια υπέρ της Ουκρανίας, νέες επενδύσεις σε στρατιωτικά αεροσκάφη και συστήματα πυρηνικής αποτροπής, καθώς και αρκετή χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση «επίμονων απειλών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και βίαιες εξτρεμιστικές οργανώσεις». Ο προϋπολογισμός ζητά 6,2 δισεκατομμύρια δολάρια για την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Αποτροπής, με 300 εκατομμύρια δολάρια για την Ουκρανία. Το Πεντάγωνο, με την Κίνα να παραμένει η «συστημική απειλή», ζητά 6,1 δισεκατομμύρια δολάρια για την Πρωτοβουλία Αποτροπής στον Ινδο-Ειρηνικό.
Ο Μπάιντεν χαρακτήρισε το προτεινόμενο σχέδιο προϋπολογισμού ως «μία από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στην εθνική μας ασφάλεια στην ιστορία, με τα κεφάλαια που απαιτούνται για να διασφαλιστεί ότι ο στρατός μας παραμένει ο καλύτερα προετοιμασμένος, καλύτερα εκπαιδευμένος, καλύτερα εξοπλισμένος στρατός στον κόσμο». Το συνολικό σχέδιο δαπανών μεταφράζεται σε αύξηση άνω των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, 4% περισσότερο σε σχέση με το οικονομικό έτος 2022, αλλά μάλλον όχι αρκετό για να ικανοποιήσει τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο, οι οποίοι απαιτούν οι αυξήσεις να κλιμακωθούν ευθυγραμμιζόμενες με τον τρέχοντα ρυθμό πληθωρισμού.
Η Πρωτοβουλία Αποτροπής του Ειρηνικού (PDI) ιδρύθηκε το 2021 για την αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας και τον περιορισμό της από την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Η νομοθεσία για το οικονομικό έτος 2022 απαιτεί από τον Υπουργό Άμυνας, σε συνεννόηση με τον Διοικητή της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ (INDOPACOM), να υποβάλει ανεξάρτητη αξιολόγηση των προγραμματισμένων και χρηματοδοτούμενων δραστηριοτήτων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση του συγκριτικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Κίνας. Η φετινή αξιολόγηση της PDI, η οποία υποβλήθηκε στα τέλη Μαρτίου και φέρει τον τίτλο «Αδράξτε την πρωτοβουλία», είναι διαβαθμισμένη. Η μη διαβαθμισμένη περίληψη, η οποία είναι δύσκολο να αξιολογηθεί λόγω της έλλειψης λεπτομερειών σχετικά με τις εκτιμήσεις κόστους και τις αιτούμενες πιστώσεις, δείχνει ότι η αποτροπή της Κίνας στον Ειρηνικό έχει σχεδόν διπλασιάσει το κόστος σε 9 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με την περσινή εκτίμηση των 4,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την INDOPACOM. Επιπλέον, το κόστος της PDI θα τριπλασιαστεί σχεδόν τα επόμενα πέντε χρόνια από 22,7 δισεκατομμύρια δολάρια που προβλεπόταν τον Μάρτιο του 2021 σε 67 δισεκατομμύρια δολάρια που σημειώνεται στη νέα εκτίμηση.
Οι Γιατροί για την Κοινωνική Ευθύνη αναφέρουν πως «ο Μπάιντεν συνέχισε απαρέγκλιτα τα βήματα των προκατόχων του και ζήτησε έναν αηδιαστικά υψηλό στρατιωτικό προϋπολογισμό», ο οποίος μάλιστα είναι «ο υψηλότερος στρατιωτικός προϋπολογισμός στην ιστορία των ΗΠΑ». «Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία αναφέρθηκε ως ένας λόγος για ένα τόσο αστρονομικό αίτημα. Ωστόσο, το ατελείωτο ποσό χρημάτων που ρίχνουμε στον στρατό δεν θα μας κάνει ασφαλέστερους- θα κάνει μόνο τους κερδοσκόπους του στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος πλουσιότερους». Πέρα από τη κακή διαχείριση του προϋπολογισμού και των έργων, «ο αμερικανικός στρατός είναι το μόνο κυβερνητικό τμήμα που δεν έχει περάσει ποτέ από έλεγχο. Χωρίς καμία λογοδοσία, τα έργα ανατίθενται συνεχώς σε εξωτερικούς συνεργάτες και υπερβαίνουν τον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα πάνω από το μισό του πραγματικού στρατιωτικού προϋπολογισμού να πλουτίζουν εταιρείες αμυντικών συμβολαίων του ιδιωτικού τομέα, όπως οι Raytheon, Lockheed Martin, Northrop Grumman και άλλες – και όλα αυτά με τα δολάρια των φορολογουμένων. Αυτό έγινε ολοφάνερο με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πριν καν αρχίσει ο πόλεμος, οι διευθύνοντες σύμβουλοι αυτών των εταιρειών καυχιόντουσαν ότι ο πόλεμος και η αστάθεια στην Ευρώπη και αλλού θα έκανε καλό για τις επιχειρήσεις τους. Και από τότε, ο Μπάιντεν έχει ξοδέψει περισσότερα από 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, χωρίς να καταβάλει σχεδόν την ίδια προσπάθεια για διπλωματικές οδούς για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ Ουκρανίας και Πούτιν. Το CNBC ανέφερε ότι λόγω της Ουκρανίας, οι τιμές των μετοχών των κατασκευαστών πυρηνικών όπλων αυξάνονται».
Κλιμακούμενη πυρηνική απειλή
Η έκθεση του SIPRI σημείωσε επίσης ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με τα πυρηνικά ήταν μεταξύ των στοιχείων του στρατιωτικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ που σημείωσαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις το 2021. Περιλαμβάνουν την πλήρη χρηματοδότηση για τον εκσυγχρονισμό και των τριών σκελών της πυρηνικής τριάδας, με 34,4 δισεκατομμύρια δολάρια για την πυρηνική επιχείρηση. Αυτό περιλαμβάνει 6,3 δισεκατομμύρια δολάρια για το υποβρύχιο κλάσης Columbia, 5 δισεκατομμύρια δολάρια για το βομβαρδιστικό B-21 και 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια για τον διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο επόμενης γενιάς, γνωστό ως Στρατηγική Αποτροπή Έδάφους – με 4,8 δισεκατομμύρια δολάρια για τα συστήματα πυρηνικής διοίκησης και ελέγχου.
Η επιτυχημένη δοκιμή του Κρεμλίνου , στις 20 Απριλίου, ενός πυραύλου ικανού να πετάει με υπερηχητικές ταχύτητες και να φέρει έως και δέκα πυρηνικές κεφαλές οπουδήποτε στον κόσμο -και να ξεπερνά τα αμυντικά συστήματα- συνέβαλε στη προσπάθεια της Ουάσινγκτον να ανατρέψει το πυρηνικό πλεονέκτημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα που έχει διαπράξει ιστορικά πυρηνικό βομβαρδισμό και μάλιστα δύο φορές, στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, ενώ διατηρούν την πολιτική πρώτης χρήσης πυρηνικών όπλων. Σε μια ειρωνία της ιστορίας, η σημερινή σύμμαχος των ΗΠΑ, Ιαπωνία, συζητά την εγκατάλειψη των τριών μη πυρηνικών αρχών της, με τον πρώην πρωθυπουργό Άμπε να προτείνει την ανταλλαγή πυρηνικών με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την 1η Μαρτίου 2022, η συνθήκη πολεμικής ετοιμότητας (DEFCON) των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται στο επίπεδο 3, που σημαίνει τη κινητοποίηση σε 15 λεπτά για την αμερικανική Πολεμική Αεροπορία. Στο ίδιο επίπεδο βρισκόταν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.