Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους εξακολουθούν να στηρίζουν την Αίγυπτο με 1,5 δισ. δολάρια ετησίως, εκ των οποίων τα 1,3 δισ. καταλήγουν στα χέρια του στρατού. Ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, κληθείς να σχολιάσει το γεγονός τον προηγούμενο μήνα δήλωσε ότι «αυτή τη στιγμή αξιολογούμε εκ νέου την αμερικανοαιγυπτιακή σχέση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτό το σημείο πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το συμφέρον του αιγυπτιακού λαού και των ΗΠΑ».
Ο Μπαράκ Ομπάμα απέφυγε να αναφέρει ότι εκτός από την πολιτική πτυχή της, η στρατιωτική στήριξη της Αιγύπτου είναι στενά συνδεδεμένη με τα συμφέροντα της αμερικανικής βιομηχανίας εξοπλισμών. Στην πραγματικότητα τα χρήματα που προορίζονται για την Αίγυπτο δεν αφήνουν ποτέ το αμερικανικό έδαφος.
Μετά την έγκρισή τους από το Κογκρέσο διοχετεύονται μέσω της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ σε βιομηχανίες όπλων και προμηθευτές για να καταλήξουν στην Αίγυπτο με τη μορφή εξοπλισμών. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι αυτές οι βιομηχανίες όπλων να έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ και να απασχολούν εργαζομένους στη χώρα. Ουσιαστικά, δηλαδή, τα χρήματα διοχετεύονται στην αμερικανική επικράτεια, δημιουργώντας ένα είδος κρατικά επιδοτούμενων θέσεων εργασίας.
Όπως επισημαίνει η Σαν Μάρσαλ, πολιτικής επιστήμονας στο Κέντρο Μελετών για τη Μέση Ανατολή του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον, «το ζήτημα της στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο ανακύπτει περιοδικά στο αμερικανικό Κογκρέσο. Κάθε ένα ή περισσότερα χρόνια κάποιος εκφράζει την αντίρρησή του στο πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας.
Και τότε η αμυντική βιομηχανία αναθέτει συνήθως σε μία ομάδα από λομπίστες να επισκεφθούν μέλη του Κογκρέσου για να τους πείσουν να συνεχιστεί η βοήθεια. Τα επιχειρήματά τους στηρίζονται όχι μόνο σε ζητήματα γεωστρατηγικής φύσης, αλλά και στον αριθμό των θέσεων εργασίας και της παραγωγικής δραστηριότητας που θα διακυβεύονταν αν το πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας δεχόταν κάποιο πλήγμα».