“Με δεδομένο ότι οι Τούρκοι για μία ακόμη φορά επιδίδονται σε εθνικές εκκαθαρίσεις – αυτή τη φορά των Κούρδων που ζουν στα ΤουρκοΣυριακά σύνορα – οφείλαμε όσο ποτέ να φέρουμε το ψήφισμα για τις προσπάθειες των Οθωμανών να εξαφανίσουν έναν ολόκληρο λαό, κατά την Γενοκτονία των Αρμενίων”. Η δήλωση του δημοκρατικού Ανταμ Σιφ, πρωτεργάτη του ψηφίσματος που κατατέθηκε και ψηφίστηκε, με 405 ψήφους υπέρ και μόλις 11 κατά, στην αμερικάνικη βουλή, ζητώντας από την αμερικάνικη κυβέρνηση να αναγνωρίσει την Γενοκτονία, είναι ενδεικτική της αλλαγής στη γραμμή των ΗΠΑ, στο θέμα των γενοκτονιών που έλαβαν χώρα στη Μ. Ασία τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δεν είναι η πρώτη φορά, ωστόσο, που λαμβάνεται σχετική απόφαση, για να “παγώσει” αμέσως μετά. Παρ’ ότι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, της Γερουσίας, κυβερνήτες Πολιτειών, Ενώσεις και διασημότητες έχουν πολλές φορές πιέσει ή φέρει στο προσκήνιο το θέμα, η αναγνώριση από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν έγινε ποτέ, λόγω, ακριβώς, της ιδιαίτερης θέσης της Τουρκίας, ως συμμάχου των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ. Οι όποιες κινήσεις “εύρισκαν τοίχο” όταν έφτανε η απόφαση στο Οβάλ γραφείο ή το Στέητ Ντηπάρτμεντ. Οι λόγοι ήταν πάντα οι ίδιοι: Γεωπολιτικοί και Οικονομικοί – με τους τελευταίους να αγγίζουν και την καθοδηγούμενη από την Τουρκία πανεπιστημιακή “έρευνα”.
Το ζήτημα της αναγνώρισης είχε φτάσει στο Λευκό Οίκο πρώτη φορά το 1984, μέσω Κογκρέσου. Η κινητοποίηση της Τουρκίας ήταν τεράστια. Εξηνταεννέα ιστορικοί, με αποδεδειγμένες τις χρηματοδοτήσεις τους από την Τουρκία ζήτησαν την μη αναγνώριση, με ολοσέλιδες καταχωρήσεις σε εφημερίδες, όπως η Ουάσιγκτον Ποστ και οι ΝΥ Τάιμς, που πλήρωσαν τουρκικές ενώσεις των ΗΠΑ. Χρειάστηκαν 15 χρόνια για να ξαναέρθει το θέμα στο Κογκρέσο, και, μέσω αυτού, στο Λευκό Οίκο, αλλά αυτή τη φορά η Τουρκία δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ιστορικούς στο πλευρό της. Ακόμη κι από τους 69, μόνο ένας, ο Τζάστιν ΜακΚάρθυ, δεχόταν να υπογράψει και πάλι ένα αντίστοιχο έγγραφο, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο τότε πρέσβυς της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, Σ. Ελεκνταγκ. H ιστοριογραφία είχε προχωρήσει και ήταν αδιαμφισβήτητο πια, από όσα είχαν έρθει στο φως, ότι επρόκειτο περί Γενοκτονίας, και όχι περί “σφαγών” ή “ατυχών περιστατικών στο πλαίσιο ενός εμφυλίου” ή, ακόμη ακόμη, “θυμάτων των Ρώσων”, όπως υποστήριζε η Άγκυρα.
Άλλωστε, στην Τουρκία, οποιαδήποτε αναφορά σε Γενοκτονία επιφέρει αυτεπάγγελτη δίωξη, με βάση το άρθρο 301 του ποινικού κώδικα περί “προσβολής της Τουρκικότητας”, όπως έχουν ανακαλύψει, με το χειρότερο τρόπο, ο δολοφονηθείς Χραντ Ντινκ και ο νομπελίστας λογοτεχνίας Οχράν Παμούκ.
Το Μάρτη του 2019, η Αλαμπάμα έγινε η 49η Πολιτεία των ΗΠΑ που αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Μισσισσιπής είναι η μόνη πολιτεία που απομένει. Τα 49 πολιτειακά κογκρέσα έχουν αποδεχθεί ότι πρόκειται περί γενοκτονίας, και στις περισσότερες πολιτείες έχει καθιερωθεί σχετική Ημέρα Μνήμης. Η Καλιφόρνια, μάλιστα, που υπήρξε πρωτοπόρος στο ζήτημα και έχει πολλαπλώς καταδικάσει την στάση της Τουρκίας, επί κυβερνήτη Αρνολντ Σβατζενέγκερ, καθιέρωσε Εβδομάδα Μνήμης της Αρμενικης Γενοκτονίας. Επίσης, πολλά από τα πολιτειακά κογκρέσα έχουν ψηφίσει νόμους με τους οποίους ζητούν την αναγνώριση από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τον Πρόεδρο.
Η γενικότερη αποδοχή της πραγματικότητας της Γενοκτονίας από τις πολιτείες, δεν φάνηκε ποτέ να συγκινεί την Ουάσιγκτον. Προσπάθειες να έρθει το θέμα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στη Σύγκλητο το 1987, το 1990, το 1996, το 2000, το 2005 και το 2010, συνάντησαν την αντίδραση Προέδρων και υπουργών Εξωτερικών. Με την εξαίρεση των Προέδρων Φορντ (1965) και Ρήγκαν (1981), η λέξη “Γενοκτονία” δεν εκστομίστηκε από άλλα προεδρικά χείλη – ενώ στην περίπτωση Ομπάμα, η οπισθοχώρησή του είχε σχολιαστεί ευρέως.
Όντας γερουσιαστής και υποψήφιος για την Προεδρία, το Γενάρη του 2008, ο Μπάρακ Ομπάμα τόνιζε πως “η Αρμένικη Γενοκτονία δεν είναι κάτι συζητήσιμο, δεν είναι προσωπική θέση ή άποψη, αλλά μια ευρέως αποδεδειγμένη αλήθεια, που την στηρίζουν συγκλονιστικά πολλές ιστορικές αποδείξεις. Τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα […]. Ως Πρόεδρος θα αναγνωρίσω την Γενοκτονία των Αρμενίων”.
Μετά την εκλογή του, όχι μόνον δεν αναγνώρισε, αλλά, πολύ προσεκτικά, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λέξη “Γενοκτονία” για να αναφερθεί στα γεγονότα – παρ’ ότι του δόθηκαν πάρα πολλές ευκαιρίες.
Τα, μέχρι σήμερα, επιχειρήματα των ΗΠΑ, για τη μη αναγνώριση, καταγράφονται στην εργασία του γάλλου, αρμενικής καταγωγής, καθηγητή Αμερικανικών Σπουδών και ειδικευμένου στη γεωπολιτική ανάλυση, Ζυλιέν Ζαριφιάν, με τίτλο “οι ΗΠΑ και η μη αναγνωριση της Αρμενικής Γενοκτονίας”. Αναδεικνύοντας το γεγονός ότι, όλοι οι Πρόεδροι πριν γίνουν πρόεδροι αναγνωρίζουν τη Γενοκτονία, για να την ξεχάσουν αμέσως μετά, τονίζει τους ιστορικούς, γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους που τους υποχρεώνουν να “ξεχάσουν” την αλήθεια.
Ενας πρώτος λόγος, στον οποίο δεν εμπλέκεται η Τουρκία, είναι η διάπραξη γενοκτονιών από τις ίδιες τις ΗΠΑ. “Αν οι ΗΠΑ ανοίξουν ιστορικά θέματα που αφορούν σε άλα έθνη, τα άλλα έθνη μπορούν να κάνουν το ίδιο με ευαίσθητα θέματα που αφορούν άμεσα στην Ιστορια των ΗΠΑ, όπως το θέμα των αυτοχθόνων Ινδιάνων”. Είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και η Τουρκία.
Ως δεύτερος λόγος αναφέρεται η δυσκολία που θα φέρει στις ήδη τεταμένες Τουρκο-Αρμενικες σχέσεις η αναγνώριση. Η Κοντολισα Ράις, ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είχε προτείνει την δημιουργία τουρκο-αρμενικών επιτροπών μελέτης των στοιχείων, ώστε να αποδεχθούν τα γεγονότα και να τα ξεπεράσουν, εξομαλύνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Η Ράις, όπως και η προεδρία Ομπάμα, ήθελε ανοικτά τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας, και σε αυτό απέβλεπε η πρότασή της – που, πάντως, απορρίφθηκε από την αρμενική διασπορά ως καλυμμένη δευκόλυνση της Τουρκίας στο θέμα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι αμερικανοί καλύπτονταν πίσω από την “καλή τους πρόθεση για επίλυση του θέματος”, λέγοντας ότι μια εκ μέρους τους αναγνώριση μόνο δυσκολίες θα έφερνε στην προσέγγιση Τουρκίας και Αρμενίας. Το 2007, οκτώ πρωην επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ, μεταξύ των οποίων η Μαντλην Ολμπράιτ, ο Γουώρεν Κρίστοφερ, ο Χένρι Κίσσινγκερ και ο Κόλιν Πάουελ, ζήτησαν με επιστολή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, να μην συζητηθεί καν θέμα αναγνώρισης της Γενοκτονίας “διότι θα υπέσκαπτε όσα έχουμε καταφέρει ως σήμερα”.
Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν έχει τη βαρύτητα που έχει η στρατηγική σχέση ΗΠΑ και Τουρκίας. Όπως είχε πει, και πάλι, η Κοντολίσα Ράις, “είναι ριψοκίνδυνο και ανόητο να χαλαρώσουμε τους δεσμούς μας με την Αγκυρα, αναγνωρίζοντας τη Γενοκτονία των Αρμενίων”. Η θέση της Τουρκίας, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα επί Ψυχρού Πολέμου και με την παρουσία της στο ΝΑΤΟ, ήταν πάντα επιτελική στους αμερικάνικους σχεδιασμούς στην ευρύτερη περιοχή, όντας, σύμφωνα με το Στέητ Ντηπάρτμεντ, “ζωτικής σημασίας αφού ελέγχει τα στενά που οδηγούν από τη Μαύρη Θάλασσα στο Αιγαίο και έχει κοινά σύνορα με τη Συρία, το Ιρακ και το Ιράν”.. Οι σημαντικές και εξαπλωμένες νατοικές εγκαταστάσεις στην Τουρκια είναι ένας ακόμη σοβαρός λόγος.
Εκτός όλων αυτών, οι ΗΠΑ είναι ο 4ος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών προς την Τουρκία και το αμερικάνικο υπουργείο Εμπορίου έχει χαρακτηρίσει την Άγκυρα “αγορά προτεραιότητας για τις ΗΠ”. Παράλληλα, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις μεταφοράς αερίου στην Τουρκία, που την έχουν μετατρέψει σε κεντρικό παράγοντα στη διακίνηση καυσίμων και για τις οποίες πρωτοστάτησε η διακυβέρνηση Κλίντον.
Τέλος, ο ρόλος της Τουρκίας, ως μιας πολιτικά σταθερής χώρας στη Μέση Ανατολή, είναι σημαντικός και σε σχέση με την όλη περιοχή αλλά και σε σχέση με την επιβίωση του κράτους του Ισραήλ. Η Τουρκία, άλλωστε, ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ (1950). Η σχέση ΗΠΑ- Ισραήλ είναι γνωστή και έχει αναλυθεί εξαντλητικά πολλάκις. Αξίζει να αναφερθεί ότι και το Ισραήλ ανήκει στις χώρες που Δεν αναγνωρίζουν την Γενοκτονία των Αρμενίων. Ωστόσο, η ψήφος στη Βουλή των αντιπροσώπων των ΗΠΑ προκάλεσε τη άμεση αντίδραση ισραηλινών βουλευτών, που ζήτησαν ήδη να αναγνωριστεί η Γενοκτονία και από το κράτος τους.