H κωμόπολη του Χαμτρακμ στο Μίσιγκαν είναι μία από τις “νεόφυτες” πλειοψηφιακά μουσουλμανικές πόλεις των ΗΠΑ. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον Ποστ, το αποτελούμενο από μουσουλμάνους δημοτικό της συμβούλιο έχει κηρύξει τον πόλεμο σε όλες τις μη πολιτειακές και κρατικές σημαίες, και άρα και στην σημαία της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, απαγορεύοντας την ανάρτησή της σε οποιοδήποτε δημόσιο κτήριο. Ο δήμαρχος, υεμενίτης την καταγωγή, προσέχει σε παρελάσεις, σαν εκείνη της ημέρας εργασίας (labour day) να βρίσκεται παρασάγγας από το ΛΟΑΤΚΙ μπλοκ, οπότε, λογικά, η απαγόρευση ερμηνεύεται ως στοχεύουσα κυρίως τους ΛΟΑΤΚΙ. Οπως αναφέρεται στο άρθρο, όταν έγινε η σχετική συζήτηση στο (μουσουλμανικό) δημοτικό συμβούλιο, με τη συμμετοχή πολιτών, και δύο λεσβίες φιλήθηκαν δημοσίως, άνθρωποι απέστρεφαν τα πρόσωπά τους και πιάναν έντρομοι την καρδιά τους…
Η πόλη έχει διχαστεί – η μουσουλμανική πλειοψηφία υπερασπίζεται το δικαίωμά της στην, όπως λέει, “ουδετερότητα”, δηλαδή στον παραδοσιακό της συντηρητισμό, η ΛΟΑΤΚΙ (μειοψηφία) αγωνίζεται να παραμείνει ορατή, μες σε ένα πολύ δυσκολότερο τοπικό περιβάλλον. Το πρόβλημα παίρνει διαστάσεις. Μια φράση μιας πρώην δημοτικής συμβούλου δείχνει τι και πως. Απευθυνόμενη στην μουσουλμανική κοινότητα – την πλειοψηφία-, είπε: “Σας καλοσωρίσαμε, φτιαξαμε ΜΚΟ να σας βοηθήσουμε να ντυθείτε, να βρειτε σπίτια, να φάτε. Κάναμε ότι μπορούσαμε να διευκολύνουμε την μετάβασή σας. Και μας το ξεπληρώνετε μαχαιρώνοντάς μας πισώπλατα;”.
Στο σχετικό άρθρο της εφημερίδας, υπάρχει και η φωτογραφία αυτή, που δημοσιεύεται εδώ – της γυναίκας με τη χιτζάμπ στους δρόμους της αμερικάνικης κωμόπολης, με όποιους συνειρμούς φέρει στους αναγνώστες της…

To Μίσιγκαν έχει κάπου 10 εκατομμύρια κατοίκους και από αυτά κάτι πάνω από μισό εκατομμύριο είναι μουσουλμάνοι. H παλαιστινιακής καταγωγής Ρασίντα Τλαϊμπ, εκλεγμένη στο Μίσιγκαν, ήταν, μαζί με την Ιλάν Ομάρ, από τις πρώτες γυναίκες μουσουλμάνες που μπήκαν σε αμερικάνικη βουλή/ γερουσία, και ανήκει (κι εκείνη) στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών. Εχει δεχθεί, όμως, κριτική από τους ψηφοφόρους της, ότι “δεν είναι αρκετά καλή μουσουλμάνα”, παρότι προέρχεται από γνωστή πιστή οικογένεια, είναι το 14ο παιδί της (και ο πατέρας της ήταν εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία).

Το Μίσιγκαν ήταν μία από τις κλασσικά Δημοκρατικές πολιτείες που είχε “κλέψει” το 2016 ο Τραμπ, και ξανακέρδισε ο Μπάιντεν το 2020. Είναι η πολιτεία των αυτοκινητοβιομηχανιών, που σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπες με μια υπέροχη και δυναμική απεργία. Κατ’ εξοχήν πολιτεία της εργατικής τάξης – στην οποία ανήκουν και πολλοί μουσουλμάνοι ψηφοφόροι. Που μπορεί να είναι ταυτόχρονα “ακροαριστεροί” για τα αμερικάνικα πράγματα στο Παλαιστινιακό και “ακροδεξιοί” για τα αμερικάνικα πράγματα σε δικαιωματικά θέματα.

Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα, στο οποίο, προσωπικά, δεν έχω απάντηση: γιατί η Ουάσιγκτον Ποστ τονίζει όσα διχάζουν, σε μια τέτοια πολιτεία, αφου λογικα δεν ειναι προς όφελος του Δημοκρατικού Κόμματος; Γιατί μια τόσο μικρή πόλη γίνεται κεντρικό θέμα, με τρόπο που μπορεί να επηρεάσει αύριο την ψήφο των μουσουλμάνων του Μίσιγκαν έτσι που να τους απομακρύνει από τους Δημοκρατικούς; Μπορεί η ενίσχυση του διχαστικού πνεύματος να έχει θετικά αποτελέσματα για τους Δημοκρατικούς, όταν εκεί ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά οι Ρεπουμπικάνοι;

To Μίσιγκαν ο Τραμπ το πήρε με 0,23% διαφορά από την Χίλαρυ το 2016, κάτι λιγότερο από 11.000 ψήφους, να θυμίσω. Γύρισε στο Μπάιντεν, το 2020, με πάνω από 150.000 ψήφους. Ομως σήμερα, υπάρχουν δημοσκοπήσεις που δίνουν 4% στον ανεξάρτητο, αριστερό, Κορνελ Γουεστ στην συγκεκριμένη πολιτεία και ο Μπάιντεν φαίνεται να νικάει μόνο το Ντε Σαντις εύκολα εκεί.

H επιστροφή στους Δημοκρατικούς είχε θεωρηθεί, το 2020, αποτέλεσμα της απώλειας, από τον Τραμπ, των μεγαλύτερων σε ηλικία ψηφοφόρων, των αφροαμερικάνων ψηφοφόρων – που πολλοί δεν είχαν πάει να ψηφίσουν Χίλαρυ – και των νέων λευκών πτυχιούχων. Κι εδώ αρχίζει το πράγμα να μπερδεύεται εν όψει των εκλογών του 2024. Μια νέα φουρνιά μουσουλμάνων ψηφοφόρων θα ψηφίσει στις επόμενες αμερικάνικες εκλογές στην Πολιτεία. Πιθανώς πιο συντηρητικών από τους αφροαμερικάνους, που όμως, λογικά, ελκύονται από την υποψηφιότητα Γουεστ (το Ντητρόιτ είναι πόλη των αφροαμερικάνων, με μεγάλη αγωνιστική ιστορία, κι εκεί ο Γουεστ έχει τα υψηλότερα ποσοστά). Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων των Δημοκρατικων (περί το 65%) ανησυχεί για την ηλικία του Μπάιντεν και ένας ακόμη μεγαλύτερος δεν θέλει να βλέπει την Κάμαλα Χάρις ούτε ζωγραφιστή. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψηφοφόροι βλέπουν και το χρήμα τους να φτηναίνει, τη ζωή να ακριβαίνει, τη βενζίνη το ίδιο – ήταν στα 2,5 δολάρια το γαλόνι επί Τραμπ και έχει φτάσει σήμερα τα 4,5. Και συνήθως ψηφίζουν με την τσέπη τους.

Το Μίσιγκαν αναδεικνύει το ζήτημα στο οποίο θα χρειαστεί να πάρουν θέση, ίσως νέα θέση και πιο συμφιλιωτική, και τα δύο μεγάλα κόμματα.

Επί αρκετές δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί πόνταραν την μελλοντική τους επικράτηση, δεδηλωμένα και ανοικτά, στη δημογραφική αλλαγή, θεωρώντας δεδομένο ότι οι νέοι και οι μεταναστευτικές κοινότητες δεν μπορούσαν παρά να είναι θέσει και φύσει μαζί τους. Η στροφή μια καθόλου αμελητέας μερίδας της GenerationZ προς τα δεξιά, δείχνει ότι αυτή η αίσθηση “ιδιοκτησίας” της ψήφου της νέας γενιάς, παραήταν αισιόδοξη, ειδικά εν μέσω ανατροπών στο κοινωνικό συμβόλαιο και χειροτέρευσης των προοπτικών της νεολαίας.

Το ίδιο όμως διαφαίνεται και στο «φυλετικό» πεδίο, με τους λατινοαμερικάνους και τους ασιατικής καταγωγής αμερικανούς, που οι Δημοκρατικοί επίσης θεωρούσαν ως δεδομένους, να μετατοπίζονται προς το ρεπουμπλικάνικο κόμμα. Η περίπτωση του Μίτσιγκαν δείχνει ότι αυτό είναι πολύ πιθανό να ισχύσει και για τους μουσουλμάνους της Αμερικής.

Κατι που μπορεί να ερμηνευτεί όχι μόνον ως μια αντίδραση πιο παραδοσιακών και συντηρητικών κοινοτήτων στην έμφαση του Δημοκρατικού κόμματος στο δικαιωματισμό, αλλά και ως “τιμωρία” για την ταυτόχρονη εγκατάλειψη της ταξικής διάστασης της υπεράσπισης της εργατικής και μεσαίας τάξης (την ρητορική της οποίας ανέλαβε εργολαβικά το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα, ή, τουλάχιστον, η Τραμπική του πτέρυγα). Ακόμη χειρότερα, αν οι απεργίες οδηγήσουν και σε αλλες απολύσεις, το παράδειγμα της Βρετανίας και του “Κόκκινου τοίχους” που αλώθηκε, απειλεί να αποκτήσει και αμερικάνικη διάσταση…