των Μηνά Κωνσταντίνου και Θάνου Καμήλαλη
Τη Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου, ξεκίνησε στο Λουξεμβούργο η δεύτερη δίκη των δύο πρώην υπαλλήλων της πολυεθνικής εταιρείας φορολογικών συμβούλων, PricewaterhouseCoopers, Αντουάν Ντελτούρ και Ραφαέλ Αλέ, αλλά και του δημοσιογράφου Εντουάρ Περέν. Οι τρεις κατηγορούμενοι είναι υπεύθυνοι για την αποκάλυψη των LuxLeaks, του τεράστιου σκανδάλου φοροαποφυγής πολυεθνικών εταιρειών, που χρησιμοποιούσαν φορολογικούς «παράδεισους» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία. Τρία σχεδόν χρόνια μετά τις αποκαλύψεις που προκάλεσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, οδήγησαν σε πρωτοφανή πρόστιμα κατά εμπλεκόμενων πολυεθνικών και δημιούργησαν ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης υπέρ των πληροφοριοδοτών και του δημοσιογράφου, οι υπεύθυνοι της αποκάλυψης αντιμετωπίζονται ως «κλέφτες» και απειλούνται με φυλάκιση.
Μετά τη διαρροή των Luxleaks, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγκάστηκε να τιμωρήσει με πρωτοφανή πρόστιμα μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Apple, η McDonald’s και η Amazon, ενώ το Λουξεμβούργο υποχρεώθηκε να δεχτεί ένα νέο νόμο που υποχρεώνει τα κράτη της Ε.Ε. να μοιράζονται μεταξύ τους τις φορολογικές τους συμφωνίες με ιδιωτικές εταιρείες. Παρά τα αποτελέσματα της διαρροής όμως, στην πρώτη δίκη οι Ντελτούρ και Αλέ τιμωρήθηκαν με ποινή φυλάκισης ενός έτους και εννέα μηνών με αναστολή αντίστοιχα, ενώ τους επιβλήθηκε και χρηματικό πρόστιμο. Ο Περέν αθωώθηκε. Οι δύο πληροφοριοδότες άσκησαν έφεση, με τη νέα δίκη (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο δημοσιογράφος) να αναμένεται να ολοκληρωθεί στις 21 Δεκεμβρίου.
Τα τελευταία χρόνια οι διαρροές εσωτερικών απόρρητων πληροφοριών έχουν οδηγήσει στις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις με παγκόσμιο αντίκτυπο. Τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι προκλητικές φοροαπαλλαγές των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών εντός της Ε.Ε., οι χιλιάδες offshore εταιρείες σε χώρες όπως ο Παναμάς, οι παρακολουθήσεις κάθε πολίτη από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, η διαφθορά της Χίλαρι Κλίντον και του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ είναι μερικά μόνο από τα θέματα που συγκέντρωσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, προκάλεσαν μαζικές αντιδράσεις, οδήγησαν σε σημαντικές αποφάσεις και θεωρήθηκαν ζητήματα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος. Το παράδοξο όμως είναι ότι παρά τον αδιαμφισβήτητο αντίκτυπο, οι υπεύθυνοι για αυτές τις διαρροές αντιμετωπίζουν βαρύτατες ποινές, αρκετά χρόνια μετά τις αποκαλύψεις τους.
«Υπάρχουν τρεις κατηγορίες πληροφοριοδοτών» εξηγεί στο TPP ο ευρωβουλευτής της Αριστεράς, Στέλιος Κούλογλου, που είναι ανάμεσα στους ευρωπαίους πολιτικούς που προωθούν μέσω πολλών εκδηλώσεων το ζήτημα της ευρωπαϊκής προστασίας των whistleblowers. «Η πρώτη, οι πολιτικοί πληροφοριοδότες. Από τα Pentagon Papers και τον Daniel Ellsberg, που έδειχνε ότι δεν μπορούσε να κερδηθεί ο πόλεμος του Βιετνάμ. Και πολλοί εμφανίστηκαν την περίοδο 2001-2004 με αφορμή τον πόλεμο του Ιράκ.
»Η δεύτερη κατηγορία, είναι αυτή υπέρ της δημοκρατίας και της προστασίας της προσωπικότητας, όπως ο Σνόουντεν, που αποκάλυψε το παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης. Και η τρίτη, είναι οι οικονομικοί πληροφοριοδότες, οι οποίοι, σε μια εποχή που τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και εταιρείες έχουν όλο και μεγαλύτερη δύναμη, αποκαλύπτουν τη διαφθορά τους και το ευρύ και καλά οργανωμένο δίκτυο φοροαποφυγής που υπάρχει. Όπως ο Φαλτσιανί (λίστα Λαγκάρντ), χάρη στην οποία πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, έχουν καταφέρει να αποκομίσουν οφέλη», σημειώνει ο ευρωβουλευτής.
ΗΠΑ: Οι «προδότες» Ασάνζ, Σνόουντεν και Μάνινγκ
Οι πιο γνωστές ιστορίες ανθρώπων που αποκάλυψαν αμερικανικά κρατικά μυστικά και αντιμετωπίζουν βαρύτατες ποινές γι αυτό, προέρχονται από τις ΗΠΑ. To 2010, ένας αμερικανός στρατιώτης, ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ (μετέπειτα έκανε αλλαγή φύλου και πήρε το όνομα Τσέλσι), διέρρευσε στο Wikileaks περίπου 750.000 απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα, που μεταξύ άλλων αποκάλυψαν εγκλήματα πολέμου του αμερικανικού στρατού σε Ιράκ και Αφγανιστάν, βασανιστήρια και φόνους δεκάδων χιλιάδων αμάχων που δεν είχαν καταγραφεί επίσημα. Η Μάνινγκ συνελήφθη άμεσα και το 2013 καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκιση για παραβιάσεις του Νόμου περί Κατασκοπείας (που θεσμοθετήθηκε το 1917), ενώ αντιμετώπισε ακόμα και την θανατική ποινή.
Η Μάνινγκ διέρρευσε τις πληροφορίες στο Wikileaks, ιστότοπο που ήδη είχε γίνει γνωστός για διαρροές απόρρητων εγγράφων της αμερικανικής κυβέρνησης τα προηγούμενα χρόνια. Η δημοσίευση των διπλωματικών εγγράφων στις 28 Νοεμβρίου του 2010 ήταν η αρχή του δικαστικού «κυνηγητού» του επικεφαλής του Wikileaks, Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος μετά την παράδοση του στις βρετανικές αρχές και την αποφυλάκισή του με περιοριστικούς όρους λίγο αργότερα, αναζήτησε πολιτικό άσυλο καταφεύγοντας στην πρεσβεία του Ισημερινού το 2012, όπου και παραμένει έγκλειστος μέχρι σήμερα. Θεωρητικά, εναντίον του Ασάνζ εκκρεμεί μία αμφιλεγόμενη υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης στη Σουηδία το 2010, υπόθεση για την οποία ακόμα δεν του έχουν απαγγελθεί επίσημες κατηγορίες. Παρά τις συνεχόμενες εκκλήσεις του ΟΗΕ και διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, η Βρετανία αρνείται να προσφέρει στον Ασάνζ ασφαλή διέξοδο από τη χώρα, ενώ πιθανή έκδοση του στη Σουηδία για να δικαστεί θα οδηγήσει σε νέα έκδοση του στις ΗΠΑ, όπου θα βρεθεί κατηγορούμενος για παραβίαση του Νόμου περί Κατασκοπείας.
Το 2013 ένας διαχειριστής συστημάτων της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), ο Έντουαρντ Σνόουντεν, συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη με τις αποκαλύψεις του. Ο Σνόουντεν διέρρευσε, στο δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνγουολντ της εφημερίδας Guardian και σε άλλα ΜΜΕ, πληροφορίες για μία σειρά από απόρρητα προγράμματα των μυστικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης αμερικανικών και ευρωπαϊκών τηλεφωνικών και διαδικτυακών συνομιλιών, μέσω απόρρητων προγραμμάτων όπως το PRISM και το Tempora. Οι αποκαλύψεις Σνόουντεν προκάλεσαν, από τη μία πλευρά μαζικές διαδηλώσεις υπέρ του απορρήτου των επικοινωνιών σε όλον τον κόσμο και από την άλλη, την άμεση δίωξη του από τις αμερικανικές αρχές για «κατασκοπεία» και «προδοσία». Ο Σνόουντεν κατάφερε να πάρει πολιτικό άσυλο στη Ρωσία και ζει στη Μόσχα από τον Αύγουστο του 2013, ουσιαστικά εξόριστος από τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα έχει αψηφήσει επανειλημμένα τις εκκλήσεις οργανώσεων, όπως η Διεθνής Αμνηστία για απονομή χάριτος στον Σνόουντεν, παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να περιορίσει δραστικά τη δράση των μυστικών υπηρεσιών και τις παρακολουθήσεις πολιτών, υπό το βάρος της παγκόσμιας κατακραυγής.
Οι διώξεις για τα Panama Papers
Περισσότεροι από 400 δημοσιογράφους συνεργάστηκαν σε περισσότερες από 80 χώρες, προκαλώντας παραπάνω από 150 επίσημες έρευνες σε όλο τον κόσμο με τις αποκαλύψεις τους για τα Panama Papers. Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι από αυτούς δέχτηκαν επιθέσεις από πολιτικούς, επιχειρηματίες και χιλιάδες υποστηρικτές τους, επιβεβαιώνοντας ένα μοτίβο που αντιμετωπίζουν συχνά οι δημοσιογράφοι που επιχειρούν να κάνουν αποκαλύψεις.
Από τον Νίγηρα μέχρι τη Φιλανδία και από την Ουκρανία μέχρι τη Βενεζουέλα, η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Κυβερνοεπιθέσεις, διώξεις, προσωπικές ή οικογενειακές παρενοχλήσεις, ακόμη και απειλή βίας. Δυστυχώς, είτε στην Ευρώπη, είτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, στο απόσπασμα μπαίνει πολύ εύκολα, τόσο ο πληροφοριοδότης, όσο και η αποκάλυψη της αλήθειας.
Στον Παναμά, τη χώρα που βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος με τη διαρροή εκατομμυρίων, οι δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου που ταλάνισε τη χώρα από την στρατιωτική εισβολή του 1980, αντιμετώπισαν εχθρική συμπεριφορά από τον κόσμο. Οι δημοσιογράφοι της La Prensa, μιας ιστορικής συντηρητικής εφημερίδας, δέχονται ακόμα διαδικτυακές επιθέσεις με το ερώτημα, «πώς νιώθεις που κατέστρεψες την πατρίδα σου;», με χρήστες του twitter να τους κατηγορούν για τη συκοφάντηση της χώρας.
Φωτογραφία με τα πρόσωπά τους έγινε γρήγορα viral με το σχόλιο: «Αυτή είναι μια πράξη προδοσίας κατά της χώρας που τους γέννησε», ενώ διοργανώθηκε και online ψηφοφορία, με το ερώτημα να αναζητά τον τρόπο που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι «προδότες δημοσιογράφοι»: «Να σταλούν στη φυλακή ή να τους πετάξουν στον κόλπο του Παναμά;». Για πολλούς μήνες, οι δημοσιογράφοι κυκλοφορούσαν με τη συνοδεία σωματοφυλάκων.
Στη Βενεζουέλα, η δημοσιογράφος Αχιάνα Φιγκερόα που κάλυψε τις αποκαλύψεις των Panama Papers, απολύθηκε από τη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας Últimas Noticias. Η Φιγκερόα ήταν μέλος μιας ευρείας συνεργασίας εφημερίδων μεταξύ δημοσιογράφων της Βενεζουέλας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Τύπου και Κοινωνίας της Βενεζουέλας, τουλάχιστον επτά Μέσα ενημέρωσης επιτέθηκαν στους δημοσιογράφους που συνεργάστηκαν για τις αποκαλύψεις.
Στην Ισπανία, η μητρική εταιρεία της El Pais, Prisa Group, βρέθηκε στο επίκεντρο των αποκαλύψεων της εφημερίδας El Confidential για τις offshore του προέδρου της. Αποτέλεσμα, ο κολοσσός της Prisa να μηνύσει την εφημερίδα απαιτώντας 9 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας πως οι αποκαλύψεις είναι προϊόν «αθέμιτου ανταγωνισμού», γεγονός που της κόστισε σε αναγνώστες. Πιθανή δικαίωση της Prisa, θα σημάνει πως δημοσιογράφοι και Μέσα ενημέρωσης δεν έχουν δικαίωμα να προχωρούν σε αποκαλύψεις για συναδέλφους και άλλα Μέσα. Για «πρωτοφανή και επαίσχυντη επίθεση στην ελευθερία του Τύπου στην Ισπανία» έκανε λόγο ο εκδότης της El Confidential.
Στη Φινλανδία, οι φορολογικές υπηρεσίες απείλησαν τους δημοσιογράφους που δημοσίευσαν στοιχεία από τα Panama Papers με εισβολή στα σπίτια τους και κατάσχεση εγγράφων. Κίνηση, αν μη τι άλλο, πρωτοφανή για τη «φιλελεύθερη», για τον Τύπο τουλάχιστον, Φινλανδία. Χρειάστηκε να κινηθεί δικαστικά ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός YLE, για να δώσει τέλος στις απειλές της εφορίας απέναντι στους δημοσιογράφους, για την παροχή πληροφοριών.
Στο Εκουαδόρ, ο πρόεδρος Ραφαέλ Κορρέα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αφού πριν τη δημοσίευση των στοιχείων για το Εκουαδόρ έκανε διαδικτυακές επιθέσεις στους δημοσιογράφους που «δε δημοσιεύουν την αλήθεια». Ακολούθως, ο ίδιος και ο αδερφός του βρίσκονταν μεταξύ των ονομάτων που δημοσιεύτηκαν, γεγονός που οδήγησε τον λαοφιλή ηγέτη να επιτεθεί εκ νέου στους δημοσιογράφους, με την υποστήριξη εκατοντάδων υποστηρικτών του αυτή τη φορά. Σύμφωνα με την Fundamedios, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό για την προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης, οι υποστηρικτές του Κορρέα επιτέθηκαν στους δημοσιογράφους με όρους όπως «βάρβαροι», «ποντικοί», «διεφθαρμένος τύπος» και άλλα. Επίσης, σύμφωνα με τον οργανισμό, προσωπικά δεδομένα και φωτογραφίας, ακόμα και αυτές που εμφάνιζαν τα παιδιά τους, δημοσιεύτηκαν στα κοινωνικά δίκτυα.
Στην Ουκρανία, το ανεξάρτητο Συμβούλιο Μέσων Ενημέρωσης, ένας μη κυβερνητικός οργανισμός, εγκάλεσε τους δημοσιογράφους που συνέβαλαν στις αποκαλύψεις, μετά από καταγγελία πως παραβιάζονται «ηθικά πρότυπα». Αιτία, η εμπλοκή του Προέδρου, Πέτρο Ποροσένκο, που είχε συστήσει μία υπεράκτια εταιρεία, στη σκιά του πολέμου μεταξύ της κυβέρνησης και φιλορωσικών δυνάμεων. Το Συμβούλιο επέκρινε τους δημοσιογράφους για το πως χειρίστηκαν την ιστορία του Ποροσένκο, ωστόσο θεώρησε «δικαιολογημένη» τη μετάδοση της αποκάλυψης από το κρατικό κανάλι.
Στην Τυνησία, χάκερς «έριξαν» το website ερευνητικής δημοσιογραφίας, Inkyfada, ενώ στη Μογγολία, ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος μήνυσε την MongolTV για συκοφαντική δυσφήμιση. Και έχασε.
Στην Τουρκία, οι αποκαλύψεις της Cumhuriyet, της οποίας διευθυντικά -και όχι μόνο- στελέχη διώκονται σήμερα για «σχέσεις με την τρομοκρατία», έφεραν στο επίκεντρο τις σχέσεις επιχειρηματία του κλάδου των κατασκευών και της ενέργειας με τον πρόεδρο Ερντογάν. Η απόφασή τους να δημοσιεύσουν τις αποκαλύψεις για το πρόσωπό του ως μέρος των Panama Papers, προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του επιχειρηματία, ο οποίος δε δίστασε να τους απειλήσει. «Βάζετε την φωτογραφία μου στην πρώτη σελίδα, δε ντρέπεστε καθόλου;» φέρεται να τους είπε ο επιχειρηματίας, για να συμπληρώσει, «θα σας πολεμήσω, δε θα με σκοτώσετε εσείς».
Στο Νίγηρα, ο διευθυντής της εφημερίδας L'Évènement , Μούσα Ακσάρ, στοχοποιήθηκε έντονα. Η εφημερίδα αποκάλυψε στοιχεία για την υπεράκτια εταιρεία του επιχειρηματία που φέρεται ως ο κύριος χρηματοδότης του κυβερνώντος κόμματος, γεγονός που οδήγησε την κυκλοφορία της εφημερίδας στα ύψη. Πολλοί πολίτες ήταν ευχαριστημένοι με τις αποκαλύψεις, άλλοι πήραν αποστάσεις, και άλλοι του επιτέθηκαν μέσω των κοινωνικών δικτύων, απειλώντας την οικογένειά του. Σύντομα, ο Μούσα Ακσάρ, αυτοεξορίστηκε με την οικογένειά του, βόρεια, στην έρημο Σαχάρα, με σκοπό να γλιτώσει από τις απειλές. Ωστόσο, ο ίδιος διαμηνύει πως δε θα σταματήσει να δημοσιεύει αποκαλύψεις, τονίζοντας ότι το γεγονός πως ανήκει σε ένα διεθνή δημοσιογραφικό οργανισμό (ICIJ), του δίνει τη δυνατότητα να κάνει ουσιαστικές αποκαλύψεις.
«Οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι είναι συνηθισμένοι να δουλεύουν υπό πίεση, αλλά σε χώρες όπου η ελευθερία του Τύπου δεν είναι αυτονόητη, αυτή η πίεση μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη για τους δημοσιογράφους» δηλώνει ο διευθυντής του ICIJ, Τζέραρντ Ράιλ στο Poynter, οργανισμός υπό τη σκέπη του οποίου συνεργάστηκαν δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο για να δημοσιεύσουν τα Panama Papers.
«Ένα από τα μεγάλα προνόμια των συνεργασιών, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι δημοσιογράφοι βρίσκουν τρόπο να ξεπερνούν τέτοιες δυσκολίες είτε μέσω της συνεργασίας είτε μέσω του διαμοιρασμού πηγών, πληροφοριών ή και απλώς της παροχής βοήθειας για τις ιστορίες που δημοσιεύονται. Ο ICIJ είναι τυχερός να συνεργάζεται με μια θαρραλέα ομάδα δημοσιογράφων, που έχει καταστήσει εφικτό το να πούμε μερικές σημαντικές ιστορίες στον κόσμο, που σε διαφορετική περίπτωση δε θα μπορούσαν να μάθουν».
Η ανάγκη ευρωπαϊκής λύσης
Πυρήνας όλων αυτών των διώξεων είναι η απουσία καθολικής νομικής προστασίας για τους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος. Στις ΗΠΑ, η νομοθεσία είναι εξαιρετικά αυστηρή, κάτι που δεν έχει αλλάξει ούτε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος εκτός των άλλων απαντάει αρνητικά στις εκκλήσεις για απονομή χάριτος στον Έντουαρντ Σνόουντεν. Μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι οι διατάξεις κατά των πληροφοριοδοτών δε θα αλλάξουν ούτε κατά τη θητεία του πολύ πιο αυταρχικού Ντόναλντ Τραμπ. Στην Ευρώπη όμως, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη θεσμική προστασία των whistleblowers, ωστόσο φαίνεται να απουσιάζει η κεντρική πολιτική βούληση.
Η προστασία των πληροφοριοδοτών στην Ευρώπη ποικίλει, ανάλογα με τις διατάξεις της εκάστοτε κρατικής νομοθεσίας. Μάλιστα 6 κράτη – μέλη της Ε.Ε, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεν παρέχουν καμία νομική προστασία (οι υπόλοιπες είναι οι Ισπανία, Φινλανδία, Σλοβακία, Βουλγαρία και Πορτογαλία). Η ανισότητα αυτή θα μπορούσε να λυθεί με κατοχύρωση της προστασίας των πληροφοριοδοτών στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η κατοχύρωση είναι και ζήτημα κοινού ευρωπαϊκού δημοσίου συμφέροντος. Για παράδειγμα, οι ευνοϊκές φοροαπαλλαγές των πολυεθνικών σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεονέκτημα για τα συγκεκριμένα κράτη, ωστόσο πλήττει το ευρύτερο ευρωπαϊκό δημόσιο συμφέρον, καθώς τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε χάνουν σημαντικά φορολογικά έσοδα από τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
«Χρειάζεται νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο επειδή η φοροδιαφυγή είναι ενιαία και πλήττει όλη την ΕΕ. Θα πρέπει όλα τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν παρόμοιους κανόνες, διότι διαφορετικά, οι εταιρείες που φοροδιαφεύγουν, θα κοιτάξουν να προσαρμόσουν τις δραστηριότητές τους στις χώρες που δεν αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο από πληροφοριοδότες. Εκεί που οι whistleblowers είναι ακίνδυνοι και ανυπεράσπιστοι» τονίζει ο κ.Κούλογλου.
«Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πολλές χώρες που δε δέχονται να υπάρξει διαφάνεια ως προς τις συμφωνίες που έχουν κάνει με μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Δηλαδή, ένα από τα αιτήματα είναι, π.χ. να υπάρχει διαφάνεια για μία συμφωνία που κάνουν οι φορολογικές αρχές μιας χώρας με την Apple. Να υπάρξει ένας κοινός ευρωπαϊκός κανόνας, ώστε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που είναι σε όλες τις χώρες, να δηλώνουν κάθε χρόνο τι κέρδη είχαν σε κάθε χώρα και πόσο φόρο πλήρωσαν. Κάτι τέτοιο, όχι μόνο δεν έχει περάσει ακόμα, αλλά υπάρχουν μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία και άλλες, που δεν το δέχονται. Δε δέχονται να υπάρξει κάτι τέτοιο, θεωρώντας πως έτσι θα αποθαρρύνουν την παρουσία εταιρειών στο έδαφός τους» προσθέτει ο κ.Κούλογλου.
Η υπόθεση της προστασίας ή όχι των πληροφοριοδοτών που ξεσκεπάζουν σκάνδαλα τεράστιας εθνικής ή και παγκόσμιας σημασίας και υψίστου δημοσίου συμφέροντος είναι ένα ζήτημα που περιστρέφεται γύρω από το τι ενημέρωση, τι γνώση και τι δημοκρατία θέλουμε.