Συνέντευξη στον Κώστα Εφήμερο
Στις 20 Απριλίου κλείνουν 100 χρόνια από τη Σφαγή του Λάντλοου και τη δολοφονία του Λούη Τίκα, Έλληνα μετανάστη, ανθρακωρύχου και ενεργού συνδικαλιστή, από την Εθνοφρουρά του Κολοράντο, η οποία προάσπιζε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ ενάντια στους εργαζόμενους. Ήταν και τότε, όπως φέτος, μέρες του Πάσχα.
«Είναι από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, είναι από τις στιγμές που άλλαξαν όχι μόνο την ιστορία αλλά και την ίδια την ιστορική προσέγγιση. Να σου πω μόνο ότι, ο διασημότερος ιστορικός της αμερικανικής αριστεράς, ο Χάουαρντ Ζιν, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη λαϊκή ιστορία των ΗΠΑ όταν πρωτοέρχεται σε επαφή με το Λάντλοου. Κι ύστερα, η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, η καταπάτηση κάθε εργατικού δικαιώματος, που κερδίσαμε με αίμα, και η κατάσταση με τους μετανάστες κάνουν την ιστορία επίκαιρη, έναν αιώνα μετά. Η παραλληλία δείχνει ξεκάθαρα πού βρισκόμαστε και ποιος είναι ο δρόμος μας, νομίζω. Όμως, δεν ήταν μόνον αυτό. Υπήρξε προσωπική σχέση, επαφή. Ερωτευτήκαμε αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, τον Λούη Τίκα, αλλά και τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανή τη μνήμη του, από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Λάντλοου, στο Κολοράντο. Αυτή η επαφή, με τη μνήμη και με τους ολοζώντανους φορείς της, ήταν που μας οδήγησε να αναζητήσουμε τα βήματα του Ηλία Σπαντιδάκη, του Λούη μας, και να αποφασίσουμε πως έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει ντοκιμαντέρ η ιστορία, να αποκτήσει τη δύναμη, από την εικόνα, να νικήσει και το χρόνο και την απόσταση», λέει η Λαμπρινή Θωμά, που μαζί με το φωτογράφο και σκηνοθέτη Νίκο Βεντούρα δούλεψαν το ντοκιμαντέρ «Παλληκάρι – Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου», που σε λίγες ημέρες παρουσιάζεται στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.
«Ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες δημοσιογράφοι που έφτασαν εκεί, στο Λάντλοου, το 2007. Για να φωτογραφίσω την πρώτη φορά, πηδήσαμε μαντρότοιχους», γελάει ο Νίκος. «Οδηγός μας, ο τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ, ο οποίος και μας σύστησε στον Ντέιβιντ Μέισον, τον πολιτειακό ποιητή του Κολοράντο, που έχει γράψει ένα συγκλονιστικό ποίημα χιλίων στίχων για το Λάντλοου.. Μετά τη δημοσίευση του άρθρου, στη Sport Day και στο κυριακάτικο περιοδικό της το SMS, δεν ησυχάσαμε. Ξέραμε ότι έπρεπε να ξαναπούμε αυτήν την ιστορία, έτσι που να φτάσει σε περισσότερο κόσμο. Κι όταν ήρθε η Κρίση, ήμασταν πια σίγουροι.».
«Αρχικά συγκεντρώσαμε υλικό και κάναμε τη σχετική έρευνα στη βιβλιογραφία. Έτσι “συναντηθήκαμε” μεσα από τα βιβλία με τον Elliott Gorn, τον κατ’ εξοχήν ειδικό στη Mother Jones, με τον Thomas G. Andrews, που έχει γράψει ένα εξαίρετο πόνημα πάνω στους πολέμους του Κάρβουνου στο Κολοράντο και με τον Κωστή Καρπόζηλο της Ταξισυνειδησίας, που έχει κάνει καταπληκτική έρευνα πάνω στους Ελληνοαμερικανούς αριστερούς του 20ου αιώνα», συμπληρώνει η Λαμπρινή.
«Η πρώτη μας απόπειρα για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ έγινε το 2010, όταν ήρθαμε σε επαφή με τον Ζήση Παπανικόλα, τον κατ' εξοχήν ειδικό στο θέμα, και προσπαθήσαμε, χωρίς όμως ανταπόκριση, να δούμε αν μπορεί να βρεθεί κάποια χορηγία. Δεν το βάλαμε όμως κάτω, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με όσα μέσα διαθέτουμε οι ίδιοι», λέει.
«Θελήσαμε να πούμε την ιστορία, που άφησε βαθιά σημάδια στην ιστορία των ΗΠΑ, να θυμίσουμε την τέχνη που γεννήθηκε από το Λάντλοου, από το λαϊκό τραγούδι της εποχής ως την επώνυμη σύγχρονη ποίηση – αν και, μεταξύ μας, δε μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε όλα όσα θέλαμε, γιατί όταν μάθαμε τι απαιτούνταν για τα δικαιώματα λχ του υπέροχου τραγουδιού του Γούντυ Γκάθρυ που κράτησε τη μνήμη ζωντανή, τρομάξαμε και φυσικά δε χρησιμοποιήσαμε το τραγούδι! Δεν ήταν μόνο η ιστορία, ήταν κι οι άνθρωποι. Να σου πω την αλήθεια, γι' αυτό αγαπάω τη δημοσιογραφία, είναι οι άνθρωποι η αιτία της αγάπης μου. Και καταγράψαμε συγκλονιστικούς ανθρώπους. Τον Φράνκ Μάννινγκ και την προσωπική του διαδρομή, τον τρόπο που ανακάλυψε ότι ο πατέρας του είχε πάρει το όνομα Λιούις από τον Λούη Τίκα, τον ξέραμε, και θέλαμε οπωσδήποτε και την ιστορία του και το υπέροχο και βραβευμένο τραγούδι του για το Λούη. Από ανθρώπινης άποψης, για εμας ήταν αποκάλυψη η Ανελίζ Μπονακίστα, δισέγγονη ανθρακωρύχου και ιστορικός, που μας μίλησε για το όπλο του προπάππου Αμπρόζιο Μπονακίστα, του συμπολεμιστή του Λούη, η οποία κουβαλάει τόσο ζωντανό το βίωμα που λες και καταργεί το χρόνο. Κι αυτό ήταν κάτι που συναντήσαμε σε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνον σε όσους κάναμε συνέντευξη.».
Ζητάω από τη Λαμπρινή να διηγηθεί κάποια περιστατικά. «Τι να σου πω; στο Γουόλσεμπεργκ, εκεί που τρώγαμε με μια ντόπια ερευνήτρια και δασκάλα, ήρθε το 20χρονο γκαρσόνι να μας ρωτήσει αν άκουσε καλά, αν όντως ετοιμάζουμε ντοκιμαντέρ για το Λάντλοου, και ζήτησε από τη συνομιλήτριά μας να ανοίξουν το παλιό, ιστορικό σινεμά, αν είναι, για την προβολή. Έλαμπε ολόκληρος! Στο Λάντλοου, στο μνημείο, ένας 25άρης Καναδός ανθρακωρύχος που συναντήσαμε τυχαία και που είχε κάνει όλο το ταξίδι για προσκύνημα, αρνήθηκε μεν να μας μιλήσει, γιατί αυτό ήταν για κείνον κάτι πολύ προσωπικό, αλλά μου είπε βουρκωμένος – ένας άντρας ως εκεί πάνω!- ότι ήταν πολύ ωραίο αυτό που κάνουμε.».
Συνολικά πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια η προετοιμασία, η μελέτη της ιστορίας, η αναζήτηση των ανθρώπων που θα μιλούσαν. Τα λεφτά δεν βρέθηκαν, αλλά όταν όλα ήταν έτοιμα, αποφάσισαν ότι αυτό δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο. Σε μια χρεωμένη Ελλάδα, μία ακόμα παραφουσκωμένη πιστωτική κάρτα δεν αποτελεί πρωτοτυπία.
«Φυσικά υπήρχαν έξοδα. Σημαντικά, αλλά όχι τόσο μεγάλα που να μας εμποδίσουν, καθώς οι νέες τεχνολογίες συμπιέζουν το κόστος, ειδικά αν ξέρεις να χρησιμοποιήσεις φωτογραφικές κάμερες με δυνατότητα βίντεο, οι οποίες υπερέχουν από τις συμβατικές βιντεοκάμερες. Είχαμε εξάλλου καλούς φίλους που μας βόηθησαν όταν προέκυψε θέμα ρευστότητας. Ειδικά θα αναφέρω τον συνεργάτη της Λαμπρινής στις εκπομπές της, τον Παναγιώτη Ανδριόπουλο, και τον καθηγητή του USCD και εξαιρετικό φίλο, Γιάννη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μας φιλοξένησε και μας βοήθησε όταν κάποια αναδρομικά στα οποία προσβλέπαμε καθυστέρησαν», λέει ο Νίκος.
«Δεν θέλω πάντως να δώσω την εντύπωση ότι ήταν τραγικά τα πράγματα. Και φίλους είδαμε και εκδρομές κάναμε εκτός γυρισμάτων, δεν μας έλλειψε τίποτε. Για εμάς, άλλωστε, εκτός από το γύρισμα, το οποίο ήταν σχετικά εύκολο, ήταν και ταξίδι ανακάλυψης και αναψυχής, γιατί αγαπάμε την Αμερική και τους απέραντους δρόμους της. Εν πάσει περιπτώσει, τα καταφέραμε, αγοράσαμε εξοπλισμό, εισιτήρια, πληρώσαμε έναν βοηθό κλπ, βάζοντας πολλή προσωπική δουλειά – έρευνα, επαφές, γράψιμο, σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, ήχο τα κάναμε όλα μόνοι. Σε άλλα είχαμε και τη βοήθεια των φίλων μας – κάποιοι μας βοήθησαν στο τράνσκριπτ, άλλοι στη μετάφραση, έχουμε μέχρι και δωρεάν μουσική γραμμένη ειδικά για το ντοκιμαντέρ από τον αδελφό μου, που είναι κλασσικός μουσικός».
«Υπήρξαν φάσεις που σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε στο κοινό, να ζητήσουμε χρηματοδότηση. Όμως, τελικά, το είδαμε λίγο ακτιβιστικά», συμπληρώνει η Λαμπρινή. «Είμαστε τυχεροί να έχουμε και οι δύο δουλειά, και αφού δεν πληρωνόμαστε και αφού οι φίλοι μας βοήθησαν δωρεάν, ε, είπαμε θα μας πάρει κανά-δυο χρόνια να ξεχρεώσουμε μεν, μπορούμε να επιβιώσουμε όμως – πώς να ζητήσουμε από τον κόσμο που δεν έχει; Ύστερα, καλύτερα να δώσουν στο The Press Project ό,τι θα έδιναν για το ντοκιμαντέρ, ώστε να κρατήσουμε ενεργούς τους server και να συνεχίσουμε το πυρ κατά βούλησιν κατά των δυνάμεων του σκότους!», γελάει. «Και πάλι, ίσως τους χρειαστούμε αργότερα. Υπάρχει μια τεράστια, παραγνωρισμένη ιστορία, η ιστορία των Ελλήνων εργατών και εργαζομένων έξω από τα σύνορά μας – ιστορία που είναι γεμάτη αγωνιστές και στιγμές μοναδικής ομορφιάς του ανθρώπου, οι οποίες παραμένουν μακριά από το ευρύ κοινό. Λέμε λοιπόν να βουτήξουμε στα βαθιά. Με τον Νίκο δουλεύουμε δέκα χρόνια μαζί, έγραφα και φωτογράφιζε επαγγελματικά για χρόνια, δεν χρειάζεται σχεδόν να μιλάμε πια, βλέπουμε τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα. Ξέρω πως θα τα καταφέρουμε. Κι όχι μόνο γιατί αγαπάμε τη δουλειά μας και μας δίνει τεράστια χαρά η ίδια η δημιουργία, αλλά και γιατί είμαστε πια βέβαιοι ότι οι ιστορίες αυτές σε περιμένουν μαζί με καταπληκτικούς ανθρώπους και την αλήθεια τους.».
//www.youtube.com/embed/mgLReEWH3Lo