του Θάνου Καμήλαλη

Το βράδυ της Πέμπτης, ο Νίκος Παππάς, μαζί με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και την υφυπουργό Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, κατέθεσαν τροπολογία στο νομοσχέδιο για τις «Ρυθμίσεις για την αγορά παιγνίων» (βλ. Η Ελλάδα ένα απέραντο καζίνο), που προβλέπει μείωση του Ειδικού Φόρου Τηλεόρασης (ΕΦΤ) από το 20% στο 5%, με το επιχείρημα του επικείμενου διαγωνισμού για της τηλεοπτικές άδειες. Πριν δούμε περαιτέρω τι σημαίνει αυτό, αξίζει μια αναδρομή στην πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του ΕΦΤ.

Πέντε χρόνια αναβολές

Ο Ειδικός Φόρος Τηλεόρασης νομοθετήθηκε στις 6 Μαϊου του 2010, τη μέρα δηλαδή που η Ελλάδα μπήκε επίσημα στη μνημονιακή εποχή, με την ψήφιση του πρώτου μνημονίου από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Προέβλεπε την υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να αποδίδουν το 20% των διαφημιστικών τους εσόδων στο Δημόσιο. Αντί όμως να εφαρμοστεί κανονικά, όπως συμβαίνει με κάθε μνημονιακό μέτρο, ξεκίνησε μία ετήσια παράδοσηΟ νέος διαγωνισμός για επίδοξους βαρώνους των MME, θα γίνει με πολύ πιο ευνοϊκό γι αυτούς φορολογικό περιβάλλον. Ουσιαστικά, θα πάρουν τις άδειες κοψοχρονιά

Κάθε χρόνο, συνήθως στις 31 Δεκεμβρίου, οι προηγούμενες κυβερνήσεις εξέδιδαν μια φαινομενικά άκακη τροπολογία, με την οποία άλλαζε το έτος στο «τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου πέμπτου του ν.3845/2010». Μόνο που αυτή η ανεπαίσθητη αλλαγή ανέβαλλε την εφαρμογή του ΕΦΤ για έναν χρόνο. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Σαμαρά την τελευταία μέρα του 2012 συμπεριέλαβε την αναβολή του φόρου σε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ξέρετε, αυτές που εκδίδονται σε έκτακτες πολιτικές περιστάσεις, πχ περίπτωση πολέμου). Το δεύτερο παράδοξο εδώ είναι φυσικά ότι οι δανειστές, που κατά κανόνα ελέγχουν κάθε λεπτομέρεια της οικονομικής πολιτικής της χώρας, δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τις διαδοχικές αναβολές ενός φόρου που είχε σχεδιαστεί για να φέρει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στο δημόσια ταμεία. ΄

Το επιχείρημα ήταν πάντα ότι οι καναλάρχες επιβαρύνονται υπερβολικά από τη φορολογία, ωστόσο η ανισονομία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ανάλογη (ή μάλλον πολύ περισσότερη) ζημία υπέστη κάθε επιχείρηση, ωστόσο, όπως φαίνεται, τα τηλεοπτικά ΜΜΕ είχαν πάντα τον τρόπο τους να κερδίζουν την αναβολή του φόρου.

Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στο 2015, όταν, πιθανώς από… αμέλεια η κυβέρνηση Σαμαρά είχε ξεχάσει να τροποποιήσει για ακόμα μία φορά την ημερομηνία εφαρμογής του φόρου. Τότε αναλαμβάνει δράση η Κατερίνα Σαββαΐδου, η οποία, χωρίς να έχει τη σχετική εξουσιοδότηση όπως είχε αποκαλύψει το TPP, αναβάλλει ξανά την εφαρμογή του νόμου, απαλλάσσοντας τους καναλάρχες από το «βάρος» για ακόμα ένα έτος. Ο νόμος εφαρμόζεται κανονικά το 2016 και το 2017, περίοδο μάλιστα που λαμβάνει χώρα 

Σηκώνοντας τα «βάρη» των ολιγαρχών

Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ λοιπόν, που κατά τα άλλα εκτελεί κατά γράμμα τις δικές της μνημονιακές υποχρεώσεις, όχι μόνο δεν ζητάει αναδρομικά τα ποσά που δεν κατέβαλαν ποτέ οι καναλάρχες αλλά αντίθετα τους προσφέρει φοροελάφρυνση 15%, θέτοντας μια σειρά από επιχειρήματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σε δηλώσεις του την Παρασκευή, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η μείωση αποτελεί «δώρο» στους καναλάρχες, με το επιχείρημα ότι θα επιβαρυνθούν με δύο νέα βάρη: την εισφορά 2% υπέρ ΕΔΟΕΑΠ και το τίμημα για τις τηλεοπτικές άδειες

Όμως ο υπουργός ξεχνάει κάποια βασικά στοιχεία. Η εισφορά των εργοδοτών υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ, 2% επί του τζίρου κάθε ΜΜΕ, δεν είναι ουσιαστικά καινούριο μέτρο για τους καναλάρχες. Ήρθε ως αντιστάθμισμα της κατάργησης του αγγελιόσημου, ενός φόρου που επίσης επιβαλλόταν στις τηλεοπτικές διαφημίσεις (για τα κανάλια ήταν 21,5%). Επομένως, δεν πρόκειται για κάποιο νέο βάρος, όπως υποστηρίζει ο αρμόδιος υπουργός, αλλά για μία εισφορά που ήρθε να αντικαταστήσει έναν προηγούμενο φόρο υπέρ τρίτων, που καταργήθηκε το 2016. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, όπως πολύ σωστά έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2016, λειτουργούσαν σε καθεστώς ανομίας επί 27 χρόνια, από το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης, με τις γνωστές «προσωρινές άδειες». Επομένως, είναι λίγο οξύμωρο να θεωρείται η απόκτηση νόμιμης τηλεοπτικής άδειας ως «νέο βάρος»,

Συν τοις άλλοις, πηγές του TPP σημειώνουν ότι στη διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης – δημοσιογραφικών ενώσεων και ιδιοκτητών ΜΜΕ για το θέμα της «σωτηρίας του ΕΔΟΕΑΠ» πριν από μερικές μέρες, σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής. Στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης υπήρχε η πρόταση για εισφορά 5% από τον τζίρο των ΜΜΕ υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ, με ταυτόχρονη μείωση του ΕΦΤ από το 20% στο 14-15%. Αυτό που συμβαίνει τελικά έχει, όλως τυχαίως, κερδισμένους τους καναλάρχες που θα πάρουν τις τηλεοπτικές άδειες: Αφενός η εισφορά υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ από τον τζίρο τους έπεσε στο 2%, αφετέρου (κι «εντελώς ξαφνικά») ο ΕΦΤ μειώθηκε κατά 15%. Επίσης, η πρόβλεψη για ελάφρυνση των μιντιαρχών από τα πρόσθετα βάρη δεν αφορά όλους τους εργοδότες. Αφορά μόνο εκείνους που θα λάβουν τις τηλεοπτικές άδειες. Δεν υπάρχει π.χ. ανάλογη πρόβλεψη για τους ιδιοκτήτες εφημερίδων, ή διαδικτυακών μέσων, που αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερα προβλήματα.

Όσον αφορά το δεύτερο «βάρος» το θέμα των αδειών. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, όπως πολύ σωστά έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2016, λειτουργούσαν σε καθεστώς ανομίας επί 27 χρόνια, από το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης, με τις γνωστές «προσωρινές άδειες». Επομένως, είναι λίγο οξύμωρο να θεωρείται η απόκτηση νόμιμης τηλεοπτικής άδειας ως «νέο βάρος», (μάλιστα στα μνημόνια υπήρχε πάντα η πρόβλεψη για έσοδα από τον διαγωνισμό για τηλεοπτικές άδειες). Στη συνέχεια, χρειάζονται κάποια απλά μαθηματικά. Η εισφορά 2% των ΜΜΕ υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ θα πρέπει να δεχτούμε ότι συμψηφίζεται με το αγγελιόσημο, άλλωστε και η κυβέρνηση την πρόκρινε ως τη λύση που είχε υποσχεθεί από το 2016.

Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την τροπολογία Παππά «επέρχεται μείωση των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού η οποία εκτιμάται στο ποσό των 20 εκατ. ευρώ περίπου». Η απώλεια αυτή εκτιμάται στα 15 εκατ. Ευρώ για το 2018 (καθώς η τροπολογία θα εφαρμοστεί από τον Απρίλιο). Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση θέτει ως αφετηρία τα 35 εκατ. Ευρώ για τις επτά δημοπρατούμενες τηλεοπτικές άδειες, με ισχύ δέκα χρόνων. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης κατέληξε σε αυτό το τίμημα, διαιρώντας το συνολικό ποσό που θα απέδιδε στο Δημόσιο ο προηγούμενος διαγωνισμός, που κρίθηκε άκυρος στο ΣτΕ.

Από τη μία τσέπη βγαίνουν, από την άλλη μπαίνουν

Ο νέος διαγωνισμός για επίδοξους βαρώνους των MME, θα γίνει με πολύ πιο ευνοϊκό γι αυτούς φορολογικό περιβάλλον. Ουσιαστικά, θα πάρουν τις άδειες κοψοχρονιά, καθώς θα έχουν πρόικα τη μείωση του ΕΦΤ. Από τη μία η κυβέρνηση προσδοκά συνολικά έσοδα περίπου 250 εκατ. ευρώ από τις τηλεοπτικές άδειες την επόμενη δεκαετία, από την άλλη όμως χαρίζει στους καναλάρχες 200 εκατ. στο ίδιο διάστημα. Δεν το λες και «χτύπημα στη διαπλοκή», ούτε φορολόγηση των ισχυρών. Άρα, από τη μία η κυβέρνηση προσδοκά συνολικά έσοδα περίπου 250 εκατ. ευρώ από τις τηλεοπτικές άδειες την επόμενη δεκαετία, από την άλλη όμως χαρίζει στους καναλάρχες 200 εκατ. Θυμάστε εκείνες τις δηλώσεις της τότε κυβερνητικής εκπροσώπου, Όλγας Γεροβασίλη, σχετικά με το τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση με τα επιπλέον έσοδα των αδειών;. Ξεχάστε τες, γιατί σε μεγάλο βαθμό θα καλύψουν την τρύπα στα έσοδα από τη μείωση του ΕΦΤ. Μάλιστα, λίγο μετά την ακύρωση του «νόμου Παππά» στο ΣτΕ, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να εκδώσει «προσωρινές άδειες», ζητώντας 6-7 εκατ. ευρώ από κάθε κανάλι (παλιά και νέα), μέχρι να διεξαχθεί ξανά ο διαγωνισμός. Κάτι που δεν συνέβη, λόγω και απροθυμίας του ΕΣΡ, δίνοντας στα κανάλια έναν ακόμα χρόνο παράνομης λειτουργίας.

Στην τροπολογία μάλιστα, οι κ. Παππάς και Τσακαλώτος υποστηρίζουν ότι η μείωση του ΕΦΤ προτείνεται «ενόψει της επικείμενης αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών και προς τον σκοπό διευκόλυνσης νέων επενδύσεων». Όμως, όταν έλαβε χώρα ο προηγούμενος διαγωνισμός για τις άδειες, τον Σεπτέμβριο του 2016, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τον φόρο του 20%, το αγγελιόσημο ίσχυε ακόμα κανονικά και υπήρχε η κυβερνητική δέσμευση ότι επρόκειτο να αντικατασταθεί, άρα οι καναλάρχες που πλήρωσαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ γνώριζαν όλα τα δεδομένα.

Δεν είναι μακριά η μέρα που η κυβέρνηση θα πανηγυρίσει για το τίμημα που θα εξασφαλίσει από τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες και την «επικράτηση της νομιμότητας». Ωστόσο με το νέο καθεστώς, οι 7, νέοι και παλιοί καναλάρχες, μερικοί από αυτούς κάποτε «μέσα της διαπλοκής» για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχουν επιβαρυνθεί ελάχιστα, ίσως μάλιστα και καθόλου, σε σχέση τα όσα έπρεπε να πληρώνουν τις μέρες της παρανομίας. Και οι «φοβέρες» του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ανήκουν πλέον στο παρελθόν.