γράφει η Μυρτώ Ράις
Το σύστημα ανεργίας των Γάλλων εργαζομένων στις παραστατικές τέχνες είναι ένας από τους κύριους, παρότι ανομολόγητους από τα επίσημα στόματα, μοχλούς άνθησής τους. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένας τρόπος να μην συζητιούνται οι ανισότητες. Με την επίφαση του κοινού παρονομαστή κάτω από τον οποίο τοποθετεί τους καλλιτέχνες, θέτει υπογείως τις ελίτ της τέχνης στο απυρόβλητο και συντηρεί την πλάνη της ανεξαρτησίας από τους πολιτικούς συγχρωτισμούς. Γιατί, οι ίδιοι άνθρωποι, σαν σε μουσικές καρέκλες, μονοπωλούν τις διευθυντικές θέσεις των ανά την επικράτεια κρατικών θεάτρων, οι ίδιοι σκηνοθέτες συνθέτουν επί χρόνια τα προγράμματα των σεζόν, και από τις ίδιες σχολές βγαίνουν οι ηθοποιοί που αναγράφονται στα όμορφα καλοτυπωμένα προγράμματα. Έτσι, διαιωνίζεται ένας πολιτισμός και μια τέχνη, τα εύσημα της οποίας αποφασίζονται στα γραφεία της εξουσίας. Εκεί παράγεται μια κατ’ ουσία επιφανειακή πολυφωνία και ανομοιομορφία, μέσω της οποίας επικυρώνεται η αντίληψη περί «ποιότητας» Συγκαλύπτεται έτσι το γεγονός ότι η ίδια η έννοια της ποιότητας είναι κατασκευή των ελίτ και νομιμοποιείται η περιθωριοποίηση του καθετί «άλλου» ως υποδεέστερου και άξιου ενός άμορφου πλήθους που «αυτό ζητάει».
Η επιδοματική πολιτική έχει καταφέρει τον στόχο της: την ειρήνευση και τη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Όταν δε το επιδοματικό σύστημα βάλλεται, σύσσωμοι οι καλλιτέχνες κινητοποιούνται ακυρώνοντας όλα τα φεστιβάλ, όπως χαρακτηριστικά συνέβη το 2003, και προκαλώντας σωστό πανικό στην εξουσία, αφού η κατάρρευση των φεστιβάλ συνεπάγεται κατάρρευση του τουρισμού. Όμως αμέσως μετά όλα επιστρέφουν στην προηγούμενη κανονικότητά τους: οι εκλεκτοί στη βελουδένια καρέκλα τους και οι πένητες στη γωνιά του δρόμου. Και το ίδιο πένθιμο εμβατήριο περί «αξίας» των εχόντων και «ποιότητας» του έργου τους νομιμοποιεί ξανά το σύστημα διαλογής, ενός ξεσκαρταρίσματος που καθιστά αόρατη και άρρητη την πλειάδα του «σκάρτου», η ύπαρξη της οποίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση για τον ορισμό του «μη σκάρτου».
Ποιο είναι λοιπόν το βαθύτερο νόημα της κατάληψης των κλειστών θεάτρων, όταν μέσα εισβάλλουν αυτοί που μονίμως θα τρώνε πόρτα όταν τα θέατρα είναι ανοιχτά; Μπαίνω για μια στιγμή μέσα, προφανώς δεν σημαίνει ότι παραμένω, αλλά ούτε και ότι αμφισβητώ ή κλονίζω τον τρόπο με τον οποίο οι πόρτες είναι ρυθμισμένες να ανοιγοκλείνουν. Ποιο είναι τελικά το ζητούμενο; Να διεκδικήσω μια θέση στη σορτ-λιστ των επιλεγμένων ή να ανατρέψω τον ίδιο τον μηχανισμό του ξεσκαρταρίσματος; Τι να κάνουμε; Να διεκδικήσουμε την εξουσία ή να ξεφύγουμε από τα δίχτυα της και να πειραματιστούμε με μορφές ζωής, δράσης, παραγωγής, τέχνης που θα την ακυρώνουν;
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από το γαλλικό παράδειγμα μάς αφορούν εξίσου. Είναι δύσκολο -και σίγουρα πολύ άδικο- να συνοψίσουμε σε μερικές αράδες τα όσα συνέβησαν στον καλλιτεχνικό χώρο τον τελευταίο χρόνο. Άλλωστε, σημαντικότερα είναι ίσως τα υπόγεια ρεύματα, και για να αναδυθούν χρειάζεται ακόμα χρόνος. Επιγραμματικά όμως, ας θυμηθούμε τον στρόβιλο του support art workers, τους μετασχηματισμούς που η εκ νέου πολιτικοποίηση έφερε στο διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ, τον τρόπο που αυτό φέρνει σε πέρας τις υποθέσεις του metoo, και βέβαια τη φυλάκιση του Λιγνάδη που έκανε αποδεκτή, χωρίς τριβές, από τον καλλιτεχνικό χώρο την ιδέα του διαγωνισμού για τις θέσεις των καλλιτεχνικών διευθυντών, μια ομοφωνία που δύο χρόνια πριν δεν προδιαγραφόταν δεδομένη. Και πίσω απ’ όλα αυτά, άπειρες συζητήσεις, ζυμώσεις, συναντήσεις, συνέργειες, πρωτοβουλίες, μετατοπίσεις… Μια απίθανη ενέργεια!
Όμως το καλοκαίρι πλησιάζει και, πέρα από την εδώ επιδοματική πολιτική που επίσης έφερε την αντίστοιχη ειρήνευση, η επιστροφή στην κανονικότητα είναι εν εξελίξει. Με όρους μάλλον χειρότερους, όταν για παράδειγμα, στο ελεύθερο θέατρο, οι πρόβες του χορού για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος πληρώνονται όσο ακριβώς το επίδομα, ήτοι 524€/μήνα, και οι περιοδείες 750€/μήνα για 25 παραστάσεις… Το καλοκαίρι στα θέατρα θα δούμε, φαίνεται, κανονικές ανθρώπινες τραγωδίες. Θα δούμε παραστάσεις βγαλμένες από το προ υγειονομικής κρίσης ψυγείο. Θα δούμε ουρές καλλιτεχνών να κουνούν λευκές σημαίες σε στέγες με σήμα το δολάριο, in got we trust. Θα συντάξουμε κώδικες και λίστες καλών πρακτικών, τσιρότα στις πληγές ενός διαλυμένου εργασιακού δικαίου. Θα υποδεχτούμε ένα κοινό διαφημίσεων, είτε αυτές αφισοκολλούνται, είτε μεταμορφώνονται σε ιλουστρασιόν συνέντευξη, ή ακόμα χειρότερα σε θεατρική κριτική.
Απέναντι στον οδοστρωτήρα του ΤΙΝΑ του νεοφιλελευθερισμού, μοιάζει σαν να έχουμε εσωτερικεύσει ότι εναλλακτικές δεν υπάρχουν. Σαν οι μικρο-μετατοπίσεις στο ήδη υπάρχον να είναι το μόνο φάσμα του εφικτού. Σαν το επείγον των εξελίξεων να καταπλακώνει το ξεπέταγμα του πυρήνα του προβλήματος: Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης; Σε ποιον απευθύνεται; Ποια μορφή και τι περιεχόμενο θα δώσει νόημα στην επόμενη μέρα; Πώς να κάνουμε τέχνη παντού, σε όλες τις πλατείες, σε όλους τους δρόμους, σε κάθε γειτονιά; Πώς να δραπετεύσουμε;