του Νίκου Σμυρναίου
Η κατάργηση του προγράμματος συνεργασίας της Meta με επαγγελματίες fact-checkers και η εισαγωγή ενός νέου συστήματος “κοινοτικών σημειώσεων” (community notes) συνιστούν μία από τις πιο αμφιλεγόμενες αλλαγές. Παρόμοιο με το αντίστοιχο μοντέλο του X (πρώην Twitter), το νέο σύστημα αντικαθιστά τους fact-checkers, τους οποίους ο Zuckerberg κατηγόρησε για “πολιτική μεροληψία” και υποστήριξε ότι “κατέστρεψαν περισσότερη εμπιστοσύνη από όση δημιούργησαν”. Ωστόσο, ο Zuckerberg για χρόνια υποστήριζε το αντίθετο ενώ οι συνεργαζόμενες εταιρείες fact-checking, όπως το Lead Stories, ανέφεραν ότι δεν είχαν δεχθεί ποτέ σχετικές παρατηρήσεις από τη Meta. Αυτή η εξέλιξη ευθυγραμμίζεται με τη ρητορική του Trump, ο οποίος έχει επανειλημμένα καταφερθεί κατά των fact-checkers, αλλά και γενικότερα κατά των επαγγελματιών δημοσιογράφων, κατηγορώντας τους για “μεροληψία” και “λογοκρισία”.
Η χαλάρωση του ελέγχου περιεχομένου αποτελεί ακόμη μία σημαντική μεταβολή. Η Meta ανακοίνωσε την άρση πολλών περιορισμών σε θέματα όπως η μετανάστευση και το φύλο, ισχυριζόμενη ότι οι προηγούμενοι περιορισμοί “δεν αντιστοιχούσαν στις ανάγκες του κοινού”. Η απόφαση αυτή επιτρέπει πλέον τη χρήση προσβλητικής γλώσσας και την έκφραση ρητορικής μίσους κατά μεταναστών και ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων καθώς και την αμφισβήτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, επιτρέπεται η διατύπωση ισχυρισμών περί ψυχικών ασθενειών ή ανωμαλίας όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό, υπό το πρόσχημα των πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Μια ακόμη πολυσυζητημένη κίνηση είναι η μεταφορά των ομάδων ελέγχου περιεχομένου από την Καλιφόρνια στο Τέξας με πρόσχημα το ότι η κυβέρνηση του Τέξας προστατεύει περισσότερο την ελευθερία έκφρασης. Αυτό προφανώς δεν ισχύει σε θέματα όπως το παλαιστινιακό ή οι εκτρώσεις. Στην πραγματικότητά η απόφαση αυτή του Zuckerberg ακολουθεί την κίνηση του Elon Musk να μεταφέρει την έδρα της Tesla και του X στο Τέξας και σε μια προσπάθεια να τον ανταγωνιστεί για να εξασφαλίσει την εύνοια του Trump.
Η Meta επίσης ανακοίνωσε την επαναφορά της προώθησης πολιτικού περιεχομένου στις πλατφόρμες της, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενο θα είναι “φιλικό και θετικό”. Αυτή η απόφαση, που αντιστρέφει την προηγούμενη πολιτική περιορισμού του πολιτικού λόγου, συμπίπτει χρονικά με την επιστροφή του Trump στον Λευκό Οίκο, γεγονός που προκαλεί εύλογα ερωτήματα σχετικά με το ποιου τύπου πολιτικά περιεχόμενα θα τύχουν ιδιαίτερης προώθησης.
Οι αλλαγές αυτές φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα πιέσεων που ήδη ασκεί το περιβάλλον του Trump πριν ακόμα έρθει στην εξουσία. Για παράδειγμα ο Brendan Carr, μέλλων επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) και προσωπική επιλογή του Trump, ασκεί ισχυρές πιέσεις στις τεχνολογικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Meta, με κεντρικό σημείο τις πολιτικές ελέγχου περιεχομένου.
Ο Carr κατηγόρησε τις εταιρείες αυτές για τη δημιουργία ενός “καρτέλ λογοκρισίας” μέσω των συνεργασιών τους με fact-checkers, ενώ οι πιέσεις περιλαμβάνουν απειλές για την ανάκληση της νομικής προστασίας βάσει του άρθρου 230 του νόμου περί επικοινωνιών, επιβεβαιώνοντας την πρόθεση της κυβέρνησης να ελέγξει τη διασπορά της πληροφορίας στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Ο οπορτουνισμός του Zuckerberg αποτυπώνεται σε μια σειρά πρωτοβουλιών, όπως η δωρεά ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων για την τελετή ορκωμοσίας του Trump, η προαγωγή του Joel Kaplan, στενού συνεργάτη του Brett Kavanaugh και εξέχοντος στελέχους των Ρεπουμπλικανών, στη θέση του επικεφαλής παγκόσμιων υποθέσεων, η ένταξη του Dana White, CEO του UFC και προσωπικού φίλου του Trump, στο διοικητικό συμβούλιο της Meta.
Συνολικά, οι τροποποιήσεις στην πολιτική της Meta αντικατοπτρίζουν μια ριζική αλλαγή στρατηγικής με στόχο την ευθυγράμμιση με την πολιτική εξουσία και τη μη διατάραξη της κερδοφορίας της. Αυτό καθώς αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο η εμπιστοσύνη του κοινού στα επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης και αυξάνεται η πολιτική επιρροή κάθε είδους « influencers » που αποκτούν τεράστια δύναμη στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Παρόλο που το σύστημα των fact-checkers έχει δείξει τα όρια του και έχει επικριθεί πολλές φορές – όπως στην περίπτωση των ελληνικών Hoaxes που διασύρθηκαν για την ανικανότητα τους τους και την ιδεολογική και πολιτική τους προκατάληψη – οι ανακοινώσεις της Meta θα επιδεινώσουν το πρόβλημα. Οι εξελίξεις αυτές θα υποβαθμίσουν δραστικά τον δημόσιο διάλογο, ο οποίος βρίσκεται ήδη σε οικτρή κατάσταση, και θα αυξήσουν την κυριαρχία του ακροδεξιού λόγου στο δημόσιο χώρο. Θα υπονομεύσουν επίσης περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στους επαγγελματίες δημοσιογράφους και θα νομιμοποιήσουν την ιδέα ότι κάθε δημοσιολογία έχει την ίδια αξία – για παράδειγμα, ένα ρεπορτάζ που υποστηρίζεται από στοιχεία και ένα επιφανειακό σχόλιο που βασίζεται σε μια γνώμη.