Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση – καταγγελία, «η ΕΚΠΟΙΖΩ το τελευταίο διάστημα έχει δεχθεί καταγγελίες από καταναλωτές οι οποίοι διαμαρτύρονται για κατασχέσεις από το Δημόσιο σε κοινούς λογαριασμούς συνταξιοδοτικούς- ακατάσχετους, που τηρούν με άλλους συνδικαιούχους».
Σύμφωνα με τις καταγγελίες των πολιτών που δέχετια η «ΕΚΠΟΙΖΩ», φαίνεται ότι «ακόμα και αν ο δικαιούχους του μισθού ή της σύνταξης δεν οφείλει στο Δημόσιο, μόνο ένα μέρος αυτής προστατεύεται, εφόσον υπάρχει ή υπάρχουν άλλοι συνδικαιούχοι του λογαριασμού που οφείλουν στο Δημόσιο. Επιπροσθέτως διαπιστώνουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις κατάσχουν όλο το ποσό του κοινού λογαριασμού, ο οποίος είναι ακατάσχετος για τον πρώτο δικαιούχο.»
Όπως έγινε γνωστό σε απάντηση της ΑΑΔΕ, στον βουλευτή της ΝΔ, Χρήστο Σταϊκούρα, η ΑΑΔΕ υποστηρίζει ότι εάν ένας λογαριασμός είναι κοινός για δύο φορολογούμενους, ενώ ο ένας εκ των δύο είναι οφειλέτης και ο άλλος όχι, η ΑΑΔΕ έχει το δικαίωμα να κατάσχει έως και το μισό του ποσού που βρίσκεται στον συγκεκριμένο λογαριασμό, ακόμα και εάν ο έτερος δικαιούχος και μη οφειλέτης τον έχει δηλώσει ως «ακατάσχετο». Στην απάντηση της η ΑΑΔΕ επικαλείται την «ισχύουσα νομοθεσία»
Ωστόσο η «ΕΚΠΟΙΖΩ» υποστηρίζει ότι «η πρακτική αυτή απέχει τελείως από την πραγματικότητα», προσθέτοντας ότι η νομική πραγματικότητα είναι η εξής:
Οι μισθοί και οι συντάξεις (και τα επιδόματα) είναι ακατάσχετες, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε του ΚΕΔΕ, όπως ισχύει. Επίσης, κάθε πολίτης μπορεί να δηλώσει έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό, σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα, στον οποίον θα μπορεί να καταθέτει ποσά ακατάσχετα μέχρι του ορίου των 1.250 ευρώ, ανεξάρτητα αν αυτά προέρχονται από μισθούς, συντάξεις ή π.χ. αποταμιεύσεις (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΕΔΕ). Όταν υπάρχει λογαριασμός μισθοδοσίας ή συνταξιοδοτικός, τότε μόνο αυτός μπορεί να δηλωθεί ως ο “ακατάσχετος” λογαριασμός.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν.5638/1932: “… κατάσχεση της κατάθεσης επιτρέπεται, έναντι όλων των κατασχόντων, τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ ίσα μέρη”.
Στην πραγματικότητα, τα δύο παραπάνω άρθρα όχι μόνο δε συγκρούονται, αλλά ρυθμίζουν τελείως διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Το άρθρο 4 Ν.5638/1932 θεσπίστηκε προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα του συνδικαιούχου που έχει χρέη σε πιστωτή (εδώ στο Δημόσιο) που προβαίνει σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου (της τράπεζας) και όχι για να ανοίξει την πίσω πόρτα της κατάσχεσης ακατάσχετων απαιτήσεων, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις.
Έτσι, λοιπόν, συμπληρώνει η «ΕΚΠΟΙΖΩ», «ακόμα και αν μία σύνταξη, που είναι ακατάσχετη από το Δημόσιο μέχρι του ποσού των 1.000 ευρώ και κατά 50% από το ποσό των 1.001 έως 1.500 ευρώ, έχει κατατεθεί σε κοινό λογαριασμό, όπου ο άλλος συν δικαιούχους οφείλει στο Δημόσιο, ακόμα και αν τεκμαίρεται ότι ως ποσό ανήκει κατά 50% σε εκείνον, δεν παύει να έχει το χαρακτήρα της ακατάσχετης σύνταξης. Επομένως, απαγορεύεται η κατάσχεσή της».
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ένας λογαριασμός έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος. Είτε ανήκει εξ ολοκλήρου στον έναν από τους δύο συνδικαιούχους είτε, λόγω του τεκμηρίου, κατά 50% στον καθένα, δεν παύει να είναι ακατάσχετος μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ. Δηλαδή, είτε ισχύει το παραπάνω τεκμήριο είτε όχι, τα ακατάσχετα ποσά του άρθρου 31 ΚΕΔΕ δε χάνουν τον ακατάσχετο χαρακτήρα τους και προστατεύονται εξ ολοκλήρου.»
Σύμφωνα με την Ένωση Καταναλωτών η πρακτική της ΑΑΔΕ «δεν είναι μόνο προκλητική από επιστημονικής άποψης αλλά και επικίνδυνη για τη διαφύλαξη ζωτικής σημασίας δικαιωμάτων των συμπολιτών μας».
Η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί τη ΑΑΔΕ να απέχει από αυτές τις ενέργειες τηρώντας τη νομοθεσία και σεβόμενη τα δικαιώματα των πολιτών.
Τέλος, η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί τους καταναλωτές που αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα να απευθύνονται στα τηλέφωνά της και να υποβάλουν τις καταγγελίες τους.