Συνέντευξη στον Γιώργο Μουργή και την Τζένη Τσιροπούλου

Κείμενο: Τζένη Τσιροπούλου

Η Αθηνά ζει σε ένα ελληνικό νησί και το μπαλκόνι της είναι σαν να αρμενίζει στη θάλασσα. Συντροφιά της μονάκριβη είναι τα σκυλιά της, οι γάτες της και ο κήπος της με τη ροδιά, τις φιστικιές, τη βερικοκιά, τις ελιές και τα τριαντάφυλλα. Γεννήθηκε το 1955 στο βλαχοχώρι Τρυγώνα στην ορεινή Θεσσαλία και σπούδασε φιλολογία. Νεαρή κοπέλα, στα 19 της, γνώρισε τον συγγραφέα και στιχουργό, Γεράσιμο Τσάκαλο. Μελοποιημένος από τον Βασίλη Τσιτσάνη, πολλά από τα τραγούδια του έχουν συντροφεύσει στιγμές μας. Χάρη στον Γεράσιμο, η Αθηνά αγάπησε τη λογοτεχνία. Τους διαλόγους των ηρώων της τους πλάθει στο μυαλό της όταν κάνει βόλτα στο βουνό, πριν να τους ακουμπήσει στο χαρτί. Έγνοια της δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά το πώς θα φτάσουμε στο όνειρο και τις ουτοπίες μας, πώς δε θα συμφιλιωθούμε με το λίγο, με τα λίγα.

Η Αθηνά Τσάκαλου είναι η μητέρα του Χρήστου και του Μάκη (Γεράσιμου) Τσάκαλου που βρίσκονται στη φυλακή εδώ και μερικά χρόνια ως μέλη της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Το 2015 συνελήφθη και η ίδια, κατηγορούμενη για υπόθαλψη εγκληματία και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Δε μεμψιμοιρεί και ακόμα και μέσα από ένα τέτοιο τραχύ βίωμα, κρατάει μόνο τα καλά που μένουν. 

Μια ηλιόλουστη μέρα του Απριλίου μάς φιλοξένησε στο σπίτι της, ένα σπίτι που μοιάζει σαν να κουρνιάζουν μέσα του οι ήρωες από το πρώτο της μυθιστόρημα «Οι Λεηλάτες του Μεσημεριού», το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Η πρωταγωνίστριά της, η Λένη, είναι μία φοιτήτρια από ένα χωριό με βουνά και πηγές. Μία μαλακή ύπαρξη, που πολλά από τα γνωρίσματα τού χαρακτήρα της «οπισθοχωρούν, μαγκώνονται» για να αφήσει χώρο σε ανθρώπους «που ακόμα κι ο αέρας που τους περιβάλλει αποκτά κάτι από τον πυρετό τους και το γέλιο τους αφήνει αντίλαλο στο δωμάτιο». Ο αδερφός της Λένης, ο Σταύρος, είναι αναρχικός και σκοτώνεται μετά από συμπλοκή με αστυνομικούς, σαν άλλος Ίκαρος που το όνειρό του έβαλε φωτιά στα φτερά του. Η Αθηνά Τσάκαλου αφηγείται την ιστορία του μέσα από τα μάτια της μάνας, του πατέρα μετανάστη και κυρίως της αδελφής τού νεαρού αναρχικού. Από τους ήρωες που έπλασε, ο αγαπημένος της είναι ο μοναχός Δανιήλ που ζει παρέα με κιτρινισμένα βιβλία τα οποία μιλάνε για την επανάσταση.

«Οι Λεηλάτες του Μεσημεριού» μού άφησαν μία μελαγχολία και μία πίστη για τον κόσμο, μία ανάγκη να βρω τους δικούς μου ανθρώπους και μία γεύση από μήλο, κυδώνι και καρύδια, που έκρυβε η Λένη στις τσέπες της.

Βάλαμε καφέ στις κούπες και συζητήσαμε ώρες για τα βιβλία, τη ζωή της, τα παιδιά της, το πώς περνάει τις μέρες της στο νησί το οποίο δε θα εγκατέλειπε με τίποτα για την Αθήνα, τα τραγούδια του άντρα της, τη μάνα της, τα λόγια που γίνονται «εφαλτήριο για να πάνε λίγο πιο μακριά οι πράξεις» και για εκείνους τους ανθρώπους που «τους κυριεύει ένας αλλόκοτος ενθουσιασμός, μια έπαρση σχεδόν θεϊκή».

«Οι Λεηλάτες του Μεσημεριού». Πώς επέλεξες αυτόν τον τίτλο;
 
Κοίτα, για μένα υπάρχουν κάποια βιβλία στα οποία πάντα επανέρχομαι, δεν τα βάζω ποτέ σε ράφι βιβλιοθήκης. Είναι κάτι σαν τον Νίτσε που τον ανοίγω όταν απελπίζομαι από την αδυναμία μου, σαν τις ερωτευμένες γυναίκες του Λώρενς όταν θέλω να θυμηθώ τα χρώματα του ρομαντισμού, του υπερβολικού ρομαντισμού, ή σαν τη Βίβλο που συνήθως την διαβάζω για να στηρίζω σθεναρά τις αντιρρήσεις μου. Κάποια κείμενα με γοητεύουν με την ομορφιά τους και κάποια άλλα με συγκινούν με το πένθος τους. Έτσι λοιπόν, τον χειμώνα του 2010, όταν εγώ βίωνα την αρχή μιας δύσκολης ιστορίας -είχαν συλλάβει τον γιο μου τον Μάκη ως μέλος της επαναστατικής οργάνωσης Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς- βρήκα ένα εδάφιο του Ιερεμία που περιείχε όλον τον θρήνο μου: «Ουαί εις εμέ μήτερ μου διότι εγέννησες εμέ άνδρα έριδος και άνδρα φιλονικείας μεθ’ όλης της γης…». Και λίγο παραπάνω λέει: «Έφερα επί τας μητέρας των νέων, λεηλάτην εν μεσημβρία. Επέφερα επ’ αυτάς εξαίφνης ταραχάς και τρόμους». Από αυτούς τους στίχους πήρα τον τίτλο του μυθιστορήματος.

Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις, Αθηνά, όταν πρωτοέμαθες για τη σύλληψη του γιου σου; Και ποιες υπήρξαν τότε οι διέξοδοί σου από αυτή την ταραχή και τον τρόμο;

Σε τέτοια γεγονότα ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Νιώθεις μετέωρος και μέχρι να βρεις ξανά τις ισορροπίες σου χρειάζεσαι χρόνο. Όσο για τις διεξόδους, το γράψιμο υπήρξε μια τέτοια διέξοδος, ένα είδος διαλόγου με τον εαυτό μου και τις επιλογές των παιδιών μου.

Και δεν άργησε και μια άλλη περιπέτεια, όπως την περιγράφεις και στο βιογραφικό σου σημείωμα στο βιβλίο: «Μου έρχεται στον νου η γνωστή φράση του Αντόρνο: “Μετά το Άουσβιτς, είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση”. Ήταν πριν επτά χρόνια όταν συνέλαβαν τα παιδιά μου για συμμετοχή στην επαναστατική αναρχική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και ήταν επίσης πριν δύο χρόνια όταν βρέθηκα κι εγώ στη φυλακή για υπόθαλψη εγκληματία (φιλοξένησα μια καταζητούμενη φίλη τους στο σπίτι μου) αλλά κατηγορήθηκα και για μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και υπήρξα ένα χρόνο εξόριστη στη Σαλαμίνα περιμένοντας τη δίκη. Μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα είπα λοιπόν πως οποιαδήποτε ενασχόληση με τη λογοτεχνία θα ήταν τουλάχιστον ακραία κενοδοξία από μέρους μου».

Γιατί αποφάσισες τελικά να γράψεις και να μας αφηγηθείς αυτή την ιστορία; 

Η αλήθεια είναι πως σε χρόνια ήσυχα, τότε που ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτα με τα παιδιά μου, είχα βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό μου: αν θα κατάφερνα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Κι αυτό βέβαια δεν προέκυψε έτσι τυχαία. Από τα 19 μου, τότε που γνώρισα τον σύντροφό μου τον Γεράσιμο Τσάκαλο, έναν από τους καλύτερους Έλληνες συγγραφείς που δεν κρύβω ότι θαυμάζω πάντα το έργο του, μαθήτευσα κοντά του στο θέμα της λογοτεχνίας. Μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του, έβαλα λοιπόν αυτό το στοίχημα. Κατά παράξενο τρόπο, σαν ένα προμήνυμα για το μέλλον -να σου πω ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλώ έτσι γιατί έχω μια βαθιά επιθυμία για τα παράξενα, τα ανεξήγητα που δεν συμβαίνουν συχνά- είχα διαλέξει ήδη πολλά χρόνια νωρίτερα για θέμα, αυτούς για τους οποίους λέω σε κάποιο σημείο του βιβλίου μου: «Για χρόνια, νύχτες ολόκληρες κυριεύουν τη σκέψη μου οι άνθρωποι που κρατούν όπλο στο χέρι, οι άνθρωποι που τριγυρνούν τις νύχτες στις πόλεις με στουπί και βενζίνη και πυρπολούν τα κέντρα της εξουσίας και του χρήματος. Κι αυτοί οι άλλοι οι δάσκαλοι, που φορούν μακριούς χιτώνες, σανδάλια στα πόδια τους κι έχουν άδεια χέρια, το μόνο όπλο τους είναι ο λόγος τους».

Σε μια συνέντευξη σου έχεις πει, μάλιστα, ότι το πρόσωπο του νεκρού αναρχικού Χρήστου Τσουτσουβή, μέσα από την εικόνα που διακινούνταν στην τηλεόραση ώστε αυτός να αναγνωριστεί, ήταν αυτή που σε ενέπνευσε.

Η εικόνα που μου έδωσε την ιδέα για το μυθιστόρημα, ήταν πράγματι μια εικόνα από την δεκαετία του ‘80. Ήταν αυτή η εικόνα του νεκρού Χρήστου Τσουτσουβή στις οθόνες των τηλεοράσεων, όταν σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή με αστυνομικούς και επειδή δεν είχε στοιχεία ταυτοποίησης πάνω του, πρόβαλλαν την εικόνα του συνέχεια για να αναγνωριστεί.

«Πόσες φορές θυμόμουνα αυτό το τραγούδι της μάνας μου, όχι το τραγούδι, αυτή τη δειλή και ψιλή φωνή της κι ήταν αυτή η θύμηση, ένα χρυσό σχοινί που με κρατούσε από τα ριψοκίνδυνα μονοπάτια, ήταν δεσμός και χειροπέδη και δεν με άφηνε να τρέξω στους επικίνδυνους, γοητευτικούς ή απλώς άγνωστους δρόμους της ελευθερίας και της παραβατικότητας» λέει η πρωταγωνίστρια, η Λένη σου.

Η οικογένεια μπορεί να είναι βάρος; Αυτή η αγάπη είναι παράγοντας ανελευθερίας;

Είναι αυτό ακριβώς που λέει, ένα χρυσό σχοινί, μια χειροπέδη που κάποιους τους κρατάει και δεν τους αφήνει ελεύθερους. Όχι πως αυτοί που τολμούν να περπατήσουν σ΄αυτούς τους άλλους δρόμους δεν αγαπούν, αλλά τους κυριεύει ένας αλλόκοτος ενθουσιασμός, μια έπαρση σχεδόν θεϊκή. Νιώθουν καθαροί, λαμπεροί, διεκδικώντας τα πάντα. «Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε», λένε σε κάποιο σημείο του βιβλίου, «γιατί στην πραγματικότητα όλοι και εσείς οι απ’ έξω ξέρετε πως η ομορφιά είναι με το μέρος μας».

Και σε ένα άλλο σημείο γράφεις: «Και θα ζήσουν πάλι οι άνθρωποι ήχους εξέγερσης και θα δουν πρόσωπα νεανικά ανδρών και νέων γυναικών να ενσαρκώνουν τους κρυφούς τους πόθους […] αυτοί ορμούν στον κόσμο όχι ως σωτήρες αλλά ως νέοι προμηθείς κρατώντας αναμμένους πυρσούς για να φωτίσουν τις νύχτες του κόσμου και να φωνάξουν: “δεν είναι η μοίρα σας να ζείτε σαν τρυφερά και άβουλα μυρμήγκια”. Και τότε γεμίζουν τα κελιά με Κρατούμενους που επιμένουν να πιστεύουν πως μπορούν οι άνθρωποι να είναι υπέροχοι και μετατρέπουν τις φυλακές στα πιο φωτεινά σημεία του κόσμου ετούτου». 

Αφουγκράζεσαι και εξανθρωπίζεις έναν πολιτικό χώρο, τον αναρχικό χώρο, ο οποίος είναι πεισματικά δαιμονοποιημένος από πολλούς.

Δεν με φοβίζει ο ηρωικός τόνος που δίνω κάποια στιγμή στην ιστορία μου, δεν με φοβίζει το ότι κάποιες φορές ομορφαίνω ίσως με υπερβολή κάποιες πλευρές αυτών των ανθρώπων. Δεν με φοβίζει γιατί στόχος μου δεν είναι αυτό που λέμε πραγματικότητα, αλλά η επιθυμία, το όνειρο. Και τι είναι πραγματικότητα. Άραγε υπάρχει μόνο μία ανάγνωση της πραγματικότητας;

Αλλά, όχι, δεν εντοπίζω το θέμα ούτε στην αναρχία, ούτε σε κάποια άλλη ιδεολογία. Εκείνο που με απασχολεί είναι γενικά ο επαναστατημένος άνθρωπος.

Ο Χρήστος και ο Μάκης το διάβασαν το βιβλίο; Πώς τους φάνηκε;

Στα παιδιά μου είχα δώσει τα χειρόγραφα. Με ενδιέφερε πολύ η γνώμη τους. Επειδή μιλούσα για πράγματα που τους άγγιξαν περισσότερο, ήθελα να ακούσω πώς έβλεπαν τη δική μου προσέγγιση. Αυτό που κράτησα από την ανάγνωσή τους ήταν ότι μου είπαν πως τους συγκίνησε.

Ποιες ήταν οι δύσκολες στιγμές κατά τη συγγραφή των «Λεηλατών»;

Θα έλεγα ότι δεν υπήρξαν δύσκολες στιγμές.

Μια φιγούρα αμφίσημη για εμένα ήταν ο μοναχός Δανιήλ. Πιστεύει στην επανάσταση, διαβάζει επαναστατικά βιβλία και ταυτόχρονα ενδύεται τον χιτώνα του μοναχού και ζει στο μοναστήρι. Αναρχία και θρησκεία ακούγεται ένας παράδοξος εναγκαλισμός, σαν δύο αντίθετοι πόλοι -αν και ιστορικά ήρθαν κοντά αυτοί οι δύο χώροι, αλλά σε μας είναι πάντα χωριστοί. Γιατί θέλησες να τα συμφιλιώσεις; 

Ο άνθρωπος ο επαναστατημένος κινείται στα άκρα, ο άνθρωπος που αναζητά, ή καλύτερα θέλει να αναμετρηθεί με τον θεό, να τον κρίνει ή ακόμα και να τον απορρίψει, κι αυτός κινείται στα άκρα. Τους διαπερνά μια κοινή ιερή τρέλα. Θέλουν και οι δύο μιαν άλλη ζωή μέσα από διαφορετικούς δρόμους. Κάτι άλλο που με κάνει να ασχολούμαι με τη θρησκεία είναι η διαπίστωση ότι εδώ στην επαρχία, η εκκλησία είναι τόπος συνάντησης των ανθρώπων και κυρίως των γυναικών που αυτές κυρίως επηρεάζουν, διαπαιδαγωγούν και ανατρέφουν τους νέους ανθρώπους -τους ανταγωνίζεται βέβαια η τηλεόραση αλλά ακόμα έχουν δύναμη στα χέρια τους. Πριν λίγες μέρες παρακολούθησα -ομολογώ πως το έκανα από περιέργεια και μόνο- μία τελετή κουράς ενός μοναχού. Ε, ναι! Ξέρουν να στήνουν τελετές, είπα στον εαυτό μου. Ήταν μια τελετή μεσαιωνικού ύφους, κι εκείνο που πρόσεξα ήταν η ευχαρίστηση και το ρίγος που ένιωσαν οι γυναίκες -και μη νομίσετε τίποτα γυναίκες γριές. Ήταν πολύ νεότερες από μένα, εγώ ίσως ήμουν από τις μεγάλες. Μας αρέσουν τα παραμύθια, οι τελετουργίες, υποκύπτουμε πρόθυμα και γλυκά στην παραπλάνηση, όχι μόνο της θρησκείας, αλλά και του διαδικτύου. Μου φαίνεται πως για να αλλάξει ο κόσμος πρέπει να δοθεί μεγάλη βαρύτητα στους μύθους, να φτιαχτούν καινούργιοι μύθοι. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι από παιδιά αγαπάμε τα παραμύθια.

Πώς περνάς αλήθεια τις ώρες και τις μέρες σου στο νησί; Διαβάζεις πολύ;

Το πρώτο που μπορώ να πω είναι πως είμαι αγρότισσα, ίσως ερασιτέχνης ως προς την παραγωγή σοδειάς, αλλά κανονική ως προς τις εργασίες. Οργώνω, κλαδεύω, κόβω τα χορτάρια της άνοιξης -αν και τώρα τελευταία αμφισβητώ την ειρηνικότητα των γεωργικών εργασιών, καθώς η φόρμα που φορώ γεμίζει με το πράσινο αίμα των φυτών που κόβω, με τις κομμένες μέλισσες και τα μαδημένα φτερά των πεταλούδων. Το διάβασμα είναι επίσης μία από τις αγαπημένες μου συνήθειες. Διαβάζω κάθε μέρα αλλά καθώς περνούν τα χρόνια όλο και πιο δύσκολα διαβάζω κανονικά. Συνήθως ξεφυλλίζω και σταματώ κάπου-κάπου και διαβάζω. Ναι, ακούγεται κάπως αυτό, αλλά είναι η αλήθεια.

Αυτές τις μέρες, διαδραματίζονται γεγονότα όπως η απεργία πείνας του κρατούμενου Βασίλη Δημάκη που αγωνίζεται για να σπουδάσει μέσα από τη φυλακή, η ιστορία των νεαρών παιδιών που αθωώθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση αλλά καταδικάστηκαν ως «ατομικοί τρομοκράτες», η ιστορία της Ηριάννας, του Περικλή, του Τάσου Θεοφίλου. Με την πείρα της ζωής σου, τη δική σου φυλάκιση, την εμπειρία με τα παιδιά σου, γιατί το κράτος πιστεύεις ότι στοχοποιεί και τιμωρεί δυσανάλογα αυτό το κομμάτι της κοινωνίας του; Εσύ μάλιστα, είχες γράψει στην επιστολή σου από τις φυλακές: «Θα είμαι πάντα υπόλογη απέναντι σ’ αυτή τη νέα γενιά των ανθρώπων γιατί κι εγώ, όπως όλες οι μάνες και οι πατέρες της ηλικίας μου, δεν καταφέραμε να παραδώσουμε στους γιους μας και στις κόρες μας έναν κόσμο καλύτερο».

Γιατί τους στοχοποιεί και τους τιμωρεί δυσανάλογα; Με τα λίγα που ξέρω -έτσι θα το πω γιατί έτσι το νιώθω, δεν είμαι ειδικός και μπορεί να κάνω και λάθος- η παραβατικότητα των πολλών ανθρώπων ξεκινά από προσωπικό όφελος, έτσι όπως ο καθένας μπορεί να το σκεφτεί αυτό, και τελειώνει πάλι με σκοπό το προσωπικό όφελος. Όχι πως στους επαναστατημένους ανθρώπους δεν υπάρχει προσωπικό όφελος, όμως εδώ ο στόχος είναι μια άλλη ποιότητα ζωής και αυτό αφορά ουσιαστικά και όλους τους άλλους. Και είναι ένας λόγος που αν γίνει αντιληπτός από τους πολλούς ενέχει πάντα έναν κίνδυνο εξέγερσης. 

Είναι αλήθεια πως νιώθω υπόλογη ως άνθρωπος που τώρα μπαίνει σιγά-σιγά στη σειρά των αναχωρούντων, και κυρίως με καταλαμβάνει ένας φόβος και θυμός γιατί όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ τον τρομερό ρόλο των ΜΜΕ. Δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε στον κόσμο αυτή η εφιαλτική δυνατότητα ελέγχου και χειραγώγησης των ανθρώπων. Είναι ο πόλεμος που διεξάγεται καθημερινά στους χώρους των σπιτιών μας, ο πόλεμος των μικρών ειδήσεων που κρατά απασχολημένο το μυαλό μας, ο πόλεμος της παραπληροφόρησης που ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποια είναι αλήθεια, κι όταν δεν ξέρεις την αλήθεια αποδυναμώνεσαι, γίνεσαι άβουλος, ζωντανός νεκρός, προσηλωμένος στις οθόνες της τηλεόρασης, των τάμπλετ, των κινητών τηλεφώνων… Όλα αυτά που λες, η απεργία πείνας του Δημάκη, οι «ατομικοί τρομοκράτες», η Ηριάννα, ο Περικλής, ο Τάσος Θεοφίλου, μπορούν και τα περνούν σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο ή ακόμα και τα αποσιωπούν. Και θα πει κανείς, δεν υπάρχει ελπίδα; Αν κάτι μου δίνει ελπίδα στον κόσμο είναι η δυνατότητα δραστικής παρέμβασης που έχουν οι άνθρωποι στην ιστορία, είναι τα «γιατί» που μπορούν και θέτουν οι άνθρωποι σε μορφές καταπίεσης και αδικίας, είναι οι καινούργιες δυνατότητες παρέμβασης που δίνει το διαδίκτυο.

Για να σε προλάβω, αν σκέφτεσαι ότι μιλάω αγνοώντας αυτά που έδειξε η ιστορία, θα σου πω πως η ιστορία δεν τελείωσε. Ναι, είναι αλήθεια πως υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στα λόγια των φιλοσοφιών, των ποιημάτων, των ουτοπιών και των πράξεων των ανθρώπων που επιθυμούν την αλλαγή. Αλλά λέω πως είναι φυσικό και αναγκαίο αυτό το χάσμα, γιατί οι λέξεις λειτουργούν πάντα ως εφαλτήριο για να πάνε λίγο πιο μακριά οι πράξεις.

Πώς ήταν το να βρίσκεσαι ξαφνικά στη φυλακή λόγω και της ποινικοποίησης της συγγενικής σου σχέσης με τα παιδιά σου;

Αυτό που μου άφησε η φυλάκισή μου, ήταν μια περίεργη συγκίνηση γιατί περπάτησα τους διαδρόμους που περπάτησαν τα παιδιά μου και όχι μόνο. Γιατί κοιμήθηκα σ’ εκείνο το μικρό ασφυκτικό κελί στη ΓΑΔΑ, γιατί διέτρεξα τους δρόμους της πόλης με τα χέρια δεμένα στις πλάτες όπως εκείνοι, και κατάλαβα την τρελή χαρά των οδηγών της αντιτρομοκρατικής όταν με τον ήχο των σειρήνων τρέχουν ως νικητές, τρομοκρατώντας τους άλλους οδηγούς. Είναι η ώρα τους βλέπεις.

Διηγήματα που έγραφες στο Facebook, συλλέχθηκαν και έγιναν το πρώτο σου βιβλίο «Το γέλιο του νερού», τα έσοδα από το οποίο πήγαν στους πολιτικούς κρατούμενους. Εκεί, όπως και στους «Λεηλάτες του Μεσημεριού», η μάνα κατέχει ιδιαίτερη θέση. Ποια ανάγκη σε κάνει να την τοποθετείς στο προσκήνιο τόσο έντονα;

Αυτό είναι αλήθεια και συμβαίνει γιατί εγώ λειτουργώ κυρίως ως μάνα. Αλλά ακόμα, πηγή έμπνευσης για τις ιστορίες του χωριού ήταν η δική μου μάνα, που τα τελευταία χρόνια, τους χειμώνες, όταν καθόμασταν μαζί κοντά στο τζάκι, μου μιλούσε συνέχεια για ιστορίες από τη νεανική της ζωή. Ήταν πολύ καλή αφηγήτρια. Και είναι αλήθεια παράξενο το πόσο επίμονα, όταν περάσουμε ακόμα και τα 80, επιστρέφουμε στους τόπους της πρώτης μας νιότης, επιστρέφουμε στα παιδικά μας χρόνια σαν να συμβαίνει μια παράλογη διαγραφή των ενδιάμεσων χρόνων.

«Δε δέχομαι κανένα στρίμωγμα, καμιά πειθαρχία, ούτε τις εποχιακές τους ηθικές, που είναι σαν τις φράουλες την άνοιξη και σαν τα παγωτά το καλοκαίρι. Δεν αξίζει κανένας κόπος για να ζήσεις ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο. Εκείνο που έχει αξία είναι να μπορείς να γίνεσαι ένα ζώο που να τα καταλαβαίνει όλα και να επιμένεις να είσαι ζώο, κι όταν οι άλλοι, για να μπουν στα σπίτια τους, καθαρίζουν τα παπούτσια τους στα ποδόμακτρα, εσύ, που θα έρχεσαι από τους βάλτους, να μπαίνεις με τις λασπωμένες αρβύλες σου στα σαλόνια τους με τα παχιά χαλιά και να αφήνεις αποτυπώματα, κόκκινα αποτυπώματα σαν αίμα. Σε όλα, σε κάθε σου κίνηση να υπάρχει η ηρεμία, η αδιαφορία, το νωχελικό περπάτημα του λιονταριού».

Ένα μικρό κομμάτι από το βιβλίο του Γεράσιμου Τσάκαλου «Τζοτζό θέλω να με λένε», που το έγραψε λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Κάποιοι λένε ότι η στάση του πρωταγωνιστή ήταν στάση ζωής και για τον ίδιο τον Γεράσιμο. Θεωρείς ότι ήταν σαν να άφησε μια παρακαταθήκη για τα δυο σας αγόρια, τον Μάκη και τον Χρήστο;

Δύσκολα θα το έλεγα παρακαταθήκη γιατί είναι μια πολύ ακραία στάση ζωής. Σίγουρα όμως είναι μια προτροπή να περιφρονεί κανείς το λούστρο των πραγμάτων και των ανθρωπίνων σχέσεων και να μην διστάσει να γίνει ταξιδευτής και ψαράς που θα ρίχνει σε βαθιές θάλασσες το χρυσό αγκίστρι για να ψαρέψει το καινούργιο και το σπουδαίο.

Πριν σε αποχαιρετήσουμε Αθηνά, «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»: ένα πολύ αγαπημένο μας τραγούδι που μελοποίησε ο Βασίλης Τσιτσάνης, σε στίχους του άντρα σου, Γεράσιμου Τσάκαλου. Έτυχε ποτέ να του το τραγουδήσεις;

Ήταν ένα τραγούδι που το έγραψε πριν γνωριστούμε, και όταν οι άνθρωποι συναντιούνται, όταν ερωτεύονται, ποτέ δεν μιλούν για το παρελθόν. Μιλούν για τα παιδικά τους χρόνια, για τα όνειρά τους, τα σχέδιά τους, αλλά φροντίζουν με πολύ πάθος να μην φανούν στον ορίζοντα περίεργες ζυγαριές και συγκρίσεις.