Του Κώστα Κουτσουρέλη
Συγγραφέα, διευθυντή του περιοδικού Νέο Πλανόδιον

Όχι με ένα αλλά με δυο της κείμενα απανωτά κατακεραυνώνει η Αthens Review of Books στο φύλλο της του Σεπτεμβρίου το περιοδικό Νέο Πλανόδιον και τον υποφαινόμενο. Και το μεν πρώτο απ’ αυτά, που υπογράφει η διεύθυνσή της, δεν σηκώνει σχόλιο. Το αψίθυμο κατηγορώ του κ. Βασιλάκη («παρέες κηνσορίσκων», «αυριανικού τύπου εκστρατείες» κ.ο.κ.) πιο πολύ σύγχυση και ταραχή προδίδει παρά ανωτερότητα και αφ’ υψηλού καταδίκη. Κρίμα! Στο Νέο Πλανόδιον έχουμε περί πολλού την παθιασμένη πολεμική, και θα μπορούσαμε να την ανεχτούμε ακόμη κι αν ήταν μονόπλευρη ή κραυγαλέα  – φτάνει νά ’χε όντως κάτι να πει. 
 
Η επιστολή του κ. Σταύρου Πετσόπουλου αντίθετα, ανθρώπου διακεκριμένου των γραμμάτων μας και δημιουργού των Εκδόσεων Άγρα, καθότι ευπρεπής και νηφάλια, σηκώνει και παρασηκώνει και σχολιασμό και αντίκρουση. Με τον τρόπο της, εγείρει ζητήματα καίρια και ουσιώδη για τη λεγόμενη πνευματική μας ζωή. Χαίρομαι λοιπόν για την ευκαιρία που μου παρέχει να ξεκαθαρίσω τη θέση μας ως προς αυτά. 
 
Από τα γραφόμενά του συνάγω ότι ο κ. Πετσόπουλος αγνοεί το περιεχόμενο της έρευνάς μας για τη λογοκλοπή («Φάκελος Λογοκλοπή», Νέο Πλανόδιον, τχ.  1,  χειμώνας 2013-2014). Και ότι η εικόνα που έχει σχηματίσει γι’ αυτήν είναι μάλλον από δεύτερο χέρι, πρωτίστως από τα άρθρα του τρέχοντος τεύχους («Φάκελος Λογοκλοπή: Ο κριτικός απόηχος», ΝΠ, τχ. 2, καλοκαίρι 2014). Όμως αυτά τα τελευταία έχουν να κάνουν με το ειδικό ζήτημα της ποιητικής λογοκλοπής και δεν αφορούν την λογοκλοπή εν γένει. Τώρα, επειδή η ποιητική λογοκλοπή έχει καταστεί εδώ σε μας περίπου συνώνυμη με το πρόσωπο του Χάρη Βλαβιανού, και επειδή οι τρεις από τους πέντε αρθρογράφους του δεύτερου τεύχους μας αναφέρονται όντως σ’ αυτόν (δευτερευόντως ωστόσο, το βασικό θέμα εκεί είναι άλλο: οι θεωρητικές απόψεις του Νάσου Βαγενά), δεν είναι ίσως παράξενο ότι ο επιστολογράφος αφήνεται να παρασυρθεί σε βεβιασμένο συμπέρασμα. «Δυο τεύχη του νέου καλού περιοδικού με μεγάλο αφιέρωμα σε μια μπαγιάτικη ιστορία», ισχυρίζεται, «είναι πολύ».
 
Είναι όντως έτσι; Ας δούμε το πράγμα από πιο κοντά. Στο ΝΠ1 η έρευνα περί λογοκλοπής καλύπτει 21 σελίδες – περίπου 7000 λέξεις. Σ’ αυτήν εκτίθενται διεξοδικά οι νομικές, φιλοσοφικές, αισθητικές όψεις του θέματος και επιχειρείται αναδρομή στην ιστορία της λογοκλοπής στην Ελλάδα από τις αρχές του 19ου αιώνα έως σήμερα. Από τα σκάνδαλα που βγήκαν στο φως τα τελευταία χρόνια, εκτενής λόγος γίνεται για τον δημοσιογράφο Στέλιο Κούλογλου, τον μαθηματικό, παλαιό πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Νικόλαο Αρτεμιάδη, τον πανεπιστημιακό και βουλευτή Γιάννη Πανούση. Ακόμη μνημονεύεται η εντελώς πρόσφατη υπόθεση της Φωτεινής Τομαή, διευθύντριας του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, και πολλές άλλες, παλαιότερες και καινούργιες.
 
Η υπόθεση Βλαβιανού καλύπτει γύρω στις πεντέμισι σελίδες – έκταση ασφαλώς σημαντική, στην πραγματικότητα όμως περιορισμένη, αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος των ευρημάτων που είχαμε στη διάθεσή μας. Διότι, ας τονιστεί, τα περισσότερα από τα στοιχεία που δημοσιεύουμε για τον Βλαβιανό είτε παρουσιάζονται για πρώτη φορά, όντας προϊόντα δικής μας αυτοτελούς έρευνας· είτε είχαν αναρτηθεί πρόσκαιρα σε ολιγοσύχναστα διαδικτυακά μέσα, αφαιρέθηκαν όμως κατόπιν και παραμένουν ώς σήμερα άγνωστα· είτε, τέλος, είναι όντως οικεία μας από τις φήμες και τις διαδόσεις που κυκλοφορούν, ουδέποτε όμως βρέθηκε έντυπο διατεθειμένο να τα δημοσιεύσει. Κάνει λάθος επομένως ο κ. Πετσόπουλος όταν γράφει ότι η ιστορία την οποία αφηγούμαστε είναι παρωχημένη, μια παλιά «κουτσουκέλα» του Βλαβιανού, για την οποία τάχα «έδωσε εξηγήσεις».
 
Ως «κουτσουκέλα» εικάζω ότι ο Σταύρος Πετσόπουλος εννοεί μάλλον το εκτενές ποίημα της Καναδής Αν Κάρσον για τη ζωή της Αχμάτοβα, που ο Βλαβιανός δημοσίευσε ως σύνθεση δική του το 2003. Ή, ίσως, το δοκίμιο του Αμερικανού ποιητή Ντέηνα Τζόια, αποσπάσματα του οποίου ενσωμάτωσε σιωπηρά σε δικό του βιβλίο το 2007. Για τις δύο αυτές υποθέσεις, ο Βλαβιανός όντως επεχείρησε να δώσει εξηγήσεις. Στην πρώτη περίπτωση, ισχυριζόμενος πάνω κάτω το γνωστό εκείνο ότι «οι μεγάλοι ποιητές κλέβουν…»· στη δεύτερη, παραδεχόμενος μεν την ακρίβεια της καταγγελίας, αλλά αποδίδοντάς την σε παραδρομή.
 
Τώρα, αν ο κ. Πετσόπουλος είχε λάβει όντως υπ’ όψιν του τα τεκμήρια της έρευνάς μας, θα ήξερε αυτή τη στιγμή ότι, εκτός από τα κείμενα της Κάρσον και του Τζόια, ο Βλαβιανός τα τελευταία 25 χρόνια έχει ιδιοποιηθεί έργα κάμποσων δεκάδων (!) ακόμη συγγραφέων. Φιλολόγων και μελετητών λ.χ., όπως ο Φρανκ Κερμόουντ και ο Ουίλλιαμ Κούκσον· δοκιμιογράφων και αποφθεγματιστών όπως ο Γκαίτε, ο Βαλερύ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Οκτάβιο Πας· διανοητών όπως ο Μονταίνιος, ο Βιττγκενστάιν, ο Παναγιώτης Κονδύλης· δραματουργών και μυθιστοριογράφων  όπως ο Σαίξπηρ, ο Ντεφόου, ο Εμίλ Σιοράν – για να μείνουμε μόνο στα εκτός της ποιήσεως είδη του λόγου. Τα «δάνεια» αυτά, όπως δείξαμε, εκτείνονται κάποτε σε σελίδες ολόκληρες, όπως στην περίπτωση της πραγματείας του Κούκσον για τον Έζρα Πάουντ (A Guide to the Cantos, σ. 157-165) που ο Βλαβιανός κοπιάρει στη δική του παουντική έκδοση (Σχεδιάσματα και αποσπάσματα των Κάντος CXCXX, Νεφέλη 1991, και ήδη παλαιότερα στο Πλανόδιον, τχ. 12, Ιούνιος 1990, σ. 402-409). Άλλοτε πάλι πιάνουν λίγες γραμμές, όπως στην περίπτωση των πάμπολλων ξένων στοχασμών και αφορισμών τους οποίους ο Βλαβιανός παρουσιάζει ως αυτοτελή δικά του αποφθέγματα. Γράφει λ.χ. ο Παναγιώτης Κονδύλης: «από το θράσος των ημιμαθών προτιμώ τη ματαιοδοξία των πεπαιδευμένων»; «Από την αναίδεια και το φτηνό γούστο των ημιμαθών ποιητών, προτιμώ την αλαζονεία των πεπαιδευμένων», επαναλαμβάνει ο Χ.Β. Αποφαίνεται ο Όσκαρ Ουάιλντ: «Beauty reveals everything, because it expresses nothing»; «Η ποίηση αποκαλύπτει τα πάντα, γιατί δεν εκφράζει τίποτε», διαπιστώνει ο Χ.Β. Βρίσκει ο Βαλερύ ότι «L'avenir n'est plus ce qu'il était»; «Το μέλλον δεν είναι πια όπως ήταν», μεταφράζει επί λέξει ο Χ.Β. Το «Sehe mit fühlendem Aug, fühle mit sehender Hand» του Γκαίτε γίνεται απαράλλακτα «Να βλέπεις με μάτι που αισθάνεται. Να αισθάνεσαι με χέρι που βλέπει» – κ.ο.κ., κ.ο.κ. Ακόμη και ξένες παροιμίες γνωστές προτείνονται στον Έλληνα αναγνώστη ως πρωτότυποι δικοί του αφορισμοί.
 
Ένα ολόκληρο βιβλίο του (Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σε χαϊκού, Πατάκης 2011) έχει αίφνης κοινή τη συστατική του ιδέα με το έργο ενός Νεοζηλανδού συγγραφέα που είχε δημοσιευτεί κάμποσα χρόνια προηγουμένως στο διαδίκτυο (Dick Whyte, A Brief History of Western Philosophy in Haiku Format, 2008). Όσο για τις ποιητικές συλλογές του Βλαβιανού, ώς και το εν τρίτον (1/3) του όγκου τους καλύπτεται από αδήλωτα ή εντέχνως συγκεκαλυμμένα «δάνεια» – ποιήματα ακέραια ή παραλλαγμένα των Σίμικ, Αρρέγκι, Φέντον, Ζαμπές, Μπάχμαν και πλείστων άλλων. Σταματώ εδώ. Όποιος ενδιαφέρεται για τις πλήρεις παραπομπές, ας τις αναζητήσει στο πρώτο τεύχος του Νέου Πλανόδιου.
 
Αναρωτιέμαι λοιπόν: Σε τι απ’ όλα αυτά απάντησε ποτέ ο Χ.Β.; Και τι εξηγήσεις θα μπορούσε τάχα να δώσει; Κι αν διαθέτει όντως τέτοιες εξηγήσεις, τι περιμένει για να τις εκθέσει; Το βέβαιο είναι ότι έως ότου το πράξει, η «υπόθεση Βλαβιανού» όχι μόνο δεν θα είναι «μπαγιάτικη» και ξεθυμασμένη, όπως εικάζει ο Σταύρος Πετσόπουλος, αλλά, αντιθέτως, οσμηρότατα φρέσκια και επίκαιρη.
 
Προσωπικά, δεν αμφιβάλλω ότι αν ο κ. Πετσόπουλος είχε προλάβει να ρίξει μια ματιά σ’ όλα αυτά, θα προφύλαττε τον εαυτό του από τη μίζερη απόπειρα να υποβαθμίσει το ζήτημα σε προσωπική υποτίθεται διένεξη, δική μου με τον Βλαβιανό. Και δεν θα μου απέδιδε «κάκιωμα», όπως γράφει, υποδαυλιζόμενο μάλιστα από το ότι εγώ κι εκείνος είμαστε ομότεχνοι. Πρώτα απ’ όλα, γιατί το θέμα δεν είναι υπόθεση δύο ανθρώπων – ποτέ δεν ήταν. Ο Φάκελος Λογοκλοπή στο ΝΠ1 υπήρξε προϊόν συλλογικής εργασίας όπου συνέβαλε όλη σχεδόν η συντακτική ομάδα του περιοδικού – πλην εμού, ο Γιώργος Βαρθαλίτης, ο Κωνσταντίνος Πουλής και η Έλενα Σταγκουράκη. Στο δεύτερο τεύχος μας, την περίπτωση Βλαβιανού καυτηριάζουν επιπλέον ρητά τόσο ο Γιάννης Πατίλης όσο και ο Ντίνος Σιώτης. Στο ίδιο τεύχος ο Νάσος Βαγενάς, μολονότι δίνει θεωρητικό συγχωροχάρτι στον Βλαβιανό για τα αμιγώς ποιητικά «δάνεια», εμμέσως πλην σαφώς δέχεται ότι οι λοιπές καταγγελίες εναντίον του στοιχειοθετούν όντως λογοκλοπή. Παλαιότερα, για το ίδιο ζήτημα, τον Βλαβιανό είχαν επιτιμήσει δημόσια συγγραφείς όπως ο Αναστάσης Βιστωνίτης, ο Πάνος Θεοδωρίδης, ο Σωτήρης Παστάκας, ο Βασίλης Λαλιώτης κ.ά. – κάποτε δε με ειρωνικό ή διόλου αβρό τρόπο. Ο Δημήτρης Σολδάτος («Τον Βλαβιανό με παρρησία / κλέψε και πες: κρυπτομνησία!») και ο Στιχάκιας («Ό,τι δεν είναι κανενός / θα τό ’χει γράψει ο Βλαβιανός») έγραψαν ποιήματα που τον σατιρίζουν. Για χρόνια η λογοτεχνική πιάτσα βοά. Έχουν όλοι αυτοί προσωπικά με τον άνθρωπο; Είναι όλοι φθονεροί ομότεχνοι που τον εποφθαλμιούν; Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι τα κίνητρά τους είναι ταπεινά – τι αλλάζει αυτό στην ουσία των καταγγελιών;
 
Γενικά, η αντίληψη του Σταύρου Πετσόπουλου ότι ένας ποιητής δεν επιτρέπεται να εκφέρει λόγο επικριτικό προς ομότεχνο για να μη θεωρηθεί επίβουλος και φθονερός στο σινάφι, μου φαίνεται άκρως παράδοξη. Αν δεν δικαιούνται να κρίνουν οι κατά τεκμήριο ειδήμονες, τότε ποιοι μπορούν να το κάνουν; Ή μήπως η κριτική έχει το ελεύθερο μόνον να επαινεί; Εκτός όμως από παράδοξη, ας μου επιτραπεί να το πω, η αντίληψη αυτή είναι και κάτι άλλο, απείρως χειρότερο: άκριτα και θλιβερά συντεχνιακή. «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει», λέει ο λαός για το πάρε-δώσε στο εσωτερικό των συντεχνιών, την ομερτά που σκεπάζει τις συναλλαγές των μελών τους. Και ειλικρινά απορώ: σε μια εποχή όπου η χώρα όλη στενάζει από τα κατορθώματα των κάθε λογής συντεχνιών, είναι δυνατόν ένας καταξιωμένος πνευματικός άνθρωπος να υποστηρίζει τη γενική αμνήστευση των παραβατών, έναν άλλο «νόμο περί  ευθύνης υπουργών» τρόπον τινά, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα ορισμένων; Και είναι δυνατόν να υποστηρίζει μια λογική συμψηφιστική, του τύπου  «ε, αφού ο εν λόγω έχει έργο μεταφραστικό και εκδίδει κι ένα περιοδικό μέσες άκρες αξιόλογο, συγχωρεθήτωσαν αι αμαρτίαι αυτού;» Είναι δυνατόν ο Σταύρος Πετσόπουλος να μη βλέπει ότι ακριβώς μέσω του περιοδικού του ο Βλαβιανός, και μέσω των σχέσεων που καλλιεργεί με τον εκδοτικό κόσμο και τον Τύπο, εξαγοράζει τη σιωπή και την ανοχή που χρειάζεται για να κάνει όσα κάνει; Για έναν τέτοιον ζητάει τη γενναιοδωρία μας;
 
Όπως του απάντησε ήδη ο Κωνσταντίνος Πουλής, μέλος της συντακτικής μας ομάδας: «Η γενναιοδωρία προς τον πλούσιο λέγεται κολακεία, και δεν είναι αρετή. Για ποιον λόγο να έχει ανάγκη τη γενναιοδωρία μας ένας άνθρωπος σαν τον Βλαβιανό; Χάθηκαν τόσοι άλλοι πιθανοί αποδέκτες της γενναιοδωρίας μας (ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, όσο μπορεί να βοηθηθεί κανείς από αυτήν); Να την κρατήσουμε για τον άνθρωπο που πιάνεται με το χέρι στο μέλι και εμφανίζονται προσωπικότητες των γραμμάτων μας να πουν ότι καλά κάνει; Εκτιμώ ότι αυτή είναι μια περίπτωση που απαιτεί όχι γενναιοδωρία, αλλά το θάρρος να πεις δημόσια αυτό που όλοι λένε μόνο ιδιωτικά».
 
Αντίθετα μ’ αυτά που ιδιοτελώς κηρύσσονται εν Ελλάδι, η λογοκλοπή δεν είναι Kavaliersdelikt – παραστράτημα αριστοκρατικό και ανώδυνο με το οποίο διασκεδάζουμε μια στις τόσες. Η λογοκλοπή είναι απάτη. Θύμα του λογοκλόπου δεν είναι τόσο ο αρχικός δημιουργός – αυτή είναι η στενή, ιδιοκτησιακή όψη του πράγματος. Θύμα του είναι πρωτίστως ο αναγνώστης· εκείνου την καλοπιστία καταχράται, αυτόν προσπαθεί να εξαπατήσει ο λογοκλόπος, επιδεικνύοντάς του τον ξένο κόπο ως δικό του κι επιχειρώντας παντί σθένει να φανεί στα μάτια του σημαντικότερος απ’ ό,τι είναι. Καμιά συγγραφική κοινότητα, καμιά λογοτεχνία που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί να ανέχεται για πολύ τέτοια φαινόμενα στους κόλπους της, αν δεν θέλει να ξεπέσει εντελώς στην ανυποληψία.
 
Όσο τώρα για τον Βλαβιανό, ως δημόσιο πρόσωπο που είναι, υπόκειται φυσικά σε δημόσιο έλεγχο. Και τέτοιον τού ασκήσαμε – ευθαρσώς και εμπεριστατωμένα. Όσοι δυσανασχετούν μ’ αυτό, ας αναλογιστούν ότι η υποκριτική σιωπή και η μεθοδευμένη συγκάλυψη δεν συνιστούν κριτική στάση. Όπως δεν συνιστούν κριτική στάση η ακούραστη ιδιωτική καταλαλιά ή τα ελεεινά χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη. Αν η ΑRB κόπτεται τόσο για τις «αυριανικού τύπου εκστρατείες», ας στρέψει την προσοχή της σ’ εκείνους που τις υποκινούν.
 
Θα κλείσω μ’ ένα απόσπασμα ακόμη από το κείμενο του Πουλή, που μας εκφράζει όλους στο Νέο Πλανόδιον: «Αν η επιθυμία να έχεις ντε και καλά εχθρούς σε κάνει αχώνευτο και γρουσούζη, ο φόβος να μην έχεις κανέναν εχθρό σε κάνει δειλό, ενδεχομένως κόλακα και, αν αυτά δεν αρκούν, μακροπρόθεσμα οπωσδήποτε αναξιόπιστο. Η γραμμή πλεύσης που έχουμε επιλέξει είναι να μη μετράμε φίλους και εχθρούς πριν να μιλήσουμε. Και αυτή τη χειρονομία την καμαρώνουμε, γιατί αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Κατά τα λοιπά, όπως δεν σωπαίνουμε όταν κάτι μας ενοχλεί, έτσι δεν σωπαίνουμε όταν κάτι μας συγκινεί και προκαλεί τον θαυμασμό μας.»