του Θάνου Καμήλαλη
Μπορεί να παραμένει άγνωστο το πότε θα διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές, αλλά το ζήτημα της «κυβερνησιμότητας» ήρθε ξανά στην επιφάνεια με τον νέο νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που ψηφίστηκε την Τετάρτη, με την στήριξη μόνο των βουλευτών της ΝΔ.
Κάπως χαμένος ανάμεσα στα Εργασιακά, τις συχνές χυδαιότητες στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, την πανδημία με τους περιορισμούς, τα πιστολίδια στην Αθήνα, τα μπρος – πίσω με την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και τους μείον 25.000 – 30.000 μαθητές σε ΑΕΙ από την επόμενη χρονιά, ο νέος νόμος του Μάκη Βορίδη, μέρος του «μεταρρυθμιστικού έργου» Μητσοτάκη, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
- Ο εκλεγμένος δήμαρχος, ο οποίος αρκεί να πιάσει 43% στην 1η Κυριακή ή να βγει απλά πρώτος στη 2η, θα πριμοδοτείται ως και με τα 3/5 των δημοτικών συμβούλων.
- Οι συνδυασμοί που πιάνουν λιγότερο από 3% θα χάνουν το δικαίωμα εκπροσώπησης.
- Οι δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι μειώνονται, με ακόμα λιγότερες παρατάξεις να εκπροσωπούνται.
- Οι εκλογές αραιώνουν στα 5 χρόνια.
- Αύξηση του κόστους παράβολων, σε ορισμένες περιπτώσεις πάνω από 50%, που οδηγεί σε οικονομικά εμπόδια για υποψηφίους
Όλα τα παραπάνω, για την κυβέρνηση και τους εχθρούς της απλής αναλογικής, αιτιολογούνται με την «κυβερνησιμότητα». «Αποκαταστήσαμε την κυβερνησιμότητα των Δήμων και των Περιφερειών» τόνισε κατά τη συζήτηση στη Βουλή ο Βορίδης, με σειρά αναφορών στον συγκεκριμένο όρο, ειδικά για να δικαιολογήσει το αντιδημοκρατικό σκάνδαλο της πριμοδότησης με τα 3/5 του δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου στον νικητή των εκλογών. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη στην πράξη είναι χειρότερη από μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα στις εθνικές εκλογές.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος και η αλλοίωση της ψήφου, αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα του δήμου Θεσσαλονίκης, όπου το 2019 είχαμε μάλλον την πιο αμφίρροπη εκλογική διαδικασία, με τέσσερις παρατάξεις από το 13% και πάνω και την παράταξη του νυν δημάρχου, Κώνσταντίνου Ζέρβα, να μπαίνει οριακά στον δεύτερο γύρο αλλά εκεί να ανατρέπει την κατάσταση απέναντι στον Νίκο Ταχιάο. Αν οι εκλογές αυτές είχαν γίνει με τον νόμο Βορίδη, οι δημοτικοί σύμβουλοι μειώνονται από 49 σε 43, μπαίνει το όριο του 3% αποκλείοντας πλήθος παρατάξεων, ενώ η παράταξη Ζέρβα κερδίζει, ανεξαρτήτως του ποσοστού της στον πρώτο γύρο, τα 3/5 του δημοτικού συμβουλίου, δηλαδή 26 έδρες.
Ο Πάνος Ντούλας, εκπαιδευτικός, αντιπρόεδρος της ΕΛΜΕ Κορινθίας και μέλος των «Αγωνιστικών Παρεμβάσεων», πριν λίγες μέρες αποτύπωσε την κατάσταση σε πίνακες:
Εννέα συνολικά συνδυασμοί μένουν εκτός του δημοτικού συμβουλίου, ένας συνδυασμός που δεν συγκέντρωσε ούτε 15% στον πρώτο γύρο εξασφαλίζει τα 3/5 του νέου, μικρότερου δημοτικού συμβουλίου, την ώρα που μία παράταξη με χαμηλότερο ποσοστό από τον δήμαρχο μόλις κατά 1,5% (Νοτοπούλου) χάνει πάνω από τις μισές έδρες. «Το 67,5% των υπολοίπων παρατάξεων θα λάμβανε το 40% των εδρών, ενώ το 17,5% της ψήφου δεν θα εκπροσωπούταν καθόλου στο Δημοτικό Συμβούλιο» τόνιζε σε ανακοίνωσή της από τον Φεβρουάριο η δημοτική παράταξη «Πόλη Ανάποδα – Δύναμη Ανατροπής» που κατήγγειλε επανειλημμένα πως η κυβερνησιμότητα στρέφεται ενάντια στη δημοκρατία.
Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι και η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης για να δείξει τα προβλήματα της κατάστασης, με το κατακερματισμένο δημοτικό συμβούλιο, στην πράξη, όπως σημειώνει η «Πόλη Ανάποδα – Δύναμη Ανατροπής», η δημοτική αρχή του Κ.Ζέρβα δεν συνάντησε σχεδόν κανένα πρόβλημα ώστε να εξασφαλίζει τις απαιτούμενες πλειοψηφίες για τις αποφάσεις του Δήμου. Αυτό συνέβη γιατί από πολύ νωρίς, είχε συνάψει συμφωνίες με αρκετές από τις μικρότερες παρατάξεις της αντιπολίτευσης. Χρειάστηκε, όπως σημειώνει η παράταξη σε επικοινωνία με το ΤPP, να φτάσουμε στον περασμένο Φεβρουάριο, όταν η δημοτική αρχή Ζέρβα μπλοκαρίστηκε, κάτι που όμως συνέβη μετά από τις δύο παραιτήσεις για το σκάνδαλο γαλάζιων ρουσφετολογικών εμβολιασμών.
Εξαιρετικά αλλοιωμένη, προς όφελος του νυν δημάρχου, Κώστα Μπακογιάννη, θα ήταν και η κατάσταση στον δήμο Αθηναίων:
Το μόνο αντεπιχείρημα σε αυτήν την κατάσταση, είναι ότι οι μικρότερες παρατάξεις θα οδηγηθούν σε συνεργασίες για να κερδίσουν μία από τις πλέον ελάχιστες θέσεις στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, επομένως δεν θα έμεναν όλες εκτός. Αλλά αυτό θα μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ της διοίκησης και της αντιπολίτευσης, καθώς η πλειοψηφία του δημάρχου είναι «μπετοναρισμένη» στα 3/5.
Αλλά αυτό δεν αναιρεί τη λογική της «χαμένης ψήφου», που επιστρέφει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα πρότυπα των Εθνικών Εκλογών, με τους εκλογείς να αποθαρρύνονται εκ των προτέρων από το να ψηφίσουν κάποιον από τους μικρότερους συνδυασμούς και να σπρώχνονται προς τα προβεβλημένα και μεγάλα ονόματα και κόμματα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο νόμος ψηφίστηκε με σχεδόν πλήρη στήριξη από δημάρχους και περιφερειάρχες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ανήκουν ή βρίσκονται κοντά στη Νέα Δημοκρατία. Υπήρξαν βεβαίως και εξαιρέσεις, όπως του δημάρχου Πατρέων, Κώστα Πελετίδη, που μολονότι ίσως να επωφεληθούν από τη νέα κατάσταση, καταδίκασαν τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις νοθείας του αποτελέσματος.
Η κουβέντα περί «ακυβερνησίας» προφανώς έχει ένα μεγάλο κομμάτι που αφορά και το εθνικό επίπεδο. Είναι κοινή παραδοχή άλλωστε, όλης της εκλογολογίας περί «διπλών καλπών» τον τελευταίο χρόνο, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κάνει εκλογές νωρίς για να «κάψει» την κουτσουρεμένη απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ (διατηρώντας το όριο του 3%). Έτσι, ο στόχος είναι, χάρη στον νέο εκλογικό νόμο που ψήφισε η ΝΔ παρέα με την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, στον «δεύτερο γύρο» να χρησιμοποιηθεί ξανά το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ώστε «να εξασφαλιστεί σταθερή κυβέρνηση», με τη γνωστή τακτική. Χαμένη η ψήφος στα μικρότερα κόμματα, μία διακριτική (ή και όχι) «νοθεία» του εκλογικού αποτελέσματος, στροφή των ψηφοφόρων στους ισχυρούς, οι οποίοι ήδη απολαμβάνουν απείρως περισσότερη προβολή από τα Μέσα Ενημέρωσης και χρήματα να διαθέσουν για τις εκλογικές τους εκστρατείες, είτε στον πραγματικό είτε στον ψηφιακό κόσμο.
Σήμερα, με αυτό το σύστημα, η Νέα Δημοκρατία κυβέρνάει με το 39,85% ενός ποσοστού συμμετοχής μόλις στο 57,78% του εκλογικού σώματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μία σταθερή κυβέρνηση 158 βουλευτών και με βάση αυτή τη νομιμοποίηση, η ΝΔ έχει διαχειριστεί μόνη της μία πανδημία και έχει περάσει παράλληλα δεκάδες νομοσχέδια με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Οι Υπουργοί της κάθε τόσο δηλώνουν ότι «ψηφίστηκαν για να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους», απαντώντας στις επικρίσεις για σειρά νομοθετημάτων, ενώ σε πάρα πολλά ζητήματα, όπως στο νομοσχέδιο ενάντια στις διαδηλώσεις ή αυτό της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, η κυβέρνηση βρήκε απέναντί τη συντριπτική πλειοψηφία των αρμόδιων φορέων, κάνοντας μαζί τους προσχηματική ή καθόλου διαβούλευση.
Βλέπουμε δηλαδή μία κυβέρνηση που πρώτα παίρνει το μπόνους των 50 εδρών, ως συνέπεια «ανάγκης να σχηματιστεί κυβέρνηση» και μετά, παραγνωρίζοντας αυτήν την ώθηση, συμπεριφέρεται αυταρχικά και συχνά εντελώς αντιδημοκρατικά, με βασικό επιχείρημα το «γι αυτό μας ψήφισαν» και χωρίς να επιδιώκει καμία συναίνεση. Η πάρα πολύ υψηλή αποχή (που δεν είναι 43% λόγω της ποιότητας των εκλογικών καταλόγων, αλλα είναι πάρα πολύ υψηλή) είναι προφανώς ένα ζήτημα, το οποίο αφορά τους πολίτες και την ποιότητα της Δημοκρατίας μας και της συμμετοχής σε αυτήν. Όμως η νόθευση της δημοκρατίας, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό υπό τον μπαμπούλα της «ακυβερνησίας» είναι εξίσου σοβαρή παθογένεια. Που δυστυχώς βρίσκει και ευήκοα ώτα, καθώς υποστηρίζεται από σημαντική μερίδα της κοινωνίας. Μεγάλη μερίδα πολιτών δηλαδή αποδέχονται ότι η αντιπροσωπευτικότητα της ψήφου θα πρέπει να περιορίζεται, σε κάποιον βαθμό, θεωρώντας αυτήν την κατάσταση ως φυσιολογική.
Στην τελική, αν το ζήτημα είναι μόνο η «κυβερνησιμότητα», απέναντι στα προβλήματα που μπορεί να φέρει η «πολλή δημοκρατία» με τις ανάγκες της για συμμετοχή και διάλογο, οι μοναρχίες, απολυταρχικά καθεστώτα και δια βίου ηγέτες είχαν πετύχει πολύ καλά αποτελέσματα ως προς τη σταθερότητα της εξουσίας. Υπερβολή μεν αυτή η διατύπωση και τέτοια κλίμακα, αλλά ο πυρήνας παραμένει, τα όρια που αποφασίζονται είναι αυθαίρετα, ενώ μάλιστα η συνεχής υποβάθμιση της δημοκρατίας παρουσιάζεται ως «λογική» και «υπεύθυνη» λύση, ακόμα και στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Τίποτα από όσα έχουμε περάσει όλα αυτά τα χρόνια δεν δείχνει ότι η λύση σε αναζητήσεις της Δημοκρατίας είναι η ακόμη λιγότερη δημοκρατία, διεκπεραιωτική κάθε 4-5 χρόνια και άψυχη, με όλο και περισσότερους φραγμούς ως προς τη συμμετοχή και την εκπροσώπηση, υπό το πρίσμα ενός δόλιου ελιτισμού. Η λύση είναι πάντα παραπάνω, πολλή και ουσιαστική δημοκρατία, με πολίτες ενεργούς και συμμετόχους. Κι αν οι απρόβλεπτες στροφές της σε κάποιους δεν αρέσουν, τι να κάνουμε.