Μια μακρινή παρενέργεια της υπόθεσης AUKUS είναι οπωσδήποτε και η αγορά των γαλλικών φρεγατών Belharra από την ελληνική κυβέρνηση. Η είδηση εν προκειμένω δεν είναι η ίδια η προμήθεια, αλλά το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. σιγόνταραν σε αυτήν για να «χρυσώσουν το χάπι» της ακύρωσης της συνεργασίας μεταξύ Γαλλίας και Αυστραλίας. Το κύριο διακύβευμα, όμως, είναι η παρουσία της Γαλλίας στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό μέσω παλαιών αποικιακών της κτήσεων και αν μπορεί να βρεθεί ένας modus vivendi με τις αγγλοσαξονικές δυνάμεις των Η.Π.Α., του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας. Παρά το στραπάτσο που δέχθηκε από την Αυστραλία, η φερόμενη ιδεολογική συγγένεια του Emmanuel Macron με τον Joe Biden προϊδεάζει για μια τελική entente cordiale, η οποία θα περιλαμβάνει δυνητικά και τη συστράτευση της Γαλλίας με τους Αγγλοσάξονες στον Ινδοειρηνικό για περικύκλωση της Κίνας, και, αντιστρόφως, μία αμερικανική βοήθεια στη Γαλλία στο Σαχέλ της Βορειοδυτικής Αφρικής.
Η νέα γαλλο-ελληνική συμμαχία δρα ως ένας μικρός καταλύτης σε αυτήν την εγκάρδια συνεννόηση· άλλωστε ο Joe Biden παραμένει δύσπιστος απέναντι στον Τούρκο ομόλογό του Recep Tayyip Erdoğan και δεν προβληματίζεται καθόλου από μία σύσφιξη των δεσμών Ελλήνων και Αράβων υπό γαλλική ηγεμονία ως ανάσχεση στην αύξουσα δύναμη των Τούρκων στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Αυτό που μένει να φανεί είναι αν θα κληθούν ελληνικές δυνάμεις να συμμετάσχουν στις νεοαποικιακές περιπέτειες της Γαλλίας στο Σαχέλ, γεγονός που θα αποτελούσε μία ειρωνική παρενέργεια της αντιτουρκικής ελληνογαλλικής συμμαχίας. Μία άλλη διάσταση των αναδιατάξεων αυτών είναι η συμφωνία Γερμανίας και Ρωσίας για τον αγωγό Nord-Stream2 στη Βαλτική, η οποία σηματοδοτεί αφενός μία τελική προσχώρηση της Γερμανίας στην ανάγκη για έναν ευρασιατικό άξονα, και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Γαλλία του φιλελεύθερου Macron προβάλλει εκ νέου ως προνομιακός συνομιλητής του ατλαντισμού στην Ευρώπη παρά το καψώνι που υπέστη στον Ινδοειρηνικό.Ιδίως μάλιστα αν στη Γερμανία σχηματίσουν κυβέρνηση οι Σοσιαλδημοκράτες, ανακαλώντας μνήμες της ρωσόφιλης πολιτικής του προηγούμενου Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Gerhard Schroeder, αν και το πιθανότερο είναι να ακολουθηθεί στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας η ίδια ισορροπημένη πεπατημένη της τελευταίας περιόδου Merkel.
Η ιδεολογική διάσταση φέρνει τους Προέδρους Γαλλίας και Η.Π.Α. μακριά από τον Τούρκο Πρόεδρο Erdoğan και τον τελευταίο πιο κοντά στον Ρώσο Πρόεδρο Putin. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα πολύ πιο περίπλοκο παιχνίδι. Η συνάντηση Putin και Erdoğan στο Σότσι της Ρωσίας δείχνει ότι η τελευταία προσπαθεί να διεμβολίσει τη νατοϊκή συμμαχία με εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, όπως αυτή για τους πυραύλους S-400 ή για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών στο Ακουγιού και αλλού. Ωστόσο, οι μάλλον εμπορικού χαρακτήρα συμφωνίες αυτές δεν μπορούν να αλλάξουν τη βασική αμφισημία στη σχέση Ρωσίας και Τουρκίας όλα αυτά τα χρόνια, η οποία είναι ότι ναι μεν τα βρίσκουν στις μπίζνες, όμως δεν μπορούν παρά να είναι αντίπαλοι στα βασικά πολεμικά θέατρα στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τη Βόρεια Αφρική. Εξ ου και η έκβαση της συνάντηση στο Σότσι ήταν μάλλον ψυχρή. Ο Erdoğan, αν και νεο-οθωμανιστής, φαίνεται να ακολουθεί εξ ανάγκης τη βασική γεωπολιτική γραμμή του Κεμάλ Ατατούρκ, που ήταν να φλερτάρει διπλωματικά με τη Ρωσία μόνο και μόνο για να ανανεώνει το ενδιαφέρον της Δύσης για τη χώρα του. Και βεβαίως τα σημαντικά θέματα που απομακρύνουν την Τουρκία από τη Ρωσία είναι η πώληση drones από την Τουρκία στην Ουκρανία, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και
στην Ανατολική Ουκρανία, προκαλώντας την οργή της Μόσχας. Αλλά και η αναζήτηση της Τουρκίας για έναν διάδρομο επικοινωνίας ανάμεσα στις επαρχίες της και τη σύμμαχη χώρα του Αζερμπαϊτζάν, που είχε επιτύχει με τουρκική συνδρομή μία θεαματική νίκη επί της Αρμενίας πέρυσι. Παρόμοιες δυσκολίες στις ρωσοτουρκικές σχέσεις δείχνουν στην κατεύθυνση μιας πιθανής αναθέρμανσης στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Η.Π.Α. με μια πιθανή νέα συνάντηση των Προέδρων τους.
Οι ανακατατάξεις αυτές συμβαίνουν πάντως στο πλαίσιο της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν που έχει δημιουργήσει αυτό το φθινόπωρο νέα δεδομένα. Οι μεν Αμερικανοί προσπάθησαν να ισοφαρίσουν αυτήν την απόσυρση μέσω της σύμπηξης μιας νέας συνεργασίας του αγγλοσαξονικού μπλοκ (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία) με στόχο την περικύκλωση της Κίνας. Υπάρχει όμως και η αντίπαλη κίνηση, ήτοι το Σύμφωνο της Σαγκάης μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, στο οποίο έχει γίνει δεκτή και η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, όπως φάνηκε στη σύνοδο της Δουσάμβης του Τατζικιστάν στις 17 Σεπτεμβρίου. Οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν στον νέο Πρόεδρο του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί να αναγγείλει από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη το τέλος της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας με αφορμή τα γεγονότα στο Αφγανιστάν όπου είδαμε Αφγανούς συνεργάτες των Αμερικανών να πέφτουν από αεροπλάνο στο αεροδρόμιο και τις Αφγανές γυναίκες να πρέπει να διεκδικήσουν εκ νέου τα δικαιώματά τους ενάντια στους Ταλιμπάν. Πρόκειται βεβαίως για ένα πάγιο στοιχείο της ιρανικής ρητορικής να εξαίρεται η αντίσταση στη δυτική και δη την αμερικανική αλαζονεία.
Ωστόσο, τώρα έχουμε το δεδομένο ότι το ευρασιατικό μπλοκ ενώνεται και μάλιστα συνεργάζεται και με τη Γερμανία, ενώ αντιστρόφως στα φιλοδυτικά μπλοκ υπάρχουν τριγμοί: Η αγγλοσαξονική συσπείρωση δημιούργησε προβλήματα με τη Γαλλία. Ενώ και ο σουνιτικός αντι-ιρανικός κόσμος βιώνει τον δικό του βασικό διχασμό: Από τη μια η Τουρκία με το Κατάρ, από την άλλη οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου σε ένα σκληρό μπραντεφέρ στο οποίο ασφαλώς υπεισέρχεται τα τελευταία χρόνια και η χώρα μας ως σύμμαχος των Αράβων. Πάντως, οι Η.Π.Α. επιχειρούν να ανασυντάξουν την παγκόσμια ηγεμονία τους. Αυτό θα περάσει αφενός μέσα από την προσέλκυση της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας ή ακόμη και της Νέας Ζηλανδίας και άλλων δυνάμεων του Ινδοειρηνικού σε μία αντισινική συσπείρωση. Και αφετέρου σε μία ιδεολογική επανασύσφιξη των σχέσεων με τη Γαλλία του Macron στην οποία θα παραχωρηθεί αυξημένος ρόλος στη χάραξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής στρατηγικής, καθώς και στα μέτωπα της Βόρειας Αφρικής και της ανατολικής Μεσογείου. Το ερώτημα είναι βεβαίως που χωράει σε αυτούς τους υπολογισμούς ο Erdoğan, ο οποίος ως προς το στρατιωτικό σκέλος δεν μπορεί παρά να ρυμουλκηθεί στο δυτικό στρατόπεδο, ενώ ταυτοχρόνως θα «συνετίζεται» τρόπον τινά από τον άξονα της Γαλλίας με την Ελλάδα, το Ισραήλ και τις αραβικές μοναρχίες. Ομολογουμένως, η θέση της Τουρκίας στις διεθνείς εξισώσεις είναι το πιο απρόβλεπτο κομμάτι, καθώς οι σχέσεις της είναι αυτή τη στιγμή απολύτως αμφίσημες τόσο προς τις Η.Π.Α. όσο και προς τη Ρωσία, με τις παραδοσιακές γεωπολιτικές σταθερές να υπερισχύουν πάντως έναντι των όψιμων εμπορικών αλληθωρισμάτων.
Εξίσου, όμως, απρόβλεπτη είναι και η Γαλλία που βρίσκεται στη δική της προεκλογική τροχιά. Σε ένα πλαίσιο ανόδου της ακροδεξιάς και προσπάθειας της κεντροδεξιάς να αλιεύσει ψήφους από αυτήν, η γαλλική κυβέρνηση δυσκόλεψε ριζικά τη χορήγηση βίζας σε πολίτες της Αλγερίας, του Μαρόκου και της Τυνησίας, επειδή δεν δέχονται πίσω παράτυπους μετανάστες. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε κρίση τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία καιτην Αλγερία, η οποία έχει απαγορεύσει στα γαλλικά μαχητικά να χρησιμοποιούν τον εναέριο χώρο της με αποτέλεσμα να αποδυναμώνει την επεμβατικότητα της Γαλλίας στο Σαχέλ, που χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το «γαλλικό Βιετνάμ» ή το «γαλλικό Αφγανιστάν». Ταυτοχρόνως, η Τουρκία του Erdoğan είναι πάντα έτοιμη να καλύψει το κενό προσεταιριζόμενη διπλωματικώς την Αλγερία, μια κίνηση σημαντική εν όψει και του ανοικτού λιβυκού μετώπου. Η Τουρκία και η Γαλλία είναι, λοιπόν, στην Ανατολή και τη Δύση οι πιο απρόβλεπτοι και, κυρίως, αμφίσημοι παίκτες κατά τη σύμπηξη των νέων παγκόσμιων μπλοκ.