Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate
Οι νέες τεχνολογίες μειώνουν τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών στις οποίες εφαρμόζονται. Οδηγούν επίσης και στην ανάπτυξη νέων προϊόντων. Οι καταναλωτές επωφελούνται από αυτές τις βελτιώσεις, ανεξάρτητα από το αν ζουν σε πλούσιες ή φτωχές χώρες.
Τα κινητά τηλέφωνα είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της βαθιάς επίδρασης κάποιων από τις νέες τεχνολογίες. Ως μια ξεκάθαρη περίπτωση τεχνολογικών αλμάτων (leapfrogging), δόθηκε πρόσβαση στους φτωχούς ανθρώπους των αναπτυσσόμενων χωρών, σε τηλεπικοινωνίες μεγάλης εμβέλειας χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ακριβές επενδύσεις σε γραμμές σταθερής τηλεφωνίας και άλλες υποδομές. Παρομοίως, το mobile banking που παρέχεται μέσω τηλεφώνων έχει καταστήσει δυνατή την πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε απόμακρες περιοχές χωρίς υποκαταστήματα τραπεζών.
Αυτές είναι περιπτώσεις κατα τις οποίες η τεχνολογία βελτιώνει τη ζωή των φτωχών ανθρώπων. Αλλά για να υπάρξει πραγματική και σταθερή συμβολή της τεχνολογίας στην ανάπτυξη, πρέπει όχι μόνο να παρέχονται καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα, αλλά επίσης και να οδηγεί σε περισσότερες υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να βοηθάει τους φτωχούς στον ρόλο τους τόσο ως παραγωγοί όσο και ως καταναλωτές. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που ο οικονομολόγος Tyler Cowen έχει ονομάσει «κινητά τηλέφωνα αντί για εργοστάσια αυτοκινήτων» θέτει το προφανές ερώτημα: Σε πρώτη φάση, πώς οι άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν κινητά τηλέφωνα;
Ας ανατρέξουμε και πάλι στα παραδείγματα της κινητής τηλεφωνίας και της τραπεζικής. Επειδή οι επικοινωνίες και η χρηματοδότηση είναι χρήσιμες για την παραγωγή, είναι σε κάποιο βαθμό υπηρεσίες που απευθύνονται τόσο προς τους παραγωγούς όσο και προς τους καταναλωτές.
Για παράδειγμα, μια γνωστή μελέτη έχει τεκμηριώσει πώς η εξάπλωση των κινητών τηλεφώνων στο ινδικό κράτος της Kerala επέτρεψε στους αλιείς να ασκήσουν εξισορροπητική κερδοσκοπία στις διαφορές τιμών στις τοπικές αγορές, αυξάνοντας έτσι τα κέρδη τους κατά μέσο όρο κατά 8%. Η απανταχού παρουσία της υπηρεσίας του mobile banking της Κένυας, M-Pesa, φαίνεται να έχει επιτρέψει σε φτωχές γυναίκες να μετακινηθούν από τη γεωργία επιβίωσης σε μη γεωργικές επιχειρήσεις, παρέχοντας τους έτσι μια σημαντική ώθηση στην αναρρίχηση τους στη κλίμακα εισοδήματος ξεκολλώντας τες από τον πάτο αυτής.
Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη μετατροπή της γεωργίας μικρής κλίμακας σε γεωργία μεγάλης κλίμακας στη Λατινική Αμερική και αλλού. Τα Μεγάλα δεδομένα (γνωστά ως Big data), το Παγκόσμιο Σύστημα Στιγματοθέτησης (γνωστο και ως GPS), τα drones και η επικοινωνία υψηλής ταχύτητας έχουν επιτρέψει βελτιωμένες υπηρεσίες επέκτασης όπως: βελτιστοποιημένη άρδευση και χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, παροχή συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, καλύτερο ποιοτικό έλεγχο και αποτελεσματικότερη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αυτές οι βελτιώσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα των καλλιεργειών και διευκολύνουν τη διαφοροποίηση με μη παραδοσιακές καλλιέργειες παρέχοντας έτσι υψηλότερες αποδόσεις.
Η εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή στις αναπτυσσόμενες χώρες πραγματοποιείται συχνά μέσω παγκόσμιων αλυσίδων αξίας (GVC). Θεωρητικά, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (GVC) ωφελούν αυτές τις οικονομίες, διευκολύνοντας την είσοδο τους στις παγκόσμιες αγορές.
Ωστόσο, μεγάλα ερωτήματα εγείρονται γύρω από τις δυνατότητες που δημιουργούν αυτές οι νέες τεχνολογίες. Είναι τα κέρδη της παραγωγικότητας αρκετά μεγάλα; Μπορούν να διαχέονται αρκετά γρήγορα σε όλη την υπόλοιπη οικονομία;
Οποιαδήποτε αισιοδοξία σχετικά με συμβολή των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας (GVC) πρέπει να μετριάζεται από τρία γεγονότα που μας προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Πρώτον, η επέκταση τους φαίνεται ότι έχει αρχίσει σταδιακά να σταματάει τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, η συμμετοχή των αναπτυσσόμενων χωρών στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας – και μάλιστα γενικά στο παγκόσμιο εμπόριο – παραμένει πολύ περιορισμένη, με αξιοσημείωτη εξαίρεση ορισμένες χώρες της Ασίας. Τρίτον, και ίσως το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι εγχώριες συνέπειες των πρόσφατων εμπορικών και τεχνολογικών τάσεων στην απασχόληση είναι απογοητευτικές.
Μελετώντας προσεκτικότερα τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και τις νέες τεχνολογίες, παρατηρούμε ότι παρουσιάζουν στοιχεία που περιορίζουν την οικονομική άνοδο των αναπτυσσόμενων χωρών – και ίσως ακόμη και να την υπονομεύουν. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι μια γενική μεροληψία υπέρ συγκεκριμένων δεξιοτήτων και άλλων δυνατοτήτων. Αυτή η μεροληψία περιορίζει το συγκριτικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών σε παραδοσιακά παραγωγικές (και άλλες) βιομηχανικές δραστηριότητες και μειώνει τα κέρδη τους από το εμπόριο.
Δεύτερον, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας δυσκολεύουν τις χώρες χαμηλού εισοδήματος να χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημα κόστους-εργασίας για να αντισταθμίσουν το τεχνολογικό τους μειονέκτημα, μειώνοντας την ικανότητά τους να υποκαταστήσουν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό με άλλες εισροές παραγωγής. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά ενισχύουν το ένα το άλλο και συνδυάζονται μεταξύ τους. Τα στοιχεία μέχρι σήμερα, στα θέματα της απασχόλησης και του εμπορίου, είναι ότι τα μειονεκτήματα μπορεί είναι περισσότερα από τα πλεονεκτήματα.
Η συνήθης απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες είναι η υπογράμμιση της σημασίας της δημιουργίας συμπληρωματικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Το αφήγημα που ακούγεται συχνά, είναι ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να αναβαθμίσουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα και την τεχνική τους κατάρτιση, να βελτιώσουν το επιχειρηματικό τους περιβάλλον και να ενισχύσουν τα δίκτυα εφοδιαστικής αλυσίδας και μεταφορών τους προκειμένου να αξιοποιήσουν πλήρως τις νέες τεχνολογίες.
Αλλά επισημαίνοντας ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να εξελιχθούν σε όλους αυτούς τους τομείς δεν είναι ούτε κάτι νέο ούτε αποτελεί χρήσιμη συμβουλή για την ανάπτυξη. Είναι σαν να λέμε ότι η ανάπτυξη απαιτεί ανάπτυξη. Το εμπόριο και η τεχνολογία θεωρούνται ως ευκαιρία όταν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες δυνατότητες και έτσι να παρέχουν μια πιο άμεση και αξιόπιστη πορεία προς την ανάπτυξη. Όταν απαιτούν συμπληρωματικές και δαπανηρές επενδύσεις, δεν αποτελούν πλέον μια παράκαμψη γύρω από την ανάπτυξη μέσω της βιομηχανίας .
Ας συγκρίνουμε τις νέες τεχνολογίες με το παραδοσιακό μοντέλο εκβιομηχάνισης, το οποίο υπήρξε κινητήριος δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών. Πρώτον, η βιομηχανία είναι εμπορεύσιμη, πράγμα που σημαίνει ότι η εγχώρια παραγωγή δεν περιορίζεται από τη ζήτηση (και τα εισοδήματα) στη χώρα παραγωγής. Δεύτερον, η τεχνογνωσία στον τομέα της βιομηχανίας είναι σχετικά εύκολη στη μεταφορά μεταξύ των χωρών και, ειδικότερα, από πλούσιες σε φτωχές οικονομίες. Τρίτον, η βιομηχανία δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε δεξιότητες.
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά της μαζί έκαναν τη βιομηχανία μια φανταστική ευκαιρία ώθησης των εισοδήματα σε υψηλότερα επίπεδα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι νέες τεχνολογίες παρουσιάζουν μια πολύ διαφορετική εικόνα από την άποψη της ευκολίας στη μεταφορά της τεχνογνωσίας και των απαιτήσεων δεξιοτήτων που αυτές συνεπάγονται. Ως εκ τούτου, ο καθαρός αντίκτυπός τους στις χώρες χαμηλού εισοδήματος φαίνεται πολύ πιο αβέβαιος.
Ο Dani Rodrik είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη Σχολή Διακυβέρνησης John F. Kennedy του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Είναι ο συγγραφέας των The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy, Economics Rules: The Rights and Wrongs of the Dismal Science, και πιο πρόσφατα του Straight Talk on Trade: Ideas for a Sane World Economy.
Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.