του Θάνου Καμήλαλη
«Ονομάζομαι Πάρβιν. Έφυγα από το Ιράν και ήρθα στην Τουρκία το 2017. Μετά, στην Ευρώπη, το 2020, μόνη μου. Κατά τη διαδρομή επαναπροωθήθηκα παράνομα 6 φορές από την Ελλάδα. Προσπάθησα να προσεγγίσω το ποτάμι του Έβρου και να μπω από τη θάλασσα, πάρα το ότι δεν ξέρω κολύμπι. Με συνέλαβαν, με έβαλαν σε βρόμικα κελιά, σε κοντέινερ, δεν μου έδωσαν τίποτα να φάω, δεν μας άφηναν να χρησιμοποιήσουμε τουαλέτα. Χτυπούσαν παιδιά, έγκυες γυναίκες, μας πυροβόλησαν, μας πήραν αντικείμενά μας, μας έβαλαν χειροπέδες, μας έριξαν δακρυγόνα, βασανιστήκαμε και σχεδόν σκοτωθήκαμε. Όλα αυτά, γίνονται μυστικά. Εγώ όμως κατάφερα να τραβήξω βίντεο και φωτογραφίες για να αποδείξω αυτό που μου συνέβη τη βία που υπέστη. Και τώρα θέλω να πω την ιστορία μου, θέλω δικαιοσύνη, θέλω να αναγνωριστούν τα ανθρώπινα δικαιώματά μου και θέλω αυτό το σύστημα να αλλάξει».
Η Πάρβιν είναι ψυχολόγος. Πλέον, αφού κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, στην έβδομή της προσπάθεια, ζει στη Γερμανία. Την Τρίτη, 1η Φεβρουαρίου κατέθεσε προσφυγή στην Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχοντας την υποστήριξη του ΗumanRights360, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Συνταγματικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕCCHR) και του διεθνούς ερευνητικού κέντρου Forensic Architecture. H υπόθεσή της παρουσιάστηκε σε συνέντευξη Τύπου που έλαβε χώρα το μεσημέρι της Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου.
Όπως υποστήριξε η Ηanaa Hakiki, από το ΕCCHR που έχει αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση, «αυτό που συμβαίνει στην Πάρβιν είναι ένα πολύ συνηθισμένο παράδειγμα του τι συμβαίνει στα Pushbacks και του πόσο ευρέως διαδομένη είναι αυτή η πρακτική. Τρεις φορές είχε το τηλέφωνό της και κατάφερε να διηγηθεί τι συνέβη. Την πήγαν σε έναν σταθμό. Προσπάθησε να πάρει κρυφά τηλέφωνο την ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ στην Ελλάδα, αλλά επειδή διεκδίκησε τα δικαιώματά της και επειδή κατέγραφε, την χτύπησαν και την απείλησαν ότι θα τη σκοτώσουν
Το δεύτερο pushback έγινε μερικές μέρες αργότερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Τη σταμάτησαν 200 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη σε μία ομάδα προσφύγων και μετά τη μετέφεραν στον Εύοσμο, από εκεί στο Σουφλί, πριν την ξαναπελάσουν, χωρίς να καταγραφεί τίποτα. Δεν ήξερε κανείς που βρισκόταν η Πάρβιν. Το τέταρτο έγινε στη Θάλασσα, κοντά στην Κω, το πέμπτο πάλι στον Έβρο, ενώ στο έκτο, κατέληξε πάλι στο Σουφλί, πάλι μέσα σε ένα κοντέινερ. Η προσφυγή της κατά του ελληνικού κράτους έχει να κάνει με την απάνθρωπη κράτησή της, την άρνηση να της δώσουν πρόσβαση σε άσυλο και βεβαίως την παραβίαση κάθε δικαιώματός της»
Πέρα από τη δύναμη και το θάρρος της να ζητήσει Δικαιοσύνη για ό,τι της συνέβη στην προσπάθειά της να φτάσει στην Ευρώπη, στην υπόθεση της Πάρβιν ξεχωρίζει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Κατάφερε να κρατήσει οπτικοακουστικό υλικό από τις τρεις πρώτες παράνομες επαναπροωθήσεις. Το υλικό, σύμφωνα με τις αναφορές, περιλαμβάνει βίντεο μέσα από τα ανεπίσημα κέντρα κράτησης, σε σταθμούς της Συνοριοφυλακής στην περιοχή του Έβρου, φωτογραφίες από τις ομάδες προσφύγων πριν αλλά και μετά τη σύλληψή τους από τις ελληνικές αρχές, αλλά και ηχητικά μηνύματα σε διάφορα σημεία του ταξιδιού της.
Τα ντοκουμέντα της Πάρβιν δόθηκαν στο διεθνές ερευνητικό κέντρο Forensic Architecture, γνωστό στην Ελλάδα για τη συστηματική και επιστημονική του έρευνα στις υποθέσεις της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, του φονικού ξυλοδαρμού του Ζακ Κωστόπουλου αλλά και στην τεκμηρίωση προηγούμενων υποθέσεων επαναπροωθήσεων.
Το Forencic Architecture ερεύνησε την υπόθεση, αναλύοντας τον χρόνο και τον τόπο του υλικού, σύγκρινε τις μαρτυρίες της Πάρβιν με πολλές άλλες υποθέσεις καταγγελιών προσφύγων και δημιούργησε μία ειδική πλατφόρμα, όπου παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της έρευνάς του, το τι συνέβη σε κάθε επαναπροώθηση, βήμα προς βήμα, μαζί με το πρωτογενές υλικό στο οποίο αυτή βασίστηκε και το οποίο επαλήθευσε.
«Τα τελευταία χρόνια διερευνούμε παράνομες επαναπροωθήσεις στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχουμε δημοσιεύσει κάποιες αναφορές, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθοδολογίες επαλήθευσης. Το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο» τόνισε κατά τη συνέντευξη Τύπου ο Στέφανος Λεβίδης, ερευνητής και συντονιστής του Forensic Arcitecture.
«Διενεργούνται συστηματικά pushbacks, όπως περιγράφησαν και σήμερα. Ο λόγος για τον οποίο έχουμε λίγο υλικό, είναι επειδή υπάρχει σύστημα για τη διαγραφή όλου αυτού του υλικού. Τα Σώματα Ασφαλείας κατάσχουν οποιαδήποτε συσκευή μπορεί να καταγράψει και μάλιστα, αυτή η στρατιωτικοποιημενη περιοχή του Έβρου είναι σχεδόν μη προσβάσιμη. Γι’ αυτό πολύ σπάνια έχουμε φυσικά στοιχεία ή εικόνες. Έχουμε προσωπικό καθήκον να ακούμε τις ιστορίες κάθε θύματος και να τις δημοσιοποιούμε. Η Πάρβιν κατάφερε να διατηρήσει το τηλέφωνό της στις 3 πρώτες επαναπροωθήσεις και να τραβήξει βίντεο και φωτογραφίες. Βίντεο μέσα από τους σταθμούς κράτησης, υλικό που δεν είχαμε δει ποτέ μέχρι τώρα» πρόσθεσε, αναφερόμενος στην αξία του υλικού που κατάφερε να συλλέξει η Πάρβιν.
Σχετικά με την έρευνα του κέντρου, σχολίασε: «Αναλύσαμε τον χάρτη των διαδρομών που μας έδειξε η Πάρβιν και μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι κρατήθηκε στους σταθμούς Συνοριοφυλακής στο Νέο Χειμώνιο, στο Σουφλί δύο φορές, στο Τυχερό αλλά και 200 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα, στον Ίασμό. Χρησιμοποιήσαμε το υλικό από το βίντεό της για να δημιουργήσουμε μία διαδικτυακή μακέτα και να τοποθετήσουμε τη διήγησή της μέσα σε έναν χώρο. Πριν το 2ο και 6ο pushback η Πάρβιν κρατήθηκε σε ένα πάρκινγκ μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους. Καταφέραμε να εντοπίσουμε αυτό το πάρκινγκ, κοντά στον σταθμό της Συνοριοφυλακής, ακριβώς όπως τον θυμόταν. Στο 3ο της pushback, τον Φεβρουάριο του 2020, η Πάρβιν έγινε αποδέκτης δακρυγόνων και πυροβολισμών και μάρτυρας όσων συνέβησαν στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020. Μετά το 4ο pushback, κρατήθηκε σε 5 διαφορετικές τοποθεσίας, σε διάφορα αστυνομικά τμήματα, ενώ στο 5ο και στο 6ο pushback μας είπε ότι τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας είχαν βοήθεια από ανθρώπους που ήταν ξένοι».
Διεθνής Αμνηστία: Ο όρος “Pushback” δεν αντικατοπτρίζει όσα φρικτά συμβαίνουν στα σύνορα
«Οι όροι που κάποιες φορές χρησιμοποιούμε, πραγματικά δεν αντικατοπτρίζουν την φρίκη των βιωμάτων αυτών των ανθρώπων. Μιλάμε για Pushbacks και κάποιος μπορεί να το εκλαμβάνει ως μίας σπρωξιά που ωθεί τους ανθρώπους πέρα από τα σύνορα. Δεν είναι μία απλή ώθηση. Ο όρος αυτός δεν αντικατοπτρίζει όσα φρικτά συμβαίνουν στα σύνορα» τόνισε ο Νils Muiznieks, Διευθυντής Ευρώπης της Διεθνούς Αμνηστίας, κατά την παρέμβασή του, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στην πάγια πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης να χαρακτηρίζει τη σωρεία στοιχείων και διεθνών ερευνών ως «fake news».
«Συζητώ 10 χρόνια για τέτοια θέματα, καταρχάς ως Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και πλέον ως Διευθυντής Ευρώπης της Διεθνούς Αμνηστίας. Αυτό που έχω δει από τις ελληνικές αρχές είναι καταρχάς θυμός. Θυμώνουν πολύ όταν τους αναφέρουμε τέτοια ζητήματα, μας μιλούν για έλλειψη αλληλεγγύης από την Ευρώπη, αλλά αυτό που συναντάμε πιο πολύ είναι η άρνηση. Άρνηση ότι έχει συμβεί οτιδήποτε κακό, παρά τα συντριπτικές στοιχεία που υπάρχουν για το αντίθετο».
Αναφέρθηκε τέλος, στη διαχρονική πρακτική των παράνομων επαναπροωθήσεων, που όμως τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά το 2020, έχει ενταθεί και πλέον, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «αποτελεί μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας»
«Από το 2013 η Διεθνής Αμνηστία καταγράφει τέτοιες υποθέσεις. Πλέον, πιστεύω ότι τα pushbacks είναι πιο θρασύ, δεν συμβαίνουν μόνο στα σύνορα, αλλά συμβαίνουν και συλλογικές απελάσεις από την ενδοχώρα κάποιες φορές ακόμα και σε ανθρώπους που είναι υπό διεθνής προστοασία. Πλέον βλέπουμε πολύ περισσότερη βία, πιο σοβαρούς τραυματισμούς θυμάτων. Η ομάδα μου έχει καταγράψει κατάγματα στη σπονδυλική στήλη, στα χέρια, καταχρηστική κράτηση, βασανιστήρια κάποιες φορές. Επίσης πλέον βλέπουμε πιο συχνές επαναπροωθήσεις από τη θάλασσα. Πολύ πιο συχνά χρησιμοποιούνται από την Ακτοφυλακή οι λεγόμενες πορτοκαλί λέμβοι. Στην έκθεσή μας για το 2020-2021, συμπεράναμε ότι τα pushbacks αποτελούν πλέον μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας. Δεν μπορούν να γίνουν συλλογικές απελάσεις χωρίς συντονισμένη δράση πολλών διαφορετικών παραγόντων στην Ελλάδα».
Yπενθυμίζεται ότι με αναλυτική της πολυσέλιδη έρευνα πριν μερικούς μήνες η Διεθνής Αμνηστία είχε αποκαλύψει στοιχεια για 21 επιχειρήσεις παράνομων επαναπροωθήσεων και θύματα περίπου 1.000 πρόσφυγες, κατά την περίοδο Απριλίου – Δεκεμβρίου 2020.
«Αυτήν τη στιγμή στα ελληνικά σύνορα δεν υλοποιείται μία ελληνική πολιτική. Υλοποιείται μία ευρωπαϊκή πολιτική»
«Οι ωφελούμενοί μας αναφέρουν συνεχώς περιστατικά» τόνισε η Ελένη Τάκου, αναπληρώτρια διευθύντρια και υπεύθυνη συνηγορίας του Human Rights 360, που έκανε λόγο για ένα συγκεκριμένο μοτίβο με τον παρακάτω τρόπο δράσης των ελληνικών αρχών.
«Άνθρωποι περνάνε τα σύνορα του Έβρου, συλλαμβάνονται, είτε από αστυνομικούς είτε από ανθρώπους που δεν φέρουν διακριτικά και αντί να γίνουν όλες οι νόμιμες διατυπώσεις μετά τη σύλληψη, οδηγούνται σε ανεπίσημους χώρους κράτησης, κρατούνται παρανόμως, κρατούντα χωρίς να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο, χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση, χωρίς πρόσβαση σε διαδικασίες ασύλου και χωρίς να έχουν καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Κατάσχονται όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα, κυρίως τα κινητά και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει τεκμήριο αυτής της διαδικασίας. Και συνήθως βράδυ, οδηγούνται στο ποτάμι, όπου επαναπροωθούνται πίσω στην Τουρκία. Πολλές φορές φυσικά αυτά τα περιστατικά συνοδεύονται από πολλή μεγάλη βιαιότητα. Έχουμε περιστατικά σφοδρής βιαιότητας που μας έχουν αναφερθεί. Κι επίσης, πολλές αυτά τα άτομα έχουν καλυμμένα πρόσωπα, οι ωφελούμενοι τους αναφέρουν ως “κομάντος” πολλές φορές, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου, όπως μας έχει αναφερθεί, υπάρχουν και άτομα που μιλάνε κι άλλες γλώσσες, πέραν των ελληνικών. Είναι μία ένδειξη ότι σε αυτές τις επιχειρήσεις κάποιες φορές συμμετέχουν και άλλοι άνθρωποι, πέραν από τις ελληνικές αρχές».
Τόνισε επίσης ότι παράνομες, βίαιες απελάσεις, «δεν σημειώνονται μόνο στον Έβρο, σημειώνονται και από την ενδοχώρα. Έχουμε ωφελούμενους που ήταν είτε αιτούντες άσυλο, είτε αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, κυκλοφορούσαν αμέριμνοι στον δρόμο, απήχθησαν και τους βρήκαμε πίσω στην Τουρκία».
Ευθύνες για όλη αυτή τη συστηματική και βίαιη παραβίαση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει όμως μόνο η Ελλάδα, σύμφωνα με την κα. Τάκου. «Αυτήν τη στιγμή στα ελληνικά σύνορα δεν υλοποιείται μία ελληνική πολιτική. Υλοποιείται μία ευρωπαϊκή πολιτική δια της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης. Άρα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν εξίσου, αν όχι μεγαλύτερη ευθύνη, όταν κλείνουν τα μάτια σε αυτές τις πρακτικές».